Ο Αντρέας Καλογερόπουλος, κουλουράς στο επάγγελμα και ένα από τα θύματα του Πολυτεχνείου το 1973, διηγείται την μαρτυρική ζωή του καθώς αντιλαμβανόμαστε πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν χώρεσε στην ιστορία της ελληνικής «μεταπολίτευσης». Η συνέντευξη που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη τον Νοέμβριο του 1983.
∇
Στην πύλη της Τοσίτσα
«Δούλευα τότε σ’ έναν εκδοτικό οίκο στην Κάνιγγος. Από την πρώτη μέρα, από την πρώτη στιγμή, έζησα τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Έβγαινα στο μπαλκόνι κι έβλεπα ότι κάτι γίνεται. Έμαθα ότι οι φοιτητές κινητοποιούνται. Έφευγα τα μεσημέρια και πήγαινα στο Πολυτεχνείο. Την Πέμπτη το πρωί πήγα στη δουλειά, αλλά έφυγα νωρίς. Έκλεισαν γιατί είδαν ότι γίνεται φασαρία. Πήγα πάλι στο Πολυτεχνείο».
Ο Αντρέας δεν μπήκε καθόλου στο δίλημμα αν θα πάει στο Πολυτεχνείο ή στο σπίτι του. Δεν σκέφτηκε τι να κάνει. Η απόφαση υπήρχε μέσα του. Και ήταν κάτι που τον έσπρωχνε, κάτι που δεν χώραγε αντιρρήσεις. Η θέση του ήταν με τους αγωνιστές.
«Μου άρεσε να παρακολουθώ τις συνελεύσεις των φοιτητών. Να είμαι εκεί όταν έπαιρναν τις αποφάσεις για να φτιάξουν επιτροπές, για να πετύχει η εξέγερση τους στόχους της. Μ’ άρεσε να τους βλέπω να τρέχουν από δω κι από κει, να μοιράζονται τις δουλειές. Εμένα μ’ έβαλαν μαζί με άλλους να φυλάω την πύλη στην Τοσίτσα. Μετά βγήκα και μοίραζα προκηρύξεις στα τρόλλεϋ. Δεν ξέρω να γράφω καλά κι έτσι δεν πήρα να γράψω συνθήματα. Αλλά να ‘ξερες πώς ένιωσα όταν μια φοιτήτρια ακούμπησε ένα χαρτί στην πλάτη μου για να γράψει…
Με είχε πιάσει τέτοιος ενθουσιασμός που δεν φοβόμουνα καθόλου. Είχα πιστέψει ότι μ’ αυτόν τον αγώνα θα έπεφτε η χούντα».
–Πότε κατάλαβες ότι θα χυθεί αίμα;
«Τ’ απόγευμα της Παρασκευής. Όταν διαλύθηκε η πορεία της Σταδίου από την αστυνομία. Μόλις γυρίσαμε στο Πολυτεχνείο είχε σκοτεινιάσει. Άρχισαν να πέφτουν δακρυγόνα. Αστυνομικοί έβγαιναν από όλα τα σημεία. Ο κόσμος έτρεχε. Στήνονται οδοφράγματα, ανάβουν φωτιές. Έπεφτα κάτω από τα δακρυγόνα και ξανασηκωνόμουνα. Κάποια στιγμή μας κυνηγάγανε προς τα Εξάρχεια, μια «αύρα» και ομάδα αστυνομικών. Όταν είδαμε ότι η «αύρα» έστριψε στην Μπουμπουλίνας, έβαλα μια φωνή: «Όλοι κάτω, να βοηθήσουμε τα παιδιά!». Βρέθηκα μετά στη Μάρνη και βοήθαγα να φτιαχτεί ένα οδόφραγμα. Ακούγονται πυροβολισμοί και ριπές από αυτόματα…».
Το αίμα
–Ένιωσες τον κίνδυνο;
«Όχι. Φώναζα μαζί με τους άλλους ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ! Ξαφνικά ακούω ένα Αχ! και βλέπω ένα παλικάρι να κρατάει το στήθος του. Ήταν γεμάτο αίματα. Μη φοβάσαι φίλε, του λέω, τρέξε μέσα στο Πολυτεχνείο. Μετά από λίγο κάποιος έφαγε σφαίρα στην κοιλιά και τον πήραν τα παιδιά και αυτόν για το Πολυτεχνείο. Η ώρα ήταν περίπου 9 όταν κατάλαβα ότι χτυπήθηκα. Μια σφαίρα με τρύπησε στο δεξί ώμο, μου έσπασε την κλείδα, πέρασε στον αριστερό πνεύμονα και έμεινε στην πλάτη. Ένιωσα ένα κάψιμο. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Με φάγανε, σκέφτηκα. Παραπάταγα. Έκανα 5-6 μέτρα κι έπεσα κάτω. Είχα χάσει τις αισθήσεις μου. Μετά από λίγο συνήλθα κάπως και βλέπω ότι είμαι σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Μπροστά μου έβλεπα διάφορα πρόσωπα θαμπά. Νιώθω πόνους καθώς με μετακινούν. Με φωνή σβησμένη ζήτησα νερό. Μόλις ήπια λίγο, έκανα αιμόπτυση. Έχασα πάλι τις αισθήσεις μου. Με πήρανε για το νοσοκομείο. Θυμάμαι μόνο μια φωνή που έλεγε: Όχι από δω, έχει οδοφράγματα, πήγαινε από κει. Σκεφτόμουνα ότι πεθαίνω. Μετά, θυμάμαι μέσα στο νοσοκομείο να με τραβάει κάποιος και να ρωτάει: Ποιος είσαι; Εγώ βόγκαγα. Μετά απ’ αυτό, ξύπνησα το μεσημέρι της Κυριακής.
Είδα δίπλα μου κι άλλους και κατάλαβα ότι είμαι σε νοσοκομείο. Πάνω από το κεφάλι μου στεκόταν μια θεία μου. Μη μιλάς, μου λέει, γιατί είναι χούντα ακόμα… Με είχανε τρυπήσει σε 4 σημεία και είχανε βάλει σωληνάκι για να τραβάνε τα ματωμένα αίματα. Έμεινα στην 3η χειρουργική 25 μέρες. Μετά από ενάμισι μήνα ξαναμπήκα στο νοσοκομείο. Μου έκαναν εγχείρηση και μου βγάλανε τη σφαίρα. Πριν ακόμα συνέλθω από τη νάρκωση, ρώταγα τη μάνα μου: η σφαίρα τι έγινε; την πήρες; Ναι, μου λέει, μην ανησυχείς. Βάλτην κάτω από το μαξιλάρι μου, της λέω. Αυτή τη σφαίρα την έχω κρατήσει. Νάτη…».
Η σφαίρα
Βγάζει από την τσέπη του παλτού του ένα άσπρο χαρτί και το ξετυλίγει προσεχτικά. Μου δίνει τη σφαίρα.
«Είναι ντοκουμέντο» λέει ο Αντρέας. Η σφαίρα έχει ένα μικρό σημάδι. «Είναι από το κόκκαλο. Όπως ήταν καφτή η σφαίρα, έμεινε το σημάδι πάνω της…».
Βγάζει, το παλτό, σηκώνει τα ρούχα και μου δείχνει την τομή της εγχείρησης. Αρχίζει από το στήθος χαμηλά και καταλήγει ψηλά στην πλάτη. Πραγματικά λίγο έλειψε να σκοτωθεί. Είναι φανερό ότι τη γλίτωσε. Όχι φτηνά όμως. Σαν να μην έφτανε ο σακατεμένος πνεύμονας και το σπασμένο κόκκαλο, ο Αντρέας παθαίνει και δυο πνευματικά οιδήματα, πάσχει και από στένωση και ανεπάρκεια αορτής…
–Γιατί δεν πήγες να ζητήσεις κάποια αποζημίωση;
«Δεν διεκδίκησα τίποτα από το κράτος. Δεν πήγα να ζητήσω τίποτα. Δεν ήθελα ελεημοσύνη εγώ που έδωσα το αίμα μου για την ελευθερία. Μόνο ζητάω η πολιτεία να μας θεωρήσει θύματα πολέμου γιατί αγωνιστήκαμε κατά των Αμερικανών που τους θεωρώ καταχτητές και κατά της αμερικανόδουλης χούντας. Θέλω να αναγνωριστεί ότι εμείς οι τραυματίες του Πολυτεχνείου κάτι προσφέραμε στην πατρίδα…
Ήρθανε οι ξένοι προσκαλεσμένοι για τον γιορτασμό. Αν κάποιος απ’ αυτούς ρωτήσει τους αρμόδιους: τι απόγιναν εκείνοι οι αγωνιστές; Τι θα απαντήσουν; Ότι τους τραυματίες τους έχουμε στο περιθώριο; Ότι δεν τους αναγνωρίζουμε; Ότι τους θεωρούμε συνυπαίτιους για τον τραυματισμό τους;».
Η άδεια
–Πως ζεις σήμερα, Αντρέα;
«Σήμερα ζω σ’ ένα ερείπιο στα Εξάρχεια. Σ’ ένα σπίτι που ντρέπεσαι να το δεις κι απέξω. Ζω σε κατάσταση άθλια. Είναι ετοιμόρροπο, ούτε φως έχει η σκάλα, ούτε νερό να πιείς. Πληρώνω νοίκι 1,5 χιλιάρικο. Αν δεν είχαν τη βοήθεια των δύο αδελφών μου και των φίλων θ’ αναγκαζόμουνα να βγω στο δρόμο να ζητιανέψω για να μην πεθάνω».
-Σε κυνηγάνε όταν βγαίνεις για κουλούρια;
«Μ’ έχουν ταράξει στις κλήσεις. Κρατητήρια, αυτόφωρα, δικαστήρια, πρόστιμα… Γι’ αυτό και εγώ σηκώνομαι χαράματα, παίρνω 100-200 κουλούρια και τελειώνω στις 8.30-9.00. Βγάζω τρία-τέσσερα κατοστάρικα. Με φτάνουν».
-Αν σου έδιναν μια άδεια μικροπωλητή;
«Θα ήταν κάτι για μένα, για να βγάζω τα έξοδά μου. Να ζω σαν άνθρωπος. Αλλά κι αν δεν μου δώσουνε, εγώ θα περνάω μ’ αυτά τα λίγα».
–Πες μου λίγα για τη ζωή σου.
«Γεννήθηκα στη Μεθώνη το 1945. Η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή. Ο πατέρας μου κολίγας σ’ έναν τσιφλικά. Μέχρι να βγάλω το δημοτικό δεν είχα φορέσει παπούτσια. Ένας νονός μου κάποτε μου πήρε ένα ζευγάρι, αλλά μου ήτανε στενά. Θα τα συνηθίσει το παιδί έλεγαν… Μετά το δημοτικό με έστειλαν ψυχοπαίδι σ’ έναν φούρναρη. Ξυπνάγαμε στις 2 τη νύχτα για να ζυμώσουμε. Αυτός ο φούρναρης συνήθιζε να τραγουδάει ‘τους φάγαμε τους κομμουνισταράδες’ κι εγώ δεν τον χώνευα. Όλο κόντρα του πήγαινα. Η οικογένεια ήταν προοδευτική και κυνηγήθηκε. Ήρθαμε στην Αθήνα. Δούλεψα σε ένα φούρνο, σε ζαχαροπλαστείο, σε καφενείο κι ένα σωρό άλλες δουλειές».
-Στα δέκα χρόνια που πέρασαν από το Πολυτεχνείο τι έκανες;
«Συνέχεια έψαχνα για μεροκάματο. Πότε στη λαχαναγορά, πότε στα σκουπίδια του Δήμου, πότε έκανα το μανάβη με καρότσι και τώρα πάω με τα κουλούρια».
Αθόρυβα
Συζητήσαμε πολύ, πάνω από 3 ώρες. Ο Αντρέας πριν φύγει, ζήτησε να επιμείνουμε σ’ ένα σημείο: «Θα ήθελα να μη δώσουμε προσωπική διάσταση στο θέμα. Δεν επιδιώκω προσωπική αναγνώριση. Με πονάει που κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει τι γίνανε οι τραυματίες. Εννοώ από την επίσημη πολιτεία. Γιατί το ΚΚΕ –κι αυτό είναι τιμή του- νοιάστηκε για μας. Να και μια επερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή: Έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Το κράτος δεν ανέλαβε τη νοσηλεία και αποθεραπεία τους. Δεν τους κατάβαλε καμιά αποζημίωση, ούτε φρόντισε για τη συνταξιοδότησή τους. Υπάρχουν και ανάπηροι που δεν μπορούν να εργαστούν».
Τύλιξε τη σφαίρα στο χαρτάκι της, μάζεψε τα διάφορα έγγραφα που είχε βγάλει και τα ‘βαλε σε μια ζελατίνα. Έφυγε αθόρυβα όπως ήρθε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΟΥΤΗΣ
Ριζοσπάστης, 20 Νοέμβρη 1983