Κάθε χρόνο αυτή τη μέρα το θυμάμαι. Ήμουνα μ’ ένα εγγλέζικο καράβι. Πηγαίναμε για το Μπονοσάιρες φορτωμένοι με μηχανές γεωργικές πού ‘χαμε πάρει από το Αμβούργο. Ήτανε νύχτα και βρισκόμαστε καταμεσής στον ωκεανό. Ο καιρός ήταν κάλμα. Μπρος όμως σε τέτοια μπουνάτσα είναι χίλιες φορές καλύτερη η χειρότερη φουρτούνα. Το πούσι είναι τόσο πυκνό που δεν βλέπουμε το δάχτυλό μας. Όλο το πλήρωμα είναι στο πόδι και σ’ όλων μας τα πρόσωπα είναι ζωγραφισμένη η απόγνωση που άδικα προσπαθούμε να κρύψουμε. Τα στοιχεία της φύσης δεν τα φοβούμαστε αυτή τη στιγμή μα φοβούμαστε τους ανθρώπους, τ’ αδέρφια μας. Αυτοί μπορούν να μας βουλιάξουν όπως κι εμείς μπορούμε να τους βουλιάξουμε. Εμείς φοβούμαστε όλα τα καράβια που βρίσκονται πάνω στη δική μας ρότα κι αυτά φοβούνται εμάς. Απελπιστικό μαρτύριο. Φρικτή αγωνία που την επιτείνει το εξακολουθητικό κτύπημα της καμπάνας της πλώρης και το ακατάπαυστο σφύριγμα. Στο στόκολο και στη μηχανή μάς έχει κυριευμένους η αγωνία περισσότερο από τους άλλους. Από ώρα σε ώρα περιμένουμε ν’ ανοίξουν οι μουράδες (; δυσανάγνωστο) του καραβιού και να μπουκάρουν τα νερά μαζί με καμμιά πλώρη άλλου καραβιού. Αν το πνίξιμο για το πλήρωμα της κουβέρτας είναι σίγουρο μια φορά, για μας εδώ κάτω είναι εκατό. Η μηχανή αργοκινιέται. Το κεφάλι του στρόφαλου βουτιέται στο λάδι και βγαίνει απάνω ήρεμα, απαλά και στραγγούν από πάνω του τα λάδια. Ρυθμικό, μονότονο, εκνευριστικό το φύσημα του ατμού στα κύλιντρα. Οι φούρνοι του καζανιού δεν τρων γιατί ο αέρας είναι κλειστός.

Για μια στιγμή ο μηχανικός έρχεται κοντά μου. Ήταν κατακίτρινος. Την κιτρινάδα του την έκανε περισσότερη το ωχρό φως της θαμπής λάμπας που ήταν κρεμασμένη απάνω από την πόρτα της καρβουνιέρας. Πήγαινε απάνω, μου λέει, και δες πώς πάει το πούσι. Μέσα στα λόγια αυτά κρυβόταν όλη η απόγνωση κι όλο το είναι του κακότυχου προϊστάμενού μου. Πώς πάει το πούσι! Με τα λόγια αυτά ήθελε να μου πει: Κοίταξε απάνω, υπάρχει καμιά ελπίδα να σωθούμε;

Ανέβηκα απάνω! Σκοτάδι παντού. Μαυρίλα σαν πίσσα μας τριγυρνά. Προχωρώντας και κρατώντας για να μην σκοντάψω πουθενά τρακάρισα μ’ έναν άλλον που ερχότανε από την άλλη μεριά. Ούτε τον γνώρισα ούτε με γνώρισε. Ήθελα ν’ ανέβω στη γέφυρα μα δεν μπόρεσα. Στάθηκα ακίνητος για μια στιγμή.

Το μαύρο σκοτεινό και ήσυχο μεγαλείο μου επιβλήθηκε. Σαν κινηματογράφος πέρασαν από μπρος μου κομμάτια της ζωής μου. Αφαιρέθηκα και πνίχτηκα μέσα στο σκοτεινιασμένο μυστήριο της σιγαλιάς. Το ένα κομμάτι της ζωής μου το διαδεχότανε ένα πνίξιμο στα κατάβαθα νερά του ωκεανού. Θυμήθηκα τον Πειραιά με τα φώτα του την Μεγάλη Παρασκευή βράδυ. Τη φασαρία της αγοράς. Τα παιδιά με τις τρακατρούκες. Τους ζητιάνους. Την μάνα μου που σώνει και καλά άμα ήμουνα κοντά της ήθελε να μου πει πως κάνω αμαρτία που δεν νηστεύω. Θυμήθηκα πολλά πράγματα. Τον επιτάφιο…

Μα γράφονται αυτά τα πράγματα; Τι μπορεί να πει κανείς για κείνο που έγινε εκείνη τη στιγμή; Τι είμαι εγώ που τα λέω τώρα αυτά τα πράγματα; Ποιος μπορεί να πει τι γίνεται μέσα σε μια ζάλη που σου ξεκαρφώνει το μυαλό; Τι μπορεί να αισθάνεται ένας άνθρωπος άμα παίζει κυνηγητό με το χάρο; Σε μια έκρηξη ηφαιστείου όταν πετούνται πέτρες από τα σπλάχνα της γης τι μπορεί να σκεφτεί;

Την άλλη μέρα ήμουνα ξαπλωμένος σε μια κοκέτα της πλώρης του «Μέιντ οφ Αουστράλια». Ένα καράβι που κουβαλούσε κρέας στην Αγγλία από την Αργεντινή. Μου είπαν ότι το καράβι τους έπεσε πάνω στο δικό μας και το βούλιαξε. Εμένα και πέντε άλλους κατόρθωσαν να μας μαζέψουν γιατί είχαμε πιαστεί από μια βάρκα. Όταν τους ρώτησα τι μέρα ήταν η χθεσινή, μου είπαν ότι ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ήταν η μέρα του επιταφίου, η μάνα μου χωρίς άλλο θα με θυμόταν…

Το άγνωστο αυτό αφήγημα βιωματικού χαρακτήρα εντοπίστηκε στον Ριζοσπάστη της 23ης Απριλίου του 1927 και φέρει στο τέλος την υπογραφή «Ε. Μ.».  Επιλέγουμε να το αναδημοσιεύσουμε [με ελάχιστες γλωσσικές παρεμβάσεις που υποβοηθούν την ανάγνωση] όχι μόνο εξαιτίας του υψηλού συγκινησιακού επιπέδου γραφής του αλλά γιατί αποτελεί ταυτόχρονα και μία από τις σπάνιες περιπτώσεις για εκείνη την εποχή κατά τις οποίες η συγκεκριμένη εφημερίδα αφήνει σιωπηλά να εκφραστεί μέσα από τις στήλες της ένα συναίσθημα θρησκευτικής πνοής.

.

.

Διαβάστε επίσης:

Οι τρομακτικές ζωγραφιές ενός 11χρονου παιδιού που το λέγανε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981 και ζει στην περιπλανώμενη Αθήνα (http://academia-romantica.edu.gr/). Ο «Ούτις» (εκδ. Υποκείμενο) είναι ο προσωπικός του Θεός.