Κυνηγέ,
πότε σκοτώθηκε ο σκύλος σου;
και γύρισες άδειος
περπατώντας στις πλαγιές
σκορπίζοντας κάρβουνα
που είχες για τα ζώα
μυτερά εμβλήματα και σκούφοι
της δουλειάς σου
εγκαταλείποντας το εργοστάσιο στο Αμβούργο, στη Λειψία
στη Μεταμόρφωση Αττικής
για να ανοίξεις ντουλάπι
στα αντικείμενα που
με το βάδισμα ληστεύονται
γυναίκες με ορθοπεδικά παπούτσια
σού δίνονται στα τέσσερα
και εσύ σπρώχνεις τη λεία μέσα τους
να γεννηθεί ψοφίμι
Όταν η Λόττε Άισνερ πήρε την μπομπίνα με τη μητέρα σου, εσύ κυνηγέ έκλαψες πρώτη φορά. Με το αλάτι στα μάτια προσευχήθηκες στο Βερολίνο να σκάσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος απ’ τα αναθήματα των αλεπούδων.
Τι ήθελες ένας άγριος στην Ευρώπη;
ξυλόγλυπτα κοντάκια και επίχρυσες μπερέτες
σου υποσχέθηκαν νωρίς
με τη μύτη λιωμένη στην πατρίδα
παρήγαγες εαυτό
ως νάρκισσο πατέρα
Όταν πέντε χιλιόμετρα έξω από το Μόναχο τα δάση φανερώθηκαν και σε πλησίασαν μέσα στον πύργο, ζήτησες κυνηγέ, τους ξυλοκόπους ερωτικούς να στάζουν λάδι στην εικόνα σου.
Ποιος είναι ο τόπος ο νωχελικός;
κρεβάτι, τραπεζάκι, φωτιστικό
και στις παντόφλες σου
η μυρωδιά απ’ τα αφτιά
να καίει και να μυρίζει ανατολή
Ιαπωνία, Κίνα, Κορέα
και είναι τα μάτια σπαθιά που πιάνουν και κόβουν και εκτελούν
την ύλη, τον θάνατο σε ειδικές αιτήσεις
ένας ρόλος για εμένα, λες
μια κούκλα
Όταν ο αχίλλειος τένοντας έδεσε το άρβυλο στο πύον, έβγαλες κυνηγέ τα προπέρσινα δέρματα. «Παρατήρησε την τέχνη» είπες και έδειξες το λεπτό ρυζόχαρτο που ήταν βουή γυναικών χωρίς το κόκαλο και τη μητρότητα, μια επιφάνεια βιασμών.
Πού αγόρασες χάρτες και γάλα με το λίτρο;
μέσα στα τυφλά χτυπήματα
εσένα έκοψες κυνηγέ,
να μειωθείς
να φύγουν τα σημάδια
απ’ τη χρήση και την καταγωγή του είδους σου
φύση της αρρενωπότητας
και τρίμμα των αιώνων
πόδι καμένο και εθνικό
όργωσες τα Χριστούγεννα
για το πρόβατο της φάτνης
αιματόχτιστα
Όταν με βρήκες στην άκρη πεσμένη κυνηγέ, έσκυψες και με το σώμα σου κλείδωσες το φως που με μεγάλωνε. Τιμωρία του θεούλη χάρισες. Η παλάμη σου έψαξε τα ποτάμια που έσταξα στις αρτηρίες και στις ηδονικές θεές. Είμαστε η Λίλιθ, κυνηγέ και σε μισούμε.
.
εικόνα εξωφύλλου: «Το Κυνήγι» (~1889) του Franz Stuck