Η δίψα του θέριευε
κάθε χρυσαφένιο ξημέρωμα
για να στερέψει μες στην μαύρη νύχτα.
Εγκλωβισμένος
στο παιχνίδι της τυφλόμυγας
μου ‘στελνε τα βράδια απειλές
μα εγώ,
πιο κοντά στη γη παρά στον ουρανό,
δεν είχα τάλαντα για να τις αγοράσω.
Το λιμάνι μας σάλπαρε
πριν προλάβω καν
ν’ αγκιστρώσω νάζια.
Χάθηκε απ’ τα μάτια μου.
Δύο τρύπες περιπλανώμενες,
μια για το δεξί, μια για το άλλο,
απέμειναν στο πρόσωπό μου,
να προσπαθούν λαχανιασμένα
το θάνατο να χαρίσουν.
Κουμπιά πουλά η ζωή.
Τα τραύματα απ’ τις ανισότητες που σπέρνει να καλύπτει.
Κουμπότρυπες χαρίζει ο θάνατος ο Δημοκράτης.
Ποιόν άφησε έξω από την μαύρη του την τρύπα,
κι ας καπηλεύεται αιωνίως
τ’ όνομά του
η αυτάρεσκη μασέλα της ζωής.