Από τις άμορφες μέδουσες μέχρι τους σωματώδεις λειχήνες, ο πλανήτης μας βρίθει τέτοιας ποικιλομορφίας ζωής που είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ορισμένους οργανισμούς ως ακόμη και ζωντανούς. Αυτή η πολυπλοκότητα υπαινίσσεται την πρόκληση της αναζήτησης για ζωή όπως δεν τη γνωρίζουμε -τη βιολογία δηλαδή εξωγήινων που έχουν ίσως επικρατήσει σε άλλους πλανήτες, όπου οι συνθήκες ενδέχεται να είναι διαφορετικές από οτιδήποτε έχουμε δει προηγουμένως. «Το Σύμπαν είναι ένα πραγματικά μεγάλο μέρος. Οι πιθανότητες λένε, αν μπορούμε να το φανταστούμε, ότι υπάρχει ζωή σε κάποιον πλανήτη εκεί έξω», είπε ο Morgan Cable, ένας αστροχημικός του Jet Propulsion Laboratory στην Πασαντίνα της Καλιφόρνια. «Η ερώτηση είναι το αν θα μπορέσουμε να την ανακαλύψουμε».
Για δεκαετίες, οι αστρονόμοι αναρωτιούνται το παραπάνω περιορίζοντας την έρευνά τους κατά κύριο λόγο σε οργανισμούς παρόμοιους με αυτούς που βρίσκονται εδώ. Το 1976, τα μηχανήματα Viking της NASA που προσγειώθηκαν στην επιφάνεια του Άρη εξέτασαν δείγματα του εδάφους του και προσπάθησαν να τους δώσουν ζωή χρησιμοποιώντας το είδος των οργανικών θρεπτικών συστατικών που τα μικρόβια της Γης προτιμούν, με μη καταληκτικά αποτελέσματα. Αργότερα την ίδια χρονιά, το EXOMARS TGO (διαστημόπλοιο σε τροχιά με σκοπό την ανίχνευση αερίων) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος θα ξεκινήσει να ελέγχει την ύπαρξη μεθανίου στην ατμόσφαιρα του Άρη, η οποία θα μπορούσε να παράγεται από βακτηριακή ζωή όμοια με της Γης. Παρομοίως, ο περιπλανητής της NASA Mars 2020 θα εξετάσει την ύπαρξη ανθρακούχων χημικών ενώσεων από πιθανούς παρελθόντες ή παρόντες Αρειανούς οργανισμούς.
Το περιβάλλον, βέβαια, του Άρη δε μοιάζει ιδιαίτερα μ’ αυτό της Γης, ενώ οι πλανήτες εκτός του ηλιακού μας συστήματος που οι αστρονόμοι ανακαλύπτουν γύρω από άλλα αστέρια είναι ακόμη ανοίκειοι -πολλοί από αυτούς είναι αρκετά διαφορετικοί από οτιδήποτε στο ηλιακό μας σύστημα. Γι’ αυτό τον λόγο, είναι σημαντικό να διευρύνουμε την προσπάθεια αναζήτησης για ζωή. Πρέπει να αποδεχθούμε την πιθανότητα ύπαρξης αυθεντικά εξωγήινων ειδών βιολογικών, χημικών, γεωλογικών και φυσικών διαδικασιών. «Όλοι ψάχνουν για ενδείξεις οποιουδήποτε είδους ζωής, αλλά αυτό είναι ανούσιο, επειδή δεν έχουμε κανένα άλλο παράδειγμα διαφορετικής βιολογίας», λέει ο χημικός Lee Cronin του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης.
«Αν σκεφτείς το φάσμα σαν μια ομάδα οριζόντιων περσίδων αλουμινίου, υπάρχουν μόνο λίγες λωρίδες που έχουν αφαιρεθεί. Αυτός δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσεις στην κατανόηση της σύνθεσης»
Για να αποδεχθούμε την πιθανότητα ύπαρξης του διαφορετικού, πρέπει να επανέλθουμε στα στοιχειώδη και να λάβουμε υπ’ όψιν τις θεμελιώδεις συνθήκες που είναι απαραίτητες για την ύπαρξη ζωής. Κατ’ αρχάς, απαιτείται κάποιου είδους ενέργεια, όπως η προερχόμενη από ηφαιστειακές πηγές ή υδροθερμικούς πόρους. Αυτό φαίνεται να αποκλείει κάθε πλανήτη ή δορυφόρο όπου δεν υπάρχει μια δυνατή πηγή εσωτερικής θερμότητας. Η ζωή χρειάζεται, επίσης, προστασία από τη διαστημική ακτινοβολία, όπως μια σφαίρα του όζοντος. Πολλοί πρόσφατα ανακαλυφθέντες και σχηματικά όμοιοι με το σχήμα της Γης κόσμοι, συμπεριλαμβανομένων κάποιων γύρω από τον TRAPPIST-1 και τον Εγγύτατο Κενταύρου, περιστρέφονται γύρω από ερυθρούς νάνους αστέρες, οι ισχυρές λάμψεις των οποίων θα μπορούσαν να αφαιρέσουν εντελώς την ατμόσφαιρα ενός πλανήτη. Έρευνες του Διαστημικού Τηλεσκοπίου James Webb (JWST), που δρομολογούνται να ξεκινήσουν τον επόμενο χρόνο, θα αποκαλύψουν αν πρέπει να αποκλείσουμε και αυτούς τους κόσμους επίσης.
Τελικά, οτιδήποτε γνωρίζουμε για τη ζωή υποδεικνύει ότι απαιτείται κάποιου είδους υγρός διαλύτης με τον οποίο χημικές αλληλεπιδράσεις μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία μορίων που να μπορούν να αναπαραχθούν μόνα τους. Το νερό είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό όσον αφορά αυτόν τον τομέα. Διευκολύνει τη δημιουργία και τη διάσπαση χημικών δεσμών, τη συναρμολόγηση πρωτεϊνών και άλλων δομικών μορίων, και -όσον αφορά έναν πραγματικό οργανισμό- την τροφή και την απαλλαγή από απόβλητα. Γι’ αυτό τον λόγο οι επιστήμονες που ασχολούνται με τους πλανήτες συγκεντρώνονται επί του παρόντος στη λεγόμενη «κατοικήσιμη ζώνη» γύρω από τα αστέρια, δηλαδή σε τοποθεσίες όπου ένας κόσμος θα μπορούσε να έχει τη σωστή θερμοκρασία για την ύπαρξη υγρού νερού στην επιφάνειά του.
Ακόμη και μ’ αυτούς τους περιορισμούς εξακολουθεί να υπάρχει ένα περίπλοκος όγκος πιθανοτήτων. Άλλα υγρά θα μπορούσαν ενδεχομένως να πάρουν τη θέση του νερού, ενώ υπάρχει και μια λιγότερο εξωτική πιθανότητα: η βιολογία θα μπορούσε ίσως να εμφανιστεί στον θαμμένο ωκεανό ενός παγωμένου εξωγήινου κόσμου. Ένα τέτοιο σκηνικό θα μπορούσε να προσφέρει ενέργεια, προστασία και νερό σε υγρή μορφή, ωστόσο δε θα παρείχε σχεδόν καμία εξωτερική ένδειξη ζωής, δυσκολεύοντάς μας να ανιχνεύσουμε κάποια. Όσον αφορά τους πλανήτες γύρω από άλλα αστέρια, απλώς δε γνωρίζουμε αρκετά για να πούμε τι συμβαίνει ή τι δε συμβαίνει εκεί. «Είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι θα μπορούσαμε οπωσδήποτε να βρούμε ζωή σ’ έναν πλανήτη εκτός του ηλιακού μας συστήματος», παραδέχθηκε ο Jonathan Lunine, ένας σχετικός με τους πλανήτες επιστήμονας του Πανεπιστημίου Cornell, «αλλά το εξωτερικό μέρος του ηλιακού μας συστήματος είναι προσβάσιμο σ΄ εμάς».
Η αναζήτηση, επομένως, εξωτικής ζωής πρέπει να ξεκινήσει από σημεία κοντά στο σπίτι μας. Οι δορυφόροι του Κρόνου και του Δία προσφέρουν μια περίπτωση όπου θα μπορούσε να εξετασθεί αν η βιολογία θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς ατμόσφαιρα. Η Ευρώπη του Δία και ο Εγκέλαδος του Κρόνου έχουν και οι δύο εσωτερικούς ωκεανούς και πηγές εσωτερικής θερμότητας. Ο Εγκέλαδος εκτοξεύει τεράστιους θερμοπίδακες ατμού από τον νότιο πόλο του, ενώ η Ευρώπη φαίνεται να δημιουργεί, επίσης, περιστασιακά ανάλογα σύννεφα. Μελλοντικές διαστημικές αποστολές θα μπορούσαν να πετάξουν μέσα στα σύννεφα και να εξετάσουν τη βιοχημεία τους. Η προτεινόμενη από τη NASA προσεδάφιση στην Ευρώπη, η οποία ενδεχομένως να ξεκινήσει σε περίπου μια δεκαετία, θα μπορούσε να αναζητήσει την ύπαρξη πιθανού, γεμάτου μικρόβια ωκεάνιου νερού που έτρεχε ή έχει παγώσει πάνω στην επιφάνεια.
Εντωμεταξύ, ένας άλλος δορυφόρος του Κρόνου, ο Τιτάνας, θα μπορούσε να μας πει αν δύναται να εμφανιστεί ζωή δίχως υγρό νερό. Ο Τιτάνας έχει διάσπαρτες λίμνες από μεθάνιο και αιθάνιο, γεμάτες από εποχιακές βροχές υδρογονανθράκων. Ο Lunine και οι συνεργάτες του υποθέτουν ότι η ζωή θα μπορούσε να εμφανιστεί σ’ αυτό το ψυχρό σκηνικό. Υπάρχουν αρκετές καλά σχεδιασμένες (αλλά μέχρι τώρα δίχως χρηματοδότηση) ιδέες για μια προσεδάφιση που θα μπορούσε να εξερευνήσει τις λίμνες μεθανίου του Τιτάνα ψάχνοντας για την ύπαρξη μικροβιακής ζωής.
Για την ετερόκλητη ομάδα πλανητών εκτός του ηλιακού μας συστήματος, ωστόσο, κάτι ανάλογο με τους οποίους δεν υπάρχει στο ηλιακό μας σύστημα, οι επιστήμονες πρέπει να βασιστούν σε εργαστηριακά πειράματα και στην καθαρή φαντασία. «Ψάχνουμε ακόμη τα βασικά φυσικά και χημικά προαπαιτούμενα που νομίζουμε ότι χρειάζεται η ζωή, αλλά προσπαθούμε να διατηρήσουμε το πεδίο όσο πιο ευρύ γίνεται», είπε ο Cable. Ερευνητές πλανητών εκτός του ηλιακού μας συστήματος όπως η Sara Seager του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Μασαχουσέτης (MIT) και η Victoria Meadows του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον δοκιμάζουν διαφορετικά είδη πιθανών πλανητικών ατμοσφαιριών και τα είδη χημικών διεργασιών που θα μπορούσαν να λάβουν χώρα σ’ αυτές λόγω της ύπαρξης ζωής.
Η ευθύνη τώρα για τον σχεδιασμό εργαλείων ικανών να ανιχνεύουν όσο το δυνατόν περισσότερες ενδείξεις ζωής εναπόκειται στη NASA και τις λοιπές διαστημικές υπηρεσίες. Τα περισσότερα τρέχοντα τηλεσκόπια έχουν πρόσβαση μόνο σ’ ένα περιορισμένο εύρος από μήκη κύματος. «Αν σκεφτείς το φάσμα σαν μια ομάδα οριζόντιων περσίδων αλουμινίου, υπάρχουν μόνο λίγες λωρίδες που έχουν αφαιρεθεί. Αυτός δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσεις στην κατανόηση της σύνθεσης», είπε ο Lunine. Ως απάντηση, αστρονόμοι με επικεφαλής τους Seager και Scott Gaudi του Πανεπιστημίου της Πολιτείας του Οχάιο έχουν προτείνει στη NASA το πρόγραμμα HabEx (Habitable Exoplanet Imaging Mission) για τη δεκαετία του 2030 ή του 2040. Θα μπορούσε να ελέγξει πλανήτες εκτός του ηλιακού μας συστήματος για ενδείξεις οξυγόνου και ατμού μέσα από ένα εύρος οπτικών και σχεδόν υπέρυθρων μηκών κύματος.
Η εκπόνηση μιας μεγάλης έρευνας για την εύρεση εξωγήινης ζωής δε θα είναι ούτε εύκολη ούτε φθηνή, αλλά θα μεταμορφώσει σίγουρα τη ζωή μας. Ακόμη κι αν οι αστροβιολόγοι δεν ανακαλύψουν τίποτα, αυτή η γνώση θα μας δείξει πόσο ιδιαίτερη είναι η ζωή εδώ στη Γη, ενώ οποιοδήποτε είδος επιτυχίας θα είναι καταλυτικό για τη ζωή στη Γη. Το να βρούμε εξωγήινα είδη βακτηρίων στον Άρη θα αποδείκνυε ότι δεν είμαστε μόνοι. Το να βρούμε οργανισμούς που επιβιώνουν στο μεθάνιο στον Τιτάνα θα αποδείκνυε, ακόμη πιο ολοκληρωτικά, ότι ο δικός μας τρόπος δεν είναι ο μόνος για να δημιουργηθεί ζωή. Όπως και να ‘χει, εμείς οι Γήινοι δε θα κοιτάξουμε ποτέ το Σύμπαν με τον ίδιο τρόπο ξανά.
εικαστικό: killerethyl