Παρ` ότι τα ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη είναι στιχουργήματα έτοιμα να γίνουν τραγούδια, οι λεγόμενοι μεγάλοι συνθέτες δεν καταδέχτηκαν ούτε ένα στίχο του! Μόνο ο Γιάννης Σπανός, από το 1967, μελοποίησε τρία ποιήματά του και τα έβαλε στις «Ανθολογίες» του και πολύ αργότερα ακολούθησε ο Σταύρος Κουγιουμτζής, με άλλα δύο τραγούδια.

Μετά το `80, όλο και κάποιο μελοποιημένο ποίημα του Λαπαθιώτη αρχίζει να εμφανίζεται – κυρίως σα συμπλήρωμα σε δίσκο – χωρίς να έχει γίνει όμως μία ολοκληρωμένη δουλειά. Έτος – σταθμός είναι το 1987, όταν ο Νίκος Ξυδάκης συμπεριλαμβάνει το «Ερωτικό» στο δίσκο του «Κοντά στη δόξα μια στιγμή». Η Ελευθερία Αρβανιτάκη με την ερμηνεία της το αποθεώνει. Πολύς κόσμος μαθαίνει την ύπαρξη του ποιητή από αυτό το τραγούδι! Ας πω εδώ ότι η Αρβανιτάκη ερμήνευσε πολύ αργότερα, το 2004, ένα ακόμα ποίημα του Λαπαθιώτη, αριστοτεχνικά μελοποιημένο από το μπουζουκτσή Μανώλη Πάππο – το οποίο κι αυτό κυκλοφόρησε σε ένα δίσκο αχταρμά. Ήταν το «Σαν αεράκι».

Τα τελευταία χρόνια όμως τρεις συνθέτες καταπιάστηκαν σοβαρά με τον ποιητή, δίνοντας τραγούδια υψηλής αισθητικής. Είναι από τις φορές που λες στίχοι και μουσική γράφτηκαν μαζί.

Ο Πατρινός Γιώργος Δίπλας δίνει το cd «Ένα τραγούδι μακρινό», δέκα μελοποιημένα ποιήματα του Λαπαθιώτη, παιγμένα από τον ίδιο στο πιάνο και ερμηνευμένα από τη Δώρα Πετρίδη, live στο studio. Ακούγοντας το «Vögleins Abendlied» σκέφτομαι ότι έτσι θα μελοποιούσε κι ο ίδιος ο ποιητής το ποίημά του.

Ο Δημήτρης Μαραμής δεν έχει να επιδείξει κάποια ολοκληρωμένη δουλειά, αλλά έχει δώσει τέσσερα τραγούδια που από μόνα τους συνιστούν ένα σπουδαίο έργο. Δύο με τον Κωνσταντίνο Κληρονόμο στο βιβλίο – cd «Κυριακές μες στο χειμώνα – Ρομαντικοί ποιητές του Μεσοπολέμου» και δύο με το Θοδωρή Βουτσικάκη στο βιβλίο – cd «Αισθηματική ηλικία».

Τέλος, ο Anastazios πρότεινε πέρυσι τρία λυρικότατα τραγούδια με ερμηνευτή τον Αλέξανδρο Βαλκανά. Τα τραγούδια αυτά, μαζί με άλλα δύο ορχηστρικά του ιδίου κλίματος, κυκλοφόρησαν σε cd με το τεύχος 173 της «Οδού Πανός», ως προπομπός μιας ολοκληρωμένης δουλειάς.

Πέρ` απ` αυτούς τους τρεις συνθέτες, που κατά τη γνώμη μου βουτήξαν στο μυαλό και στον ψυχισμό του Λαπαθιώτη όσο κανείς άλλος, μαζεύτηκαν μέσα στα χρόνια κι ένα σωρό άλλες μελοποιήσεις, για όλα τα γούστα: από ποπ και βαρύ λαϊκό μέχρι το λεγόμενο έντεχνο.

Ιδιαίτερη μνεία θα κάνω στον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο οποίος – ως γνωστόν – εκτός από ποιήματα έχει γράψει και τραγούδια, στιχουργήματα δηλαδή που μελοποίησε ο ίδιος. Ε, ο κύριος Ντίνος έκανε μία και μοναδική εξαίρεση, μελοποιώντας στίχους άλλου ποιητή, κι αυτό το έκανε μόνο για το «Επεισόδιο» του Λαπαθιώτη.

Για το τέλος άφησα τις προβληματικές «Ντουμανότρυπες». Είναι ένα ποίημα του Λαπαθιώτη που δεν ανήκει στο corpus των απάντων του. Το παρέθετε ολόκληρο ο Άρης Δικταίος στον πρόλογό του στην έκδοση του Φέξη του 1964 (το κείμενο του οποίου επανεκδόθηκε αυτόνομα το 1984 από τις εκδόσεις Γνώση). Μία άλλη εκδοχή του ίδιου ποιήματος, εκτενέστερη μάλιστα κατά 12 στίχους, έχει ενσωματώσει ο Λαπαθιώτης στη νουβέλα του «Το τάμα της Ανθούλας», όπου το περιγράφει ως «ένα είδος λαϊκού μοιρολογιού». Ο ιστολόγος γεράσιμος μπερεκέτης (http://bereketis.blogspot.gr) το διαθέτει μάλιστα και μελοποιημένο – ηχογραφημένο:  «Το παρόν σπάνιον ρεμπέτικον περιήλθε στην συλλογή μου σε ηλεκτρονική μορφή. Δεν κατέχω δηλαδή κάποιον δίσκο γραμμοφώνου με το συγκεκριμένο κομμάτι, παρά μόνον κοσμεί τη συλλογή μου σε μορφή mp3. Πρόκειται για ένα κομμάτι σε στίχους Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.» Στο youtube υπάρχει άλλη μία εκτέλεση του τραγουδιού, σε νεότερη ηχογράφηση, με καλύτερο ήχο.

Εδώ, όπως το δημοσίευσε ο Δικταίος:

Οι ντουμανότρυπες

Κάτω στου Μήτσου τον τεκέ κάναν οι μπάτσοι μπλόκο
και βρήκαν ντουμανότρουπες κ` ένα γιαπί λουλάδες,
πενηνταδυό διμούτσουνες και δεκοχτώ μαρκούτσια.
Σουρτά- σουρτά, με μπαμπεσά, ζυγώσαν οι ρουφιάνοι,
με ζούλα ήρθαν οι πούστηδες και μας εβάναν μπόστα:
τσιμπήσαν πρώτα τον Μπαλήν, όπου φυλούσε τσίλλιες,
και μπήκαν στο τσαρδάκι μας και μας τα κάναν λίμπα!
Πήραν τις ντουμανότρουπες, πήραν και τους λουλάδες,
πήραν και τις διμούτσουνες, τα δεκοχτώ μαρκούτσια,
πήραν και τους ντερβίσηδες και στο πλεχτό τους πάνε∙
πήραν τον Μίκα το Ντουρντή, το τζε του Ντελαβέρη,
το Μπάμπουλα, το Μπούμπουλα και το Μπαλή το Μήτσο,
πήρανε και το ντερτιλή το Ντάτα το θερίο,
πόκανε πέντε στην Παλιά και δώδεκα στ` Ανάπλι,
κι όταν μιλάει τσακίζεται και λέει: Όφ, τ` αδρεφάκι!
Πήραν και το Σκουντή το Λια με τα σμιχτά τα φρύδια,
κι ο Λιάκος βαρυγκόμαγε, κι ο Λιάκος βλαστημούσε.
Λιάκο μ` τι έχεις και θλίβεσαι, τ` έχεις κι αναστενάζεις;
Δεν κλαίω που με τσιμπήσανε και στο πλεχτό με πάνε,
μόν` κλαίω που μου τη σκάσανε κι ακόμα είμαι χαρμάνι…