Μ’ έλεγαν Αρτώ

Τώρα ποιος ξέρει πώς

με λένε.

***

Πώς διαλέγεις, φύση

μέτωπα

να σκάψεις;

***

Το ακοίμητο δάσος

κάτω απ’ τα βλέφαρα

πλέκει τη νύχτα.

***

Είδα το όνομά του

στο χαρτί.

Αυτόν όχι.

***

Είχα μια πόλη

ταραχών

μες στα χέρια μου.

***

Κοιμούνται φύκια

ξυπνάνε πεύκα.

Δεν σχηματίζεται ερώτηση.

***

Μικρά, για να ξεφεύγουν

απ’ τη σχισμή

των χειλιών.

***

Είχε πέσει για ύπνο

βαστώντας αγκαλιά

τη μεγάλη πέτρα της ερώτησης.

***

Το είδα, το ανάποδο

χελιδόνι. Είχε ουρά ένα Χ

για ράμφος.

***

«Γνωρίζεις τον άνδρα;»

Με ρώτησαν. «Εγώ είμαι», είπα.

Έλεγα ψέματα.

***

Πόσο αλάτι

αυτή η θάλασσα

του ονείρου!

***

Αχανή, όλα τα σπίτια που ενοίκησα

κάτω απ’ το χνουδωτό κύμα

της κουβέρτας.

***

Όλες οι πολιτείες

που επισκέφθηκα

την τρίτη μέρα με αρνήθηκαν.

***

Θυμάσαι εκείνο το παιδί

που θρυμματίστηκε με πρόσωπο

στην άμμο;

***

Έκλεβαν τ’ αποτύπωμα του δείκτη

κύλινδροι περιστροφικοί

και τα τηλέφωνα νεκρά.

***

Πόσες φορές υπνοβάτησα

σε λεωφορείο; Μύες και οστά

με παντιέρες αυτόνομα.

***

Κανείς δε με γνώριζε.

Οι καθρέφτες καμπούριαζαν

για να αποφύγουν το βλέμμα μου.

***

Η χυδαιότητα των φυσικών χρωμάτων

μετά το πορτοκαλί του σωσιβίου:

πώς γράφεται αυτό;

***

Και πρωτίστως

αυτοί οι κύκνοι της σκιάς·

τα χέρια του.

***

Η λέξη «γάζα» στις ειδήσεις:

Πάντα μια γεωγραφία

χωρίς μάτια.

***

Το τυφλό τρωκτικό που τρυπώνει

στη μια πλευρά του ύπνου και βγαίνει

στην άλλη με βλέννα κι ιδρώτα στο τρίχωμα.

***

Ο αιφνιδιασμός

κάθε φορά που μιλά το ζώο.

Η αναπηρία αργότερα, στον ξύπνιο.

***

Ο σχιστόλιθος στο πλακόστρωτο

που επαίρεται για τη συνοχή του

πριν το μυτερό μπαστούνι.

.

Αντώνης Μπαλασόπουλος

 

εικόνα: Nicolas Bruno

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.