Εισερχόμενη
τον αντίκρισα απλωμένο αριστερά μου,
μα όταν κάθισα
βρισκόταν πλέον στα δεξιά μου.
Τότε,
στα μυστικά χρόνια
του
εγκλωβισμού μου,
της αρπαγής μου
μέσα στο βυθό,
που μια άγνωστη φωνή με πλησίασε
ψιθυρίζοντας πάνω απ’ τον ζερβό
δικό μου ώμο:
-έρχεται απ’ τα δεξιά
κι όταν γύρισα να κοιτάξω,
η αριστερή αυτή φωνή
στεκόταν δεξιά.
Μα πώς γλιστρούν τα σώματα έτσι μέσα στη φαυλότητα του χώρου,
στην καταστρεπτική απληστία του πολέμου!
Αφού τίποτα δεν μένει στάσιμο.
Μήτε κύμα, μήτε ανάσα.
Έκανα ένα βήμα πίσω κι έφυγα μπροστά.