.
Έξω είναι η ζούγκλα του γάλακτος. Κολλάω το πρόσωπο στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, κοιτάζω την ομίχλη και τους σκούρους πράσινους μίσχους που σαλεύουν αργά κι ανεπαίσθητα ο ένας γύρω απ’τον άλλο. Μακραίνουν ως το άπειρο χωρίς να γερνούν. Πίσω από το κρεββάτι μου, ακριβώς πάνω από το προσκεφάλι υπάρχει μια κρύπτη, χτισμένη στον τοίχο, γεμάτη βιβλία και χαρτιά σκορπισμένα. Ακούω σκυλιά να γαβγίζουν στο διάδρομο, έξω από την πόρτα της κρεββατοκάμαρας. Κάποιος είναι εδώ. Μπαίνει στην κρεββατοκάμαρα και κλειδώνει την πόρτα. Δεν ξέρω ποιος είναι, δε βλέπω το πρόσωπό του με όση δύναμη κι αν κοιτάξω. Τον ακούω να μιλάει μα δεν καταλαβαίνω τι λέει με όση δύναμη κι αν ακούσω. Τα αυτιά μου απλώς γεμίζουν με τη φωνή του, τραχιά και θυμωμένη. Ξαπλώνει στο κρεββάτι μου, τα πόδια του γυμνά και τριχωτά, κρέμονται ως το πάτωμα. Κρατάω το βλέμμα χαμηλά, τον ακούω που ψαχουλεύει τα χαρτιά και τα βιβλία στην κρύπτη και σέρνομαι δίπλα στα πόδια του. Τρίβω το πρόσωπό μου στις γάμπες του σα γάτα και του λέω συγγνώμη συγγνώμη συγγνώμη που άργησα συγγνώμη που δε σε φρόντισα αρκετά συγγνώμη αν σε πλήγωσα συγγνώμη που δεν μπορώ να δω το πρόσωπό σου συγγνώμη που σε φοβάμαι συγγνώμη που δεν ξέρω ποιος είσαι συγγνώμη που κάνω στα ψέμματα πως σ’αγαπώ συγγνώμη για όλα τα ψεύτικα γλυκόλογα και τις ψεύτικες θλίψεις και τους ψεύτικους λαγούς που έβγαζα απ’τις τσέπες μου. Συγγνώμη για τα ψεύτικα συγγνώμη. Όλα είναι ακίνητα, οι ιδρωμένοι μίσχοι τυλίγονται τόσο σφιχτά που στραγγαλίζουν ο ένας τον άλλο. Η ζούγκλα του γάλακτος κρατά την αναπνοή της.
.
Αναπαράσταση ενός ονείρου που με επισκέφτηκε το καλοκαίρι