Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα
μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον.
Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα,
όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι,
την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια,
τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς,
τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια,
να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση,
να τα σαβανώση,
διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα,
και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα,
εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.
N’ ασπρίση και να σαβανώση
τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν
με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του,
και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα,
και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην.
Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν
την Πολυλογού και ψεύτραν,
και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της,
την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της,
το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της,
και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της.

Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση,

να τα αγνίση!

Ένα απόσπασμα από τον «Έρωτα στα χιόνια» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη δοσμένο σε ποιητική διάταξη. Το συγκλονιστικό διήγημα διαβάζετε ολόκληρο εδώ
φώτο: Δημητρόπουλος Σωτήρης