Κάθε μέρα δουλεύω απ’τις 8.30 σε μια δημόσια υπηρεσία. Κανείς δεν κάνει τίποτα συγκεκριμένο, όλοι περιμένουμε τους διευθυντές να μας πουν τι αποφάσισαν στο μίτινγκ. Κοιτάζω μόνο το ρολόι με τους αριθμούς από ζάχαρη άχνη και περιμένω να περάσει η ώρα. Στο γραφείο υπάρχουν ακόμη δυο γραμματείς που λέγονται και οι δυο Chloé και ένας μάγειρας που μας μαγειρεύει πολύ ευφάνταστες συνταγές με μανταρίνια για μεσημεριανό. Όλοι οι διευθυντές πηγαινοέρχονται βιαστικοί και μοιάζουν με νάνοι. Μας φέρνουν τη μαγνητοταινία που περιέχει τη λύση. Στην ηχογράφηση συζητούν ένα πρόβλημα που δεν καταλαβαίνω όμως τη στιγμή που πάει να ακουστεί η λύση, η μαγνητοταινία σα να είναι μασημένη και πηδάει σε άλλο θέμα. Οι δυο Chloé σα να έχουν καταλάβει τι άκουσαν μα δε μοιάζουν ευχαριστημένες. Εγώ ψάχνω το περφορατέρ που κάνει ολοστρόγγυλες τρύπες για να κάνω μία σε έναν κίτρινο φάκελο. Στο μεταξύ όμως δείχνω σε όλους πόσο ωραία πονάει όταν χτυπήσεις πολλές φορές το περφορατέρ στον καρπό σου. Όλοι κάθονται να τους δείξω στο δικό τους καρπό και φαίνεται να το απολαμβάνουν αν και με κοιτάζουν λίγο τρομαγμένοι. Ο μάγειρας τραβάει την άκρη απ’το φουστάνι μου ρωτώντας αν έχω καθόλου μανταρίνια σπίτι κι εγώ βάζω τα κλάμματα γιατί έχει πάει 8 το βράδυ και σιχαίνομαι αυτή τη δουλειά. Βρίσκω ένα ράντσο και ξαπλώνω όμως όλοι κάθε λίγο και λιγάκι μου λένε πρόσεχε, μια αράχνη σκαρφαλώνει πίσω σου στον τοίχο. Σηκώνομαι συνεχώς ανόρεχτα να την ψάξω αν και δε φοβάμαι τις αράχνες. Μπαίνω στο μέσα δωμάτιο να βρω την ησυχία μου. Μέσα από το σκοτάδι βγαίνει ένα λιοντάρι που με πλησιάζει απειλητικά. Γυρίζω στο γραφείο πετώντας ψηλά στο ταβάνι φωνάζοντας ορίστε, με πρήξατε με την αράχνη, για να σας δω με το λιοντάρι τώρα. Όλοι έχουν σαστίσει, εγώ συνεχίζω να αιωρούμαι, προσπαθώ να πετάξω ψηλότερα μα το ταβάνι με εμποδίζει και το λιοντάρι πηδάει ψηλά να με δαγκώσει, σχεδόν με φτάνει. Ώσπου εσύ το πιάνεις και προσπαθούμε μαζί να το δέσουμε πισθάγκωνα με μια κατσαρή κορδέλα ζαχαροπλαστείου πάνω σε μια παλιά βελούδινη πολυθρόνα. Όσο παλεύουμε τόσο το λιοντάρι μεταμορφώνεται σε παιδάκι, ένα ανδρόγυνο αγοράκι που η κορδέλα ζαχαροπλαστείου πονάει τους αγκώνες του και κλαίει. Λύνω τις κορδέλες τρομαγμένη κι εσύ του δίνεις ένα χάρτη με ένα μικροσκοπικό cupcake επάνω. Έχει πια μεταμορφωθεί σε κοριτσάκι με ένα πολύ κοριτσίστικο φόρεμα κι εγώ κλαίω από τύψεις που το πόνεσα όμως αυτό φαίνεται να το’χει ήδη ξεχάσει. Της λες να ακολουθήσει το χάρτη τρώγοντας το μικροσκοπικό cupcake ώσπου να φτάσει σε μια σπηλιά όπου ζει ένα άλλο λιοντάρι για να κάνουν παρέα. Η δημόσια υπηρεσία έχει εξαφανιστεί. Το κορίτσι χάνεται χαρούμενο μέσα στο δάσος. Πίσω της δεν αφήνει ούτε ένα ψίχουλο.