Το 1946 ο Ζντάνωφ, αποκλειστικός ρυθμιστής των μορφωτικών εκδηλώσεων και άνθρωπος του Στάλιν, πέτυχε να αφανίσει σχεδόν κάθε ελεύθερη εκδήλωση στον τομέα της λογοτεχνίας, ως το 1953 που απέθανε ο Στάλιν. Η χαλάρωση που εγκαινιάσθηκε από τους διαδόχους τού τυράννου στάθηκε σύντομη. Όπως ξέρουμε, τα έργα που επικρίνουν τη σχηματικότητα και τη μονομέρεια των κομματικών κατευθύνσεων ή εξεικονίζουν με αμείλικτη παρρησία τη σταλινική τυραννία, ακόμα και εκείνα που δεν εκθειάζουν κατά το «σοσιαλιστικό ρεαλιστικό τρόπο» του κόμματος τις σημερινές συνθήκες του ρωσικού βίου, όλα αυτά αποκλείονται από τη δημοσιότητα.
Αν ο Γεφτουσένκο και ο φίλος και συνομίληκός του Αντρέι Βοζνεσένσκι δεν δοκιμάζουν σε μεγάλο βαθμό τις πιέσεις της εξουσίας, το χρωστούν στη δημοτικότητά τους. Αυτοί οι δύο και η Μπέλλα Αχμαντούλινα (1937-2010) ανήκουν σε ομάδα Ρώσων ποιητών που προσπαθούν να υπάρξουν μέσα στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος, επιμένοντας στο δικαίωμά τους να μείνουν άτομα και να μη δεχθούν επιταγές εκ των άνω. Αναπτύσσουν έτσι κάποια διαλεκτική που πρεσβέυει ότι αλύγιστη «ορθοδοξία» και συσκότιση αντιβαίνουν στις καθαρά κομμουνιστικές ιδέες. Είναι φιλελεύθεροι κομμουνιστές και έτοιμοι να υπερασπιστούν τις πεποιθήσεις τους έστω και φθάνοντας σε απροκάλυπτη ρήξη.
Υπάρχει όμως κάποια άλλη ομάδα νέων ποιητών που ξεσηκώθηκαν εναντίον της ίδιας της κομμουνιστικής «ιδεολογίας», ακόμα και εναντίον της μοντέρνα γενικά κοινωνίας. Ας τους ονομάσουμε σχεδόν αναρχικούς, όπως λ.χ. ο Γιούρι Γκαλάνσκωφ στο «Μανιφέστο του ανθρώπου» του, όπου καλεί τους Ρώσους να δυσπιστήσουν προς υπουργούς, ηγέτες, εφημερίδες και να διαρρήξουν τη σάπια φυλακή του κράτους! Αναπτύχθηκε έτσι η μυστική, η κρυφή ποίηση που οδήγησε στην εμφάνιση λαθραίων ή ημιλαθραίων εκδόσεων που άρχισαν να κυκλοφορούν στη Μόσχα από το 1955 κι εδώ, σε δαχτυλογραφημένα, χειρόγραφα ή πολυγραφημένα αντίτυπα. Φοιτητές και μέλη φιλολογικών κύκλων, νέοι συγγραφείς, ζωγράφοι, γλύπτες κ.λ.π. ίδρυσαν στο Λένινγκραδ την οργάνωση SMOG. Ο επίσημος τύπος επάσχισε να ευτελίσει τη σημασία της.
Τα περιοδικά που κυκλοφόρησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν κάμποσα («Σύνταξη», «Φοίνιξ», «Σφίγγες», κ.α.). Λίγοι είναι οι ποιητές που είναι γνωστοί στη Ρωσία και στη Δύση: Μπέλλα Αχμαντούλινα, Πάβελ Αντοκόλσκι, Δαβίδ Σαμοΐλωφ, Βόρις Σλούτσκυ και Ιβάν Χαραμπάρωφ. Οι περισσότεροι δημοσιεύονται μόνο στις κρυφές εκδόσεις. Είναι απ’ αυτούς, πιθανότατα φοιτητές, που ανήκουν σε ομάδες όπως εκείνες που περιέγραψε ο Γιουγκοσλάβος συγγραφέας Μιχάηλο Μιχαήλωφ στο «Μοσχοβίτικο καλοκαίρι 1964».
Αποκομμένοι από τα κυριώτερα ρεύματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αφελείς και άγουροι καθώς είναι ακόμα, κάποτε οι νέοι ποιητές τείνουν στον πειραματισμό, την εξεύρεση καινούργιων θεμάτων και εκφραστικών τρόπων. Πασχίζουν να εύρουν κάποιο σταθερό βάθρο, που να πατήσουν, ψάχνουν για κάτι που θα στηρίξει την ατομικότητά τους και θα της δώσει ενδεχομένως διάρκεια. Τις ελπίδες τους αυτές τις στηρίζουν στο γεγονός ότι στους στίχους τους διαφάινονται δείκτες προς δυναμικές γραμμές εξέλιξης, ενδείξεις μελλοντικών πραγμάτων. Υπάρχει δροσιά σ’ αυτούς και αμεσότητα συναισθήματος, προσθέτει ο Γιάνις Σάπιετς*, που του κάκου θα αναζητούσες στα έργα των περισσοτέρων από τους «αναγνωρισμένους» ποιητές.
«Παρά την ποικιλία των θεμάτων και την άνιση ποιότητα των ποιημάτων, η καθεμία από τις λαθραίες επιθεωρήσεις φανερώνει τον δικό της χαρακτήρα. Ό,τι είναι κοινό γνώρισμα προέρχεται από το στοιχείο της διαμαρτυρίας, αλλά και αυτό εκφράζεται κατά διάφορους τρόπους: εγκαρτέρηση, πικρία συναισθηματική και πολιτική ανταρσία – ολόκληρη σεριά απο ψυχολογικές εμπειρίες που ξεσκεπάζουν την ακατάβλητη τάση των ποιητών προς ανεύρεση του εαυτού τους, προς το «είναι» – όχι προς το «υπάρχειν», διευκρινίζει ο συγγραφέας του προλόγου.
Η «Σύνταξη» (1959-1960), με εκδότη τον Αλέξανδρο Γκίνσμπουργκ (που εκτίει σήμερα ποινή δύο χρόνων σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας), είναι ίσως το πιο απαισιόδοξο από τα κρυφά αυτά περιοδικά. Η επικρατέστερη ψυχική διάθεση είναι η εγκαρτέρηση που εγγίζει την απελπισία (βλέπε σχετικά το σύντομο ποίημα του Σέργκεϊ Σουντάκωφ ανάμεσα στα μεταφράσματα που ακολουθούν).
Οι συγγραφείς της «Σύνταξης», απόκοσμοι, αρνιούνται να δεχθούν την πραγματικότητα, αλλά για την απογοήτευεσή τους η ζωή δεν έχει τίποτε να τους απαντήσει, γράφει ο Σάπιετς. Αντικρίζουμε κάποια τίμια ομολογία αμηχανίας και αβοήθητης στάσης, σχεδόν μοιρολόγι:
Όλος ο κόσμος χάνεται μέσα σε λαβύρινθο
εναγώνιας σκοτεινιάς.
Κανείς δεν ξέρει τι μάς μέλλεται.
Απόκριση δεν βρίσκεται καμμιά.
(Ιβάν Χαραμπάρωφ)
Άλλος ποιητής του κύκλου της «Σύνταξης» είναι ο Γιόσιφ Μπρόντσκυ (γ. 1940). Η στάση του αντίκρυ στη ζωή είναι τραγική ειρωνεία και στωική εγκατέρτηση, τυπική για όλη τη βιοθεωρία της ομάδας του:
….πίστη στον εαυτό μας και στον Θεό θα είναι μάταιη.
Η βασικά αρνητική θέση του Μπρόντσκυ σφράγισε τη μοίρα του: το 1964 ο ποιητής καταδικάστηκε σε πέντε ετών καταναγκαστικά έργα. Η κατηγορία: «παρασιτισμός». Η δίκη του, παρατηρεί ο συγγραφέας του προλόγου, αποθαρρυντικό δείγμα μοντέρνου σκοταδισμού, προκάλεσε το ενδιαφέρον του δυτικού κόσμου και ο Μπρόντσκυ είχε τουλάχιστο την τύχη να μεταφρασθεί κάποια ποιητική συλλογή του στην Αγγλία το 1967, από τον Νίκολας Μπήθελλ.
Η κοσμοθεωρία του κύκλου του «Φοίνιξ 1961» αντανακλά περισσότερο κάποια διάθεση με στόχους. Υπάρχει και εκεί η διαμαρτυρία, έχει όμως δραστικότητα, έχει γίνει κάλεσμα προς ανταρσία, όπως τη διακήρυξε ο Γκαλάνσκωφ στο «Μανιφέστο του ανθρώπου». Όχι επανάσταση με όπλα – καθώς λέγει στο ποίημά του «Προς τους φίλους μου»:
Όχι, δεν είναι δική μας δουλειά να πυροβολούμε
Το ξέρομε! Όμως απαντώντας σε γνήσια μηνύματα
η εποχή τον ποιητή δημιουργεί
κι αυτός δημιουργεί τον στρατιώτη…
Όσο και αν τα έργα του κύκλου «Φοίνιξ» τα χαρακτηρίζει «ευρύ φάσμα ιδεών και δημιουργικών πειραμάτων, αναζήτηση νέων, απάτητων ακόμα κόσμων και καινούργιων, υποκειμενικών εκφραστικών τρόπων», η επίδραση δασκάλων που έδρασαν ολίγα δεκάχρονα προτήτερα είναι αναμφισβήτητη (Μαγιακόφκσι, Παστερνάκ, Μπλοκ, Γκουμίλγιωφ, κ.α.).
Ανάμεσα στους ποιητές της ομάδας «Φοίνιξ» η πιο «ενδιαφέρουσα ανακάλυψη» λέγει ο Σάπιετς, «εστάθηκε η Ναταλία Γκορμπανγέφσκαγια». «Ιδιοτυπία εικόνων και πειθαρχημένη γλώσσα δίνουν κάποια παράξενη γοητεία στα φιλοσοφικά της ποιήματα και στον απατηλά απλό λυρισμό της».
Για την Γκορμπανγέφσκαγια, τον Γκαλάνσκωφ και τον Γιούρι Στεφάνωφ το κεντρικό πρόβλημα είναι η σχέση ανάμεσα στο άτομο και στον κόσμο ή το κράτος, με άλλα λόγια, θέματα καθολικού, παγκόσμιου ενδιαφέροντος.
Το «Μοσχοβίτικο χρυσάφι» της Α. Ονγέζσκαγια είναι επίθεση πικρόχολη και σαρκαστική εναντίον του σοβιετικού καθεστώτος:
Το πενταετές πρόγραμμα είναι χρυσό
ως και τα δόντια φορούν κορώνες.
Το κάθε τι είναι ευχάριστο στην πατρίδα μου
που είναι πάνω σε κόκκαλα χτισμένη…
Όπως τονίζει ο Σάπιετς, όσο και η ομάδα του περιοδικού «Φοίνιξ 1961» κατορθώνει να αφήνει να διαβλέπονται απαντήσεις σε φλέγοντα ερωτήματα που δεν βολεί να συζητηθούν φανερά στη ρωσική λογοτεχνία σήμερα, παραμένει μάλλον στείρα. Και τούτο προέρχεται από την εμμονή της στην πολιτική πολεμική, μην καταφέρνοντας να την κατανικήσει και να προχωρήσει πέρα από «τραγικά ξεσπάσματα και επικριτικές καταγγελίες».
Η ατμόσφαιρα των «Σφιγγών» (1965, εκδότης ο Βάλερυ Τάρσις) είναι η θρησκεία και η εθνική συνείδηση. Πρόκειται πάντα για μυστικά, κρυφά περιοδικά. Το εξώφυλλο αναφέρει για χώρα έκδοσης τη «Ρωσία», δεν γίνεται λόγος για Λένινγκραδ, αλλά για Πέτρογκραδ. Ένας από τους συνεργάτες του περιοδικού, ο Γιούρι Στεφάνωφ, έγραψε το «Κατέβασμα στην κόλαση», όπου θρηνεί την «πτώση» του λαού του σε βιβλικό ύφος:
Άκουσε, λαέ μου,
τη νεκρική καμπάνα:
στον Ηρώδη πούλησε
τον βασιλέα της η Ρωσία.
Οι «Σφίγγες» συγκεντρώνουν πολιτική σάτιρα (Βόρις Σλούτσκυ, «Στο κράτος υπάρχει ο νόμος» και Αλέξανδρος Γκάλιτς, «Η σιωπή είναι χρυσή»). Ο Αρτυόμυ Μιχαήλωφ γράφει με θέμα τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και ο Λεωνίδας Σκόλνικ σχολιάζει με χλευαστική περιφρόνηση την οκτωβριανή επανάσταση.
Γενικά την πυρετική ένταση του κύκλου του περιοδικού «Φοίνιξ» την αντικατέστησε πιο συγκρατημένη και στοχαστική διάθεση. Καθώς τονίζει ο εκδότης, το κοινό γνώρισμα που παρουσιάζουν οι συνεργάτες του είναι η άρνηση τους να προσαρμοσθούν στην κλίνη του Προκρούστη, που μ’ αυτή παρομοιάζουν το σοσιαλιστικό δόγμα… Στις εκδηλώσεις αυτές ευτυχώς διαφαίνεται κάποια αισιοδοξία.
Το «Φοίνιξ 1966» (εκδότης ο Υ. Γκαλάνσκωφ) είναι το περιεκτικότερο από τα λαθραία περιοδικά και δημοσιεύει, εξόν στίχους, δοκίμια και άρθρα. Η κύρια γραμμή είναι, ως προς την ποίηση, όμοια μ’ εκείνη των περιοδικών «Σφίγγες» και «Φοίνιξ 1961»· η πολιτική κι εδώ διατηρεί το βάρος της και η ένταση είναι ακόμα οξύτερη.
Όλοι μας γνωρίζουμε την περίπτωση Σινιάφκσι και Ντάνιελ που ακόμα εκτίουν ποινή βαριάς καταναγκαστικής εργασίας. Την 1η Σεπτεμβρίου 1967 ο Βλαδίμηρος Μπουκόφκσι, μέλος του SMOG, καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών χρόνων, επειδή διαμαρτυρήθηκε για τη σύλληψη των εκδοτών του περιοδικού «Φοίνιξ 1966». Πρωτύτερα, όταν είχε διαμαρτυρηθεί κατά των περιορισμένων της συγγραφικής ελευθερίας, τον είχαν κλείσει και αυτόν σε ψυχιατρείο, τιμωρία του συρμού, σήμερα, στη Ρωσία. Ακολουθεί η σύλληψη, τον Γενάρη του 1967, του Γιούρι Γκαλάνσκωφ, εκδότη του «Φοίνιξ 1966», μαζί με τον Αλέξανδρο Ντομπροβόλσκι (είχε δημοσιευθεί στην επιθεώρηση αυτή το άρθρο του «Σχέσεις ανάμεσα στην επιστήμη και στην πίστη») και την Βέρα Λάσκοβα που δακτυλογραφούσε τα κείμενα. Για τη δίκη (Γενάρης 1968) έγραψε εκτενώς η στήλη τούτη. Δικάστηκαν μαζί με τον εκδότη του λαθραίου περιοδικού «Σύνταξη» (1959-60) Αλέξανδρο Γκίνσμπουργκ που είχε κατηγορηθεί ότι είχε συγκεντρώσει τεκμήρια επάνω στην περίπτωση Σινιάφκσι και Ντάνιελ, με σκοπό να τα εκδώσει σε τόμο τετρακοσίων σελίδων.
Ό Γκαλάνσκωφ καταδικάστηκε σε εφτά χρόνια βαριά καταναγκαστικά έργα, κατηγορούμενος για παράνομη δράση και υποθετικές σχέσεις με απόδημους πράκτορες· ο Γκίνσμπουργκ σε πέντε, ο Ντομπροβόλσκι, που είχε παραδεχθεί την ενοχή του, σε δύο, και η Βέρα Λάσκοβα σ’ ενός χρόνου. Η διακήρυξη που είχαν υπογράψει τότε η σύζυγος τού Γιούλι Ντάνιελ Λαρίσσα και ο Πάβελ Λιτβίνωφ χαρακτήριζε τη δίκη «άγρια κοροϊδία», όμοια με εκείνες της περιόδου 1930-1940 που ετύλιξαν τη Ρωσία με ντροπή και με αίμα. Και αυτοί τιμωρήθηκαν με εκτόπιση.
Διαβάζοντας τους στίχους των νέων αυτών ποιητών (επασχίσαμε να δώσουμε εδώ μικρή χαρακτηριστική επιλογή όσο γίνεται περιεκτικότερη) διαπιστώνεις πόσο βαθύς και γνήσιος είναι ο τόνος εκεί όπου ορθώνει το ανάστημά του το όραμα της χιλιοβασανισμένης, αμαρτωλής και αιματωμένης Ρωσίας. Δεν ομοιάζει ο τόνος αυτός με ανάλογες αλλά τόσο διαφορετικές, πιο εξωτερικές ως βίωμα, πατριωτικές φράσεις μεσημβρινών λαών. Θα εξαιρούσα τον Κωστή Παλαμά που στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» έδωσε, συμπύκνωσε ό,τι μεστότερο γράφτηκε στο είδος τούτο ποιητικό μετουσιωμένης ιστορικής συνείδησης.
Και, για να ξαναγυρίσουμε στη Ρωσία: φαίνεται ότι στην απέραντη αυτή χώρα με τις ατελείωτες πεδιάδες, τις χιονισμένες απλωσιές δίχως ορίζοντα, δεν έχει τέλος η μεταφυσική λαχτάρα που την κρατούν σε αδιάκοπη ανάβρα πρώτα πρώτα η αντιδικία προς την πολιτική εξουσία, είτε τσαρική είναι, είτε μονοκομματική «σοσιαλιστική». Η μόνιμη σχεδόν τούτη ένταση, στην ποιητική ψυχή, δυσπιστώντας προς τη χρησιμότητα και τη σκοπιμότητα, ύστερα από τόσες πικρές εμπειρίες, βίαιων ενεργειών, ρέπει προς κάποιαν υπερβατική εκτόνωση: τον διάλογο με τον θεό. Πόσο πιο υποβλητικός, γνήσιος είναι ο διάλογος αυτός (φαίνεται και από δυο-τρία ποιήματα από τα εδώ μεταφρασμένα), πόσο πιο αληθινή η έκκληση λ.χ. στο ποίημα του Γιούρι Στεφάνωφ από κάποιες ρητορικές αποστροφές μεσημβρινών ποιητών που αφήνουν κάποια απόγευση του προσποιητού.
Στη Ρωσία, καθόλου παράδοξο, όσο και αν το σημερινό καθεστώς πασχίζει να διαδώσει την αθεΐα, ίσα ίσα αυτό το ίδιο, με την ανελεύθερη τακτική του, σπρώχνει τον Ρώσο προς τον Θεό. Είναι τούτο ένα από τα συμπεράσματα που εξάγονται από την «κρυφή ποίηση στη Ρωσία». Όπως και να είναι, είτε τσαρικά κάτεργα είναι, είτε «στρατόπεδα συγκεντρώσεως» που αποστάζουν γραπτά δείγματα της ανθρώπινης οδύνης, τα άτομα που τα συντηρούν διαβαίνουν, πάνε τον αγύριστο. Τα τεκμήρια όμως του πόνου και της συνείδησης κληροδοτούνται από γενεά σε γενεά και η ανθρώπινη αιωνιότητα τούς είναι εξασφαλισμένη.
ΠΑΥΛΟΣ ΦΛΩΡΟΣ
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ το 1970)
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΣΕΡΓΚΕΪ ΣΟΥΔΑΚΩΦ
(της ομάδας της «Σύνταξης»)
Όταν φωνάζουν
«Άνθρωπος έπεσε στη θάλασσα!»
το υπερωκεάνειο, πιο μεγάλο και από μέγαρο,
ξαφνικά σταματά
και ανασέρνουν
με σχοινιά τον άνθρωπο.
Όταν πνίγεται
μέσα στη φρίκη
και στην απελπισία,
ούτε το δικό του σπίτι
δεν σταματά,
παρά τραβάει το δρόμο του.
ΒΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ
Ποίημα
Το θρόισμα λούφαξε. Προχώρησα
προς τη σκηνή.
Ακουμπώντας στη θύρα
μαντεύω από τη μακρυνή
ηχώ τί άραγε
μού μέλλεται στην ώρα μου.
Από πάνω μου στεριωμένη
είναι η νύχτα μέσα από
χιλιάδες κιάλια του θεάτρου.
Άββα, Πατέρα,
αν είναι βολετό,
τούτο το ποτήρι πάρε από μέ.
Μου αρέσει το επίμονό σου σχέδιο
και δέχομαι
να παίξω τούτον τον ρόλο.
Όμως άλλο έργο τώρα
έχει αρχίσει:
απ’ αυτό λύτρωσέ με.
Αλλά η πλοκή είναι κανονισμένη:
αναπόφυγο
είναι το τέλος του δρόμου.
Είμαι μονάχος. Όλα τα έχουν
στο χέρι οι φαρισαίοι.
Δεν είναι πράσινο λιβάδι η ζωή.
Ο «Αμλέτος» του Ζιβάγκο
ΒΙΚΤΩΡ ΓΚΟΛΥΑΒΚΙΝ
Η Πόρτα («Σύνταξη 3»)
Σφύριζε ο αέρας μέσα απ’ την κάμαρη
όπως μέσα από καπνοδόχη.
Δεν είχε αρμούς η πόρτα τούτη.
Μήτε χερούλι είχε.
Μήτε είτε κλειδαρότρυπα.
Μήτε σωστή είταν πόρτα.
Μήτε είταν στο σύνολό της πόρτα ολόκληρη.
Είταν σε δυο καρέκλες πάνω ακουμπισμένη
κι απάνω της νεκρός κειτόταν ο πατέρας μου.
ΜΠΕΛΑ ΑΧΜΑΝΤΟΥΛΙΝΑ
Ο Θεός
Της Ναστάσγιας που έτρεχε έξω
ξυπόλητη στη βροχή
να πάει στου Μπάρμπα τη βότκα
να την πιει και να ευφρανθεί
Θεός σε ηλιοπλημμύριστο
παλάτι τής έπρεπε
κομψός, δίκαιος και καλός
με χρυσοκέντητη στολή.
Μα αυτουνού δεν του μοιάζανε
διόλου τα δυό εικονίσματα
τα μαύρα, εκεί που μέθυσοι
ροχάλιζαν μέσ’ τη φτώχεια.
Γι’ αυτό και ξάφνου άνθισε
το ραδίκι οι δροσοστάλες
μαργαριτάρια και εν χορώ
του αρραβωνιαστικού το όνομα ακούστη.
Και να φάνηκε στον φράχτη
της πρόσφερε μετάλλιο
χρυσό: Όμοια θα φερνόταν
και θεός γεμάτος νειάτα.
Και αλάλαζε η καρδιά της
για το θεϊκό το φως το θα-
λασσί ποκάμισο, τη φυ-
σαρμόνικα και το κρασί.
Σήκωσε αυτός το τούλινο
μαντήλι και (πανούργο ζώο)
μεσ’ τον αχυρώνα μάδησε
τα αχαμνά της στήθη…
Και χτενίστηκε η Ναστάσγια
το μαντήλι από την άκρη
πήρε και να απελπισμένη
σαν μοιρολογήτρα κραίνει:
«Αλί, με χάλασες, πολλή
μούκανες ζημιά. Γιατί
ω γιατί το λευκό ρόδο
τη Δευτέρα να μου δώσεις;
Ιτιά μου, ιτιά μη μαραθείς,
περίμενε, έρμη μη μ’ αφήσεις.
Πίστη δεν έχω πια – α, εμαράθης;
μούμεινε μόνο μικρός σταυρός».
Μέσα απ’ το ηλιόβροχο ο θεός
περιγελούσε το κορίτσι.
Τίποτε δεν έγινε. Όλα
άδικα. Κι ούτε είταν θεός.
ΠΑΒΕΛ ΑΝΤΟΚΟΛΣΚΙ
Όλοι εμείς που στο όνομα του
δοξαστήκαμε
και τον καιρό που πια εδιάβη
με ειρήνη ζήσαμε.
Όλοι εμείς οι φίλοι του που
μείναμε σιωπηλοί ενώ
πέρα απ’ τη σιωπή μας έγινε
το μεγαλύτερο κακό
Που νύχτες μάτι δεν εκλείσαμε
και μανταλώναμε τις πόρτες μας
όταν αυτός μεσ’ απ’ το ομάδι μας
στρατολογούσε φονιάδες.
Εμείς στο δίκιο που απιστήσαμε
σηκώνομε του αιμάτου το βάρος
στα κεφάλια μας, τα βασανιστήρια
και τις δίκες για προδοσία.
Αφήστε τους που μας καταφρονούν
τους γιους μας με το στίγμα να σφραγίσουν
τον καθένα μας της ντροπής.
Τι δίκη μας είναι.
Δεν έχεις ανάγκη να ζυγίσεις
σ’ όποια πλάστιγγα ετούτες τις αλήθειες.
Λιγότερο μισούμε αυτόν που πέθανε
παρά τη σιωπή μας.
1956
(Περίφημο ποίημα που απηχεί την αντίδραση πολλών στο θάνατο του Στάλιν)
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΠΑΤΣΕΦ
Στην Καρελάνα
Φωνής δεν κάνει να βγάζεις ήχο
κι όμως τα χέρια είναι στον τοίχο.
Από τη μια μεριά είναι τα χείλη
κι όμως δεν ακούεται φωνή.
Όπως όπως -μη στεναχωριέσαι-
θα περάσω νάρθω σ’ εσέ.
Αν δεν ακουστεί φωνή,
στον τοίχο θα χτυπήσω.
Σστ! Το χτύπημά μου ακούς; –
στην κλειδαριά ‘ναι το κλειδί.
Θα πρέπει να σ’ αφήσω, τούτο
το φθινόπωρο, δίχως Οχτώβρη.
Βήματα σιγαλά αντηχούν.
Αν το μπορείς – πήγαινε στο καλό.
Αν ελεύθερη σ’ αφήσουν
κάψε το ποίημα τούτο.
5 του Μάρτη 1966
Ειρκτή του Λυεφόρτοβο
Το κράτος την ανάγκη μου έχει:
δεν κλείνουν το φως
μήτε σβήνουν τη λάμπα τη νύχτα
που φωτίζει τον καθρέφτη.
Το καθετί ξεγελά και εμποδίζει.
Τι να ειπείς για όλα αυτά;
Εδώ βήχουν μόνοι οι τοίχοι –
ο πράσινος λαιμός του κελιού.
Τώρα, ο ύπνος που σίδερα δεν γνωρίζει
σιμώνει χαρχαλεύοντας, ύπνος που σε απατά…
Κι όμοια τα βήματα του φρουρού
η στάλα στάζει στις υδρορροές
και όμοια παλαμάκια απόκρυφα στην πόρτα
η κλειδαρότρυπα κροτεί και βογγητά
μέσα από τους τοίχους υγρούς αντηχούν…
Εδώ κάθε ελπίδα έχει στερέψει.
Πέρα από τους τοίχους – μυστικά.
Μουντή, σκληρή η που ξημερώνει ημέρα.
Πέρα απ’ τους τοίχους είναι κόσμος.
Πέρα απ’ το γυαλοπαράθυρο το χιόνι που λειώνει.
Για ν’ αρπάξω το ουράνιο φως απ’ το λαιμό:
Ω άνοιξη, να διδαχτώ τι πρέπει;
Το Λυεφόρτοβο έχει μάτια –
τούτα τα έξω κάγκελα που καίνε.
6 του Μάρτη 1966
Ειρκτή του Λυεφόρτοβο
ΓΙΟΥΡΙ ΣΤΕΦΑΝΩΦ
Απόσπασμα από το «Κατέβασμα στην Κόλαση»
Αλλοπαρμένη, πουλημένη,
για βότκα και λαρδί
σαν του Ηρώδη τη θυγατέρα
η πατρική χόρευε γη.
Για άθλιες πράξεις όλα χαμένα
κι άθλιους πόθους, στον δίσκο απάνω
κείτονται χιλιάδες
κεφάλια πεταμένα.
Εδώ – ω λαέ μου
ρίξε το βλέμμα
και μυριοκέφαλο θα ιδείς
το ένδοξο ψέμα.
Μιάν Ύδρα
έχομε από θάματα:
κι ο κοκκινοβαμμένος δίσκος
είναι ο Σβιάτοσλαβ.
Ο δίσκος των τρικυμιών
ο Φεοφάν είναι
της καταχνιάς ο δίσκος
ο άγιος άνθρωπος Ρουμπλιώφ.
Ο Νίκων μέσα απ’ το σκοτάδι
κι ο αρχιερέας Αβακούμ
γλαρώνουν άγρια τα μάτια
ενώ τα αίματα κυλούν
από σανίδες και ικριώματα.
Οι καμπάνες χτυπούν
για όσες άλλες καταστράφηκαν
θρηνούν.
Λαέ μου, άκου πώς σημαίνει
η καμπάνα των νεκρών το ξόδι:
η Ρωσία τον βασιλιά της
πούλησε στον Ηρώδη.
Ω Κύριε Θεέ,
εισάκουσε την προσευχή μου!
Ξέρω όπως ολονών
έτσι πονεί κ’ η ψυχή μου:
δέξου μαζί
με τη Ρωσία να κατέβω
στου σκοταδιού
το βυθό.
Κάτω τα σκαλοπάτια γλυστρώντας
σκοντάφοντας στα μαλακά
κάτω στον Άδη τη Ρωσία
θα τη σιμώσω δειλά,
κάτω στην κόλαση τη Ρωσία
και λαχταρώντας θα κράξω:
σ’ εσέ του είναι μου την ουσία
αίμα, κορμί, ψυχή προσφέρω!
Μπρος σου θα σκύψω το μέτωπό μου:
το αίμα, το λύθρο ξέπλυνέ τα,
Ρωσία, με το αίμα το δικό μου
απ’τα φυλλοκάρδια μου εξιλέωσέ τα.
Κάνε τη σάρκα μου κομμάτια
και πάρε το πετσί μου
την όψη και τα θολωμένα σου μάτια
ν’ αναδροσίσεις.
Δοξασμένη, τρανή,
λάμψε, διάπρεψε.
Για τη Ρωσία θα μείνω
στην κόλαση.
1963
Απόδοση ποιημάτων στα ελληνικά: ΠΑΥΛΟΣ ΦΛΩΡΟΣ
*Το συγκεκριμένο κείμενο (εδώ σε αποσπάσματα) αποτελεί κριτικό σημείωμα για την ανθολογία «Η κρυφή ποίηση στη Ρωσία» (Νέα Υόρκη, 1969) σε μετάφραση Κηθ Μπόσλεϋ και εισαγωγή Γιάνις Σάπιετς.
Αποθησαύρισμα από το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1023, Φεβρουάριος 1970