Ο Χαρίλαος Παπαντωνίου (1867-1932) υπήρξε δημοσιογράφος, πνευματικός άνθρωπος, καφενόβιος, τεχνοκρίτης με γλωσσικό πλούτο και οξυδέρκεια. Σήμερα είναι πολύ λιγότερο γνωστός από τον κατά δέκα χρόνια νεότερο αδελφό του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940) ο οποίος μνημονεύεται ακόμη για το παιδικό μυθιστόρημα «Τα Ψηλά Βουνά» που έγινε αναγνωστικό στο Δημοτικό σχολείο, αλλά και ως διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης. Ο Χαρίλαος; Λιγότερο γνωστός ίσως γιατί έγραφε κείμενα σε μια απαιτητική αλλά και αισθητικά απολαυστική κομψευόμενη καθαρεύουσα. Λιγότερο γνωστός καθώς τα περισσότερα σχεδιάσματα κειμένων που ξεκινούσε δεν τα τελείωνε ποτέ, παρά δημοσίευε ενίοτε ορισμένα συντομότερα στον Τύπο, επειδή -όπως γράφτηκε όταν πέθανε- δεν τον ενδιέφεραν καθόλου η φήμη, τα χρήματα, τα συμφέροντα, υποθέσεις, βλέψεις, φιλοδοξίες. Αυτή ακριβώς η στάση του ήταν και μια δήλωση, ένας ηθικός οραματισμός: ένα είδος πολιτικής και κοινωνικής αντίστασης. Έγραφε μεταξύ άλλων αξιόλογα θρησκευτικά κείμενα και τις παραμονές των μεγάλων εορτών ήταν περιζήτητος από τις εφημερίδες. Αλλά η γενική του αδιαφορία για όποια ιδέα υστεροφημίας και ο μποεμισμός του κατά μία εκτίμηση του συγγραφέα Πέτρου Χάρη, δεν τον άφησε να πάρει θέση στα ελληνικά γράμματα όπου μένει ως φευγαλέα ανάμνηση ενώ θα μπορούσε να μείνει ως εξαίρετος πεζογράφος. Αναρίθμητα χαρτάκια με σημειώσεις γέμιζαν τις τσέπες του, κι ακόμα, ένα μικρό καμινέτο και καφές και ζάχαρη, για να ψήνει το ρόφημά του όπου του έκανε κέφι[1]

Ο Χαρίλαος πιθανόν σα μεγαλύτερος αδελφός αποτέλεσε πρότυπο για τον Ζαχαρία παρότι ο τελευταίος θα γινόταν «θεσμικός», ενώ ο πρωτότοκος Παπαντωνίου θα διατηρούσε το πνεύμα του πιότερο νεανικό και επαναστατικό. Κάποτε οραματίστηκε πως με την έκδοση ενός ριζοσπαστικού περιοδικού –που θα δούμε σε λίγο- θα ξεσηκώσει τον κόσμο, με πρώτους τους καφενόβιους ποιητές της Αθήνας και ορισμένους κληρικούς, οδηγώντας τον ιστορικό ρου στο γεννοβόλημα ενός πανανθρώπινα δίκαιου κοινωνικού συμβολαίου.  Ήταν «μυστηριώδης, θεοκρατικός, μηδενιστής, ασκητής, ειδωλολάτρης, μέγας χριστιανός, μέγας μποέμ. Πανταχού παρών. Τύπος αιώνιος. Αθάνατος μέσα στη σκέψη μας», έγραψε στη νεκρολογία του φίλου του Χαρίλαου ο Δημήτρης Λαμπίκης. Ο τελευταίος, δημοσιογράφος, συγγραφέας και ιστοριοδίφης, διέσωσε την παρακάτω περιπέτεια του Χαρίλαου Παπαντωνίου όταν το 1912 θέλησε να εκδώσει το επαναστατικό περιοδικό «Ανατροπή»[1]. Μέσω του Λαμπίκη μαθαίνουμε ότι ο Χαρίλαος έκανε τότε παρέα με τον ποιητή Στέφανο Μαρτζώκη και τον κύκλο του: ο πρώτος ανακάλυπτε καφενεία όπου «παρέσερνε» και τους υπολοίπους να συχνάζουν, ο δεύτερος ανακάλυπτε φιλολογικά ταλέντα[2]. Η ίδια η πρωτοβουλία της έκδοσης του περιοδικού «Ανατροπή» -η έντυπη σφαίρα βρισκόταν σε άνθηση- έρχεται σε μια περίοδο έντονης πολιτικοποίησης για τους ανθρώπους των γραμμάτων, λίγο μετά το Κίνημα στο Γουδί, την ανάδυση του Βενιζελισμού που φάνταζε προοδευτικός, καθώς και σ’ ένα κλίμα πατριωτικό μερικές ανάσες πριν τους Βαλκανικούς πολέμους.  

Ας δούμε, όμως, τι συνέβη με την «Ανατροπή» και γιατί… ανατράπηκε; Ακολουθεί.   

 

Μια από τις σπάνιες απεικονίσεις του Χαρίλαου Παπαντωνίου

.

«Τον Φλεβάρη του 1912 μάς έκαμε ένα βράδυ την εμφάνισή του ο Χαρίλαος στο καφενείο Βύρων (γωνία Πανεπιστημίου και Προαστείου), φέρνοντας υπό μάλης, με πολλές προφυλάξεις, καμμιά εικοσαριά τεύχη κάποιου νεόβγαλτου περιοδικού με τον τίτλο:

ΑΝΑΤΡΟΠΗ

Εβδομαδιαίον Φύλλον

Όργανον της ανθρωπιστικής ιδέας και του διεθνούς Επαναστατικού Συνδέσμου και διερμηνεία της σοσιαλιστικής επιστήμης και χρονογράφησης της αναρχιστικής κινήσεως του κόσμου. (Η “Ανατροπή” είναι το δημοσιογραφικό όργανον του Ελληνικού τμήματος του Διεθνούς Ανατρεπτικού των πάντων Συνδέσμου)».

Στην έκδοση της “Ανατροπής” είχε συνεργάτες ο Χαρίλαος τον Ρ.Φ. και τον Χ. Περ. που είχαν έλθει από ώρα στο καφενείο και τον περίμεναν ανυπόμονα. Άμα έφτασε, κάθισε κοντά τους κι άρχισαν και οι τρεις να μιλούν για τους μεγάλους ιδεολογικούς σκοπούς του περιοδικού, ενώ ο αρχηγός τους εκαμάρωνε ανάμεσα σ’ ένα φλιτζάνι άδειο και μια σειρά ποτήρια νερό.

Σε μια στιγμή όμως που βρισκόντουσαν στο πιο σοβαρό σημείο της κουβέντας, πλησιάζει με ανήσυχο ύφος τον Χαρίλαο ο δημοσιογράφος Κ. Περεσιάδης (βαλμένος από τον ποιητή Στέφανο Μαρτζώκη, όπως μάθαμε αργότερα, για να του παίξει φάρσα), τού ψυθιρίζει λίγα λόγια κρυφά στ’ αυτί και μετά φεύγει βιαστικά. Ο Χαρίλαος σηκώνεται αμέσως τρομοκρατημένος, μάς λέει σιγανά να κρύψουμε τα φύλλα του περιοδικού κι από την άλλη πόρτα του καφενείου τραβάει και φεύγει με βήμα γρήγορο, αλλά με ύφος προσποιητά ατάραχο, κρατώντας σαν λαμπάδα τη μαγκούρα του.  

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Χαρίλαος Παπαντωνίου εφρόντιζε πάντα να έχουν δυο πόρτες τα φιλολογικά καφενεία που ανακάλυπτε. Η μια πόρτα του χρειαζόταν πάντα για έξοδος κινδύνου.

[…] Ο Παπαντωνίου είχε εξασφαλίσει την αφοσίωση και τον θαυμασμό από μερικούς ανόητους νέους τότε, πρωτομύητους στα φιλολογικά καφενεία, λίγους αέργους υποψηφίους ποιητές και μερικούς κληρικούς που τον θαύμαζαν διαβάζοντας τα θρησκευτικά του άρθρα κάθε Χριστούγεννα και κάθε Πάσχα στις εφημερίδες. Ένας διάκος χωρίς δουλειά γιατί ήταν… ειδωλολάτρης (εκτός από την Πλατωνική ωμορφιά, ελάτρευε και τον Βάκχο), τρείς-τέσσερις καλόγηροι που είχαν δραπετεύσει από μακρινά μοναστήρια και είχαν ιδρύσει Κοινόβιο σε μια ταβέρνα της πλατείας Κάνιγγος, ένας αρχιμανδρίτης πρώην Ελληνοδιδάσκαλος, και ένας πρωτόφερτος τότε από την Πόλη θεολόγος που αργότερα, αν δεν κάνω λάθος, έγινε… καθηγητής στο Πανεπιστήμιο!

Αν ο Χαρίλαος Παπαντωνίου υπήρξε ατυχής ως εκδότης, δεν έπαθε το ίδιο όμως και ως προφήτης. Η “Ανατροπή” παρουσιάστηκε μ’ ένα κύριο άρθρο του που είχε τον τίτλο Η Γερμανία και ο Κόσμος. Γουλιέλμος ο Αντίχριστος. (σημ: ο Γερμανός Κάιζερ, ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β’, μετά την ήττα της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδηγήθηκε το 1918 σε παραίτηση εν μέσω πολιτικού και κοινωνικού αναβρασμού. Η Γερμανία θα γινόταν ομόσπονδη δημοκρατία).   

Το άρθρο αυτό εγράφη με την ευκαιρία κάποιων τότε γερμανικών εκλογών που είχαν αποτελέσματα πολύ ενθαρρυντικά για τους σοσιαλιστές. Αργότερα, με τον Ευρωπαϊκό πόλεμο και την ανάπτυξη του Κοινωνισμού στη Γερμανία, δικαιώθηκαν οι προφητείες της “Ανατροπής”, αφού εξεθρονίσθη και ο Κάιζερ, όπως ευχήθηκε και προείπε ο περίεργος ιδεολόγος των αθηναϊκών καφενείων – ο Χαρίλαος Παπαντωνίου.

Η “Ανατροπή” δεν εξεδόθη παρά μόνο σ’ ένα –το πρώτο και τελευταίο- τεύχος. Κι αυτό μάλιστα δεν κυκλοφόρησε καλά-καλά. Γιατί, μόλις ένα βράδυ έφερε ο Χαρίλαος τα πρώτα τεύχη του περιοδικού, νωπά από το τυπογραφείο, στο καφενείο Ο Βύρων, έφτασε εκεί σαν φοβισμένος ο συνάδελφος Κ. Περεσιάδης και του είπε στ’ αυτί, τάχα κρυφά, ότι το επαναστατικό περιεχόμενο του έγινε γνωστό στ’ Ανάκτορα και ότι εδόθη εντολή στην Αστυνομία να συλλάβει τον συντάκτη του!

Ο Παπαντωνίου, μόλις του είπαν ότι καταδιώκεται από την Αστυνομία, έχασε και την επαναστατική του διάθεση και τη φιλοσοφία του και το χρώμα του προσώπου του, και πετάχτηκε απάνω…!

Τα τεύχη του αμαρτωλού περιοδικού, δέματα-δέματα όπως ήσαν, έσπευσε η περίτρομη η Εκδοτική Τριανδρία να τα μεταφέρει γρήγορα και κρυφά στο σκοτεινό πατάρι κάποιου γειτονικού λαϊκού καφενείου. Τα σκέπασαν με εφημερίδες και κάτι παληοτσούβαλα που βρήκαν πρόχειρα, και εξαφανίστηκαν. Ο Χαρίλαος είχε διαδώσει μάλιστα ότι θα πήγαινε στο Άγιον Όρος. Στους δρόμους κυκλοφορούσε μονάχα τη νύχτα, κι άμα από μακρυά ετύχαινε να διακρίνει σκιά χωροφύλακος, τόστριβε απ’ άλλο δρόμο.

Ο καφετζής που είχε γίνει, χωρίς να το θέλει, αποθηκάριος του περιοδικού, σαν έμαθε ότι τον Χαρίλαο τον καταζητούσε η Αστυνομία, σκέφτηκε να καταστρέψει τα σώματα του εγκλήματος δια του πυρός, σαν σώματα αιρετικών! Κάθε βράδυ λοιπόν που έκλεινε το καφενείο του, έριχνε και από μερικά τεύχη της “Ανατροπής” στη φωτιά, προσφέροντάς τα θυσία στην ουτοπία της ιδεολογίας του. Ένα βράδυ όμως το μαγαζί γέμισε καπνό τόσο πολύ, που έβγαινε έξω από τις πόρτες. Οι γείτονες τρομοκρατήθηκαν, νομίζοντας ότι είναι πυρκαϊά, και ειδοποίησαν τον πυροσβεστικό λόχο. Από τότε σταμάτησε αυτή τη δουλειά ο καφετζής, και τα τεύχη της “Ανατροπής” τα διάβαζαν οι κατσαρίδες και τα ποντίκια…

Αφού πέρασε μερικός καιρός και δεν γινόταν πια λόγος για καταδίωξη, έκαμε την εμφάνισή του ο Χαρίλαος Παπαντωνίου στα συνηθισμένα του κέντρα, ήρεμος πάλι, με τη μαγκούρα του, κρατώντας την ψηλά, σαν λαμπάδα, με τις τσέπες του γεμάτες χειρόγραφα, μαζί με τα οποία βρισκόταν καμμιά φορά και κανένα μπουκάλι ρετσίνα. Πήγε και στον καφετζή και τού ζήτησε τα τεύχη της “Ανατροπής” για να τα εξαγάγει στο εξωτερικό. Παρέλαβε όσα είχαν απομείνει και τα έστειλε με τους νεολογίους Ρ.Φ. και Θ.Κ. στην Αίγυπτο, για να πουληθούν μία αιγυπτιακή λίρα το ένα.

Στο βαπόρι που ταξίδευαν οι δυο απεσταλμένοι του Παπαντωνίου, έμαθαν από ένα συνταξιδιώτη τους, ότι τα φύλλα αυτά του περίεργου περιοδικού δεν θα ήσαν καθόλου, μα καθόλου καλό διαβατήριο για την Αλεξάνδρεια. Υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να τους έπιανε η Αστυνομία…

Ύστερα από λίγες μέρες έλαβε ο Παπαντωνίου την εξής επιστολή από μέρους των απεσταλμένων του:

«Δυστυχώς η υπόθεσις εναυάγησε κυριολεκτικώς. Τα τεύχη της Ανατροπής, θεωρηθέντα ως πολύ επικίνδυνα, ερρίφθησαν εις την θάλασσαν και… επνίγησαν μαζύ με τις τας επλίδας μας!»

Τέτοια ατυχήματα δεν ήσαν πολύ σπάνια στη φιλολογική ζωή του μακαρίτη Χαρίλαου Παπαντωνίου. Μια φορά συνελήφθη από ένα χωροφύλακα σε μια ταβέρνα, γιατί, καθώς ήταν με τα γένεια του –σωστή καλογηρική μορφή- έμοιαζε μ’ έναν καταζητούμενο σοσιαλιστή καλόγηρο. Το ότι δεν φορούσε ράσα, δεν είχε σημασία. Ο χωροφύλακας νόμισε ότι είχε βγάλει τα ράσα για να γίνει αγνώριστος. […] »

Δ. ΛΑΜΠΙΚΗΣ, 1932
.


[1] Πέτρος Χάρης, Χαρίλαος Παπαντωνίου, Νέα Εστία, τεύχος 137, 1932 / Πέτρος Χάρης, Ένας λησμονημένος,    Ελευθερία, 25.1.1962
[2] Λαμπίκης Δ, Φιλολογικά μνημόσυνα – Χαρίλαος Παπαντωνίου, περ. Μπουκέτο, τεύχη 447-448, 1932
[3] Περισσότερα για τα φιλολογικά καφενεία της Αθήνας στο Γιάννης Παπακώστας, Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας, Πατάκης 2001

.

Κεντρική εικόνα: Γιώργος Βακιρτζής, H Σχολή των Αθηνών Νο 2, 1974. Εθνική Πινακοθήκη.

Ο Βακιρτζής οικειοποιείται το κλασικό έργο του Ραφαήλ εισάγοντας σκηνές από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Στο κέντρο αντί για το δίδυμο των φιλοσόφων Αριστοτέλη και Πλάτωνα βλέπουμε τέσσερις πρωταγωνιστές μιας φωτογραφίας streaking που έγινε γνωστή στα ΜΜΕ. Το streaking ήταν πράξη διαμαρτυρίας κατά την οποία ο δράστης έβγαζε τα ρούχα του και έτρεχε γυμνός σε δημόσιους χώρους μέχρι να συλληφθεί από την αστυνομία. # Αναφέρεται στο Κωτίδης Αντώνης, Μοντερνισμός και «Παράδοση» στην ελληνική μεταπολεμική και σύγχρονη τέχνη, τόμος Β’, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2011