Κάθε μέρα λίγο πριν το σούρουπο, τα δελφίνια βγαίνουν στην επιφάνεια της θάλασσας. Ένα, δύο ή ακόμη και τρία, σχηματίζουν με το κορμί τους διαδοχικά τόξα στον αέρα. Για λίγες στιγμές μόνο βουτούν στο νερό με χάρη κι ύστερα ανυψώνονται αποφασιστικά με φόντο έναν αχνό ορίζοντα. Το θέαμα δεν διαρκεί παρά λίγα μονάχα δευτερόλεπτα κι έπειτα τα δελφίνια επιστρέφουν απροσδόκητα εκεί απ’ όπου βγήκαν στο φως: Στο σκοτάδι του βυθού. Εκείνα τ’ απογεύματα που καταφέρνω να τα δω, η χαρά με τυλίγει και όταν οι γυμναστικές επιδείξεις τους πάρουν τέλος, κοιτάζω γύρω μου εκστατική. Στο δρόμο για το σπίτι, το βλέμμα μου αγκαλιάζει κάθε πεσμένο φύλλο, κάθε μικρό έντομο.

.

Ι

στάδια πρωινής συνείδησης
(κατά το Κορταθαρικό πρότυπο)

Πρώτα ανοίγετε τα μάτια στο φως. Στη συνέχεια ψάχνετε τη ζεστασιά μιας ρόμπας. Στιγμές μετά, βρίσκεστε με μια κούπα καφέ στο χέρι και κοιτάτε έξω απ’ το παράθυρο. Είστε άνεργος-η, ημιαπασχολούμενος-η, χαμηλοσυνταξιούχος-α. Είστε μόνος-η απέναντι στον εαυτό σας. Μυρίζετε τα χέρια σας, τα δάχτυλά σας, γεμίζετε ένα ποτήρι νερό, το αδειάζετε. Ανοίγετε μια πόρτα, κλείνετε μια άλλη, κάνετε λίγα βήματα κι ύστερα γυρίζετε πάλι πίσω. Πίσω απ’ το τζάμι, σιωπή. Πίσω, ο κόσμος.

.

ΙΙ

Εκδρομή
στοχασμός πάνω στην φύση των πραγμάτων

Τα σαββατοκύριακα πηγαίνουμε κοντινές εκδρομές. Επισκεφτόμαστε μικρά χωριά απ’ όπου δεν περνάει ο χρόνος. Περπατάμε στα πλακόστρωτα καλντερίμια πιασμένοι χέρι- χέρι αναζητώντας την ταπεινή ομορφιά, τη γραφική σχόλη, τους καλόκαρδους χωρικούς μιας άλλης εποχής. Αναπνέουμε βαθιά τον καθαρό άερα που κατεβαίνει απ’ τα βουνά, ο χαμηλός ουρανός που σκεπάζει σαν ομίχλη τις κορφές των ψηλών δέντρων μας αφήνει έκπληκτους. Οι σκεπές είναι κόκκινες, απ’ τις καμινάδες αχνίζει φιδογυριστός ο καπνός και στην άκρη του δρόμου συνωστίζονται κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου. Κατά το μεσημεράκι, η πείνα μας υπενθυμίζει πως δεν είμαστε φτιαγμένοι από σύννεφα, όσο κι αν το πιστεύουμε στιγμές- στιγμές, κι έτσι σταματάμε κάπου για φαγητό. Επιγραφές σκαλισμένες πάνω σε χοντρούς κορμούς, πήλινα πιάτα, μια φωτιά που τρίζει, όλα ξυπνούν ένα πρωτόγονο ένστικτο. Μετά το φαγοπότι, η εκδρομή τείνει να πάρει τέλος. Γυρίζουμε αργά προς την πόλη, κουρασμένοι κι αναζωγοννημένοι ταυτόχρονα, σταματώντας στο δρόμο για νερό, για μια τελευταία φωτογραφία, για μια ακόμα ανάσα. Γυρίζουμε στην πόλη αναζητώντας τις μοντέρνες ιδέες που αφήσαμε πίσω για λίγο, τους ασπρόμαυρους δρόμους, τα φανάρια, τα φώτα. Γυαλιστερές βιτρίνες μας υποδέχονται, η αστική ζωή γεμάτη εμπορικά κέντρα και σινεμά. Εδώ έχει μπει για τα καλά ο χειμώνας, το μαρτυρούν η απουσία δέντρων, τα κασκόλ στις βιτρίνες, οι ανέξοδες μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Η εβδομάδα ξεκινά πάλι απ’ την αρχή κι οι μέρες περνούν όπως οι ώρες στο γραφείο, μα ποιός δουλεύει πια σε γραφείο; Παρατηρώντας τα πολυόροφα γκρι κτήρια των κεντρικών λεωφόρων, άδεια εδώ και καιρό, νιώθω την πορεία προς μια αργή, νωχελική σήψη. Τα άδεια κτήρια είναι σα νεκροί που έμειναν άταφοι, σου λέω στο γυρισμό, είναι οι νεκροί μας που συνωστίζονται στην άκρη του δρόμου σαν τα φύλλα του φθινοπώρου, σου λέω. Παράξενο πράγμα η ύπαρξη. Κάθε Κυριακή συμβαίνει το ίδιο, ζούμε, πεθαίνουμε λίγο.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
H Νάνσυ Αγγελή συχνάζει στο διαδίκτυο. Διαβάζει, γράφει και μεταφράζει από τα αγγλικά, τα ελληνικά και τα ισπανικά. Έχει εκδόσει δυο συλλογές διηγημάτων και έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες για το μικρό διήγημα. Στον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, γράφει και μεταφράζει. Contact info: nancyangeli1@hotmail.com