Φ οράνε όλες κόκκινα μεταξωτά φορέματα με ασορτί κουκούλες. Κάθονται έξω στη λίμνη-λαβύρινθο που περικυκλώνει το σπίτι μου. Η όχθη είναι πέτρινη σαν τα συνεσταλμένα βλέμματά τους. Εγώ τις κοιτάζω μέσα από το τζάμι. Φοράω το ίδιο φόρεμα αλλά μαύρο. Όλη μέρα κάθομαι μέσα σ’αυτό το σπίτι που μοιάζει ατέλειωτο και μου είναι εντελώς ξένο. Συναρμολογώ μικροσκοπικά πλαστικά κουκλάκια. Ένα αλογάκι, μια πάπια κι ένας κόκκορας. Αυτές δεν κινούνται καθόλου και δε με κοιτάζουν ποτέ, φαίνονται συγκεντρωμένες σε κάτι μα όχι βλοσυρές. Ίσως να τις ζηλεύω λιγάκι που μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Μαζεύω τα πράματά μου να φύγω αλλά δεν ξέρω ούτε πού να πάω ούτε αν υπάρχει τρόπος να φύγω. Σκέφτομαι την πρώτη νύχτα ενός φανταστικού γάμου. Λέω ένα ποίημα φωναχτά


Ζουληγμένα ρόδια
Πασαλειμμένα στο δέρμα μας
Και σπυριά καλαμποκιού
Με φόρα
Πέφτουν στα μαλλιά μας
Δεν έρχεται κανείς. Κανείς δεν ακούει. Οι γυναίκες με τα κόκκινα φορέματα βρέχουν τις πατούσες τους στη λίμνη –λαβύρινθο. Γέρνουν το κεφάλι απαλά η μια προς την άλλη χωρίς άγγιγμα και χαμογελούν συγχρονισμένα. Όλα ξεφτίζουν. Όμως όποια κλωστή κι αν τραβήξω το κόκκινο δε σκίζεται.

.

Αναπαράσταση ενός  ονείρου που με επισκέφτηκε στις 26 Απριλίου 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Αντριάνα Μίνου είναι (και) μουσικός και ζει στο Λονδίνο. Έχει γράψει δύο βιβλία που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες. Το γάτο της τον λένε Μπάτμαν γιατί όταν δεν τον κοιτάζουν ντύνεται Μπρους Γουέιν.