1

Κουβαλούσα ένα σακίδιο πεζοναύτη στην πλάτη που κάποιος μου είχε δώσει κάποτε, την κιθάρα στο ένα χέρι και στο άλλο το λουρί της σκύλας οδηγού μου. Εκείνη ήταν εξαντλημένη και καταπονημένη από τις πολύωρες πτήσεις. Την είχαν κρατήσει σε καραντίνα χωρίς λόγο στο Χίθροου και μας χώρισαν για ώρες. Το σακίδιο και η βαλίτσα ήταν γεμάτα με διάφορα πράγματα που πίστευα πως θα χρειαζόμουν. Ένας φίλος είχε ήδη ξεδιαλέξει τα ρούχα μου απαλλάσσοντάς με από τα λεκιασμένα. Είχα αποχωριστεί κι εγώ όσα δεν θα φορούσα, για όσα μου θύμιζαν… Κράτησα τη γκαζιέρα μου, την καλή μου Ιταλική ομπρέλα, την καλή μου κατσαρόλα, το αγαπημένο φλιτζάνι του καφέ. Όλα τ’ άλλα τα χάρισα, και λόγο των περιορισμών βάρους στο αεροπλάνο, αποχωρίστηκα και το τελευταίο μου βιβλίο, τη συλλογή ιστοριών του Ίταλο Καλβίνο.


2

Είχα αφήσει πίσω μου ένα νεκρό κόσμο. Δεν μπορούσα να επιβιώσω στην Αμερική ούτε συναισθηματικά ούτε πρακτικά. Άρχισα σιγά-σιγά να κάνω φίλους στην Αθήνα. Πού και πού ένας καφές ή ένα γεύμα με έκαναν να νιώθω χίλιες φορές καλύτερα. Κάποιοι έρχονταν κι έφευγαν τόσο γρήγορα, χωρίς εξήγηση, σαν απότομες αλλαγές σκηνικού. Οι καλύτεροι φίλοι μου ήταν άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας. Είχαν περισσότερο χρόνο και σοφία. Έμαθα να ψωνίζω στη λαϊκή της γειτονιάς. Έμαθα περισσότερες διαδρομές, άρχισα μαθήματα Ελληνικών, έκανα επαφές με την κοινότητα των προσφύγων. Άρχισα να γράφω δοκίμια για την Τέχνη. Σιγά σιγά έμαθα το μονοπάτια του Λυκαβηττού και πήγαινα την Μέρσι για παιχνίδι. Επισκεπτόμασταν τις τεράστιες χελώνες και τους ερπετοειδείς αθάνατους που άχνιζαν στον ήλιο.”


3

Το πανεπιστήμιο Duke μου πρόσφερε μια καλύτερη θέση. Οι φίλοι από την πατρίδα άρχιζαν να αναρωτιούνται αν θα ερχόμουν στα συγκαλά μου μετά από έξι ή οκτώ μήνες κι αν θα επέστρεφα. Φαντάστηκα την επιστροφή μου στη Βόρεια Καρολίνα, με καλό εισόδημα αυτή τη φορά. Φαντάστηκα τη ζωή μου στην ίδια πόλη με τον πρώην μου, το σπίτι που είχαμε σχεδόν αγοράσει και τα δίδυμα που θα μπορούσα να έχω αποκτήσει. Δέχτηκα τη θέση στην αρχή και την απέρριψα την τελευταία στιγμή. «Είσαι τέρας, όπως και κάθε καλλιτέχνης» μου είπε ένας φίλος ζωγράφος, «βάζεις την καρδιά σου σε δοκιμαστικό σωλήνα και περιμένεις να δεις τι θα γίνει, γιατί σου φαίνεται ενδιαφέρον.


4

Η Μέρσι, η σκύλα μου, προσπαθούσε να συνηθίσει να μπαίνει στο ασανσέρ και να κατουράει στο δρόμο. Η Πλατεία Δεξαμενής κάτω από το δανικό διαμέρισμα, είχε γάτες κι ένα δέντρο που της άρεσε. Είχε και ωραία θέα του Παρθενώνα που δεν μπορούσα να δω. Στο σπίτι δεν υπήρχε πλυντήριο, έτσι έπλενα τα σεντόνια και τα ρούχα μου στην μπανιέρα. Άναβα την κουζίνα με σπίρτα. Στην αρχή έβγαινα έξω για πέντε λεπτά, μετά δέκα, μετά δεκαπέντε χωρίς να χαθώ. Μετά από τριάντα ή σαράντα λεπτά επέστρεφα γεμάτη μελανιές και πονοκέφαλο. Έμενα μόνη για μέρες. Αλλά ήμουν ελεύθερη.


5

Έσπασα ένα δάχτυλο του ποδιού μου, έπαθα διάστρεμμα στους αστραγάλους μου, έσπασα τη ράχη της μύτης μου, έκαψα σοβαρά το χέρι μου. Προσπάθησα να βγω ραντεβού αλλά δεν το ευχαριστήθηκα. Διάφοροι μου έδιναν συμβουλές, ρούχα, ενθαρρυντικά χτυπήματα στην πλάτη. Κάποια απογεύματα με κάλεσαν σε εντυπωσιακά δείπνα ή εκθέσεις ζωγραφικής. Στη λαϊκή μου έδιναν μανταρίνια για το κρύωμα και μου έλεγαν πως είμαι κούκλα. Πού και πού κατάφερνα να κατέβω τις σκάλες άνετα ή να στρίψω τη γωνία με το κεφάλι ψηλά και κάποιος ψιθύριζε «μπράβο»! Η γλώσσα σιγά σιγά άνοιγε για μένα σα λουλούδι τη νύχτα. Κοιμόμουν αργότερα, συνήθισα να λιάζομαι στη βεράντα και να ονειροπολώ – ήταν κάτι ανάμεσα σε προσευχή και μελέτη, χωρίς θεό και θέμα.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.