Υπήρχε μια μοναξιά που έπεφτε πάνω στα πράγματα σα λεπτό στρώμα σκόνης. Αλλά τα πράγματα δεν άλλαζαν όψη γιατί η σκόνη σωρρεύοταν σταδιακά κι έμοιαζε με χώμα της ερήμου που γίνεται ένα με το πετσί. Ήταν μια μοναξιά μέσα στην οποία ακούγονταν ήχοι και φωνές, αλλά οι φωνές ήταν σαν να’ ρχονται από μακριά. Σαν να τις έπαιρνε κι αυτές ο αέρας της ερήμου. Μέσα σ’ αυτή τη μοναξιά γράφαμε κάθε μέρα μέηλ, παίρναμε κάποιον στο τηλέφωνο. Κάναμε σχέδια για συναντήσεις, αλλά υπήρχε μια ματαίωση που εμπόδιζε τα πράγματα να συμβούν. Ή μήπως είμασταν εμείς αυτοί που εμποδίζαμε τα πράγματα να συμβούν; Εμείς που ματαιώναμε τις συναντήσεις- γράφοντας μέηλ- γιατί φοβόμασταν μη διαταράξουμε την αδιασάλευτη τάξη που είχε επιβάλλει εκείνη η μοναξιά. Υπήρχε η ανάμνηση μιας συντροφιάς, χαμογελαστά άτομα, εμείς οι ίδιοι χαμογελαστοί, και για κάποιο ανεξήγητο λόγο αυτό αρκούσε. Η ανάμνηση καλύτερων εποχών αρκούσε. Αλλά, ούτε μπορούμε να πούμε πως διανύαμε την χειρότερη εποχή. Επρόκειτο απλώς για μια εποχή ασυνήθιστη. Υπήρχε μια σιωπή, παρά το θόρυβο. Πόλεμοι μαίνονταν, οικολογικές καταστροφές- διανύαμε περιόδους ξηρασίας κι ύστερα έρχονταν έντονες βροχές που παρέσερναν στο πέρασμα τους τα πάντα, οι θερμοκρασίες ανέβαιναν, πολύς κόσμος πέθαινε ή καταστρέφονταν οικονομικά, μα όλα τα έπαιρνε το ποτάμι της καθημερινότητας. Μαθαίναμε να ζούμε μ’ ότι είχαμε. Μαθαίναμε να χάνουμε και η σιωπή δεν ήταν παρά ένας τρόπος οπισθοχώρησης. Ο κόσμος προχωρούσε, οι άνθρωποι έμεναν πίσω. Σιωπηλοί, κοιτούσαμε τον κόσμο να φεύγει, σαν πλοίο που σαλπάρει. Ο κόσμος που έφευγε ήταν ο παλιός γνώριμος κόσμος. Έφευγε μαζί του κι ένα κομμάτι του εαυτού μας κι έτσι μέναμε μισοί. Μας έλειπε ένα μπράτσο, μας έλειπε ένα πόδι, μισό προφίλ. Γι’ αυτό σιγά σιγά μάθαμε να σιωπούμε. Μετρούσε κανείς απώλειες. Απωλέσαμε τις μεγάλες προσδοκίες, αποδεχτήκαμε έναν ασκητικό τρόπο αισθηματικής ζωής. Τα συναισθήματα έγιναν εγκρατή. Η μοναξιά απλώθηκε παντού. Ακούγαμε και βλέπαμε με το κεφάλι σκυμμένο. Στήναμε αφτί κι αφουγκραζόμασταν. Με αργές κινήσεις, ανεπαίσθητα, ο χρόνος περνούσε σαν να άνοιγε δρόμο μέσα σ’ ένα πηχτό σκοτάδι. Ο χρόνος κι εμείς στο κέντρο του και γύρω το σκοτάδι. Το σκοτάδι που έπνιγε τους φυσικούς ήχους. Πέφταν τα φύλλα από τα δέντρα σιωπηλά. Το χώμα, άβυσσος. Σα να’ χε χάσει η γη τη γη κάτω απ’ τα πόδια της. Σα να’ χαμε χάσει τη γη κάτω απ’ τα πόδια μας. Μετά από εκατομμύρια χρόνια, η φύση στρέφοταν πάλι εναντίον μας. Οι παγετώνες έλιωναν, τα πουλιά πετούσαν γι’ άλλα μέρη, οι διαπραγματεύσεις με τη βροχή είχαν αποτύχει. Επικρατούσαν εχθρικές συνθήκες καιρικές. Δε ζούσαμε παρά κλεισμένοι στον εσωτερικό μας κόσμο. Περιπλανιόμασταν μες στα δωμάτια της ψυχής μας, όπως περιπλανιόμασταν μες στα δωμάτια του σπιτιού μας. Σπάνια, κάποιος χτυπούσε την πόρτα και μεις ανοίγαμε επιφυλακτικοί. Αυτός που έφτασε ως εμάς, έμοιαζε εκτός τόπου και χρόνου. Παράξενος, τρελός. Με άγνοια κινδύνου. Γιατί δεν έγραφε ένα μέηλ, δεν έστελνε ένα μήνυμα; Ήρθες πεζή μέχρι εδώ; Αφήναμε τον επισκέπτη στο κατώφλι και στρέφαμε το βλέμμα προς το κοντινότερο παράθυρο. Καπνοί και άδειοι κάμποι. Οι κάμποι, γυμνοί και σιωπηλοί, μας θύμιζαν τη νιότη μας. Ήταν μια νιότη ψυχική αυτή που είχε χαθεί. Σαν να’ χε η καρδιά γεράσει. Σα να μη ζούσαμε παρά ανάμεσα σε ερείπια που κάποτε ήταν λαμπερές πόλεις. Μια ατέρμονη μεταπολεμική εποχή είχε έρθει που έκανε τον νου ν’ αναρωτιέται: Ποιος πόλεμος είχε χαθεί;
Κι ο νους, δεν ήξερε να απαντήσει.