δύο τελευταία χρόνια μένει στην Αθήνα και πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις bibliotheque η δίγλωσση έκδοση των ποιημάτων του (αγγλικά – ελληνικά) με το γενικό τίτλο «Ένας δρόμος στην Αθήνα». Η κύρια δραστηριότητά του είναι η συγγραφή και η επιμέλεια σεναρίων για τον κινηματογράφο. Το «Small Faces», όπου υπογράφει το σενάριο, είναι η ταινία που τον καθιέρωσε, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι μαζί με τη σκηνοθέτιδα Τζέιν Κάμπιον επιμελήθηκε το σενάριο της ταινίας «Μαθήματα πιάνου».

Η κουβέντα με τον ποιητή έγινε με τη διερμηνεία της μεταφράστριάς του Γεωργίας Οικονομοπούλου, αφού, όπως εξηγήθηκα από την αρχή, «My English is bad».


 

Billy, τι σ` έφερε στην Ελλάδα;
Ήθελα μια αλλαγή. Η προηγούμενη φορά που ήρθα ήταν σαράντα χρόνια πριν. Και σκέφτηκα να έρθω να ξαναδώ την Αθήνα από την αρχή. Εκείνη τη φορά που ήρθα εδώ για έξι μήνες, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γίνω συγγραφέας. Μου πήρε βέβαια δεκαπέντε χρόνια από τότε για να γίνω!

Πόσω χρονώ πρωτοέγραψες;
Στα σαράντα. Σα λουλούδι που ανθίζει αργά! Ήταν το σενάριο του «Small Faces».

Ποια είναι η σχέση σου με τη ποίηση και πώς έφτασες να γράφεις ποιήματα;
Άρχισα να γράφω ποίηση μόλις πριν πέντε χρόνια – και σ` αυτή την περίπτωση άρχισα αργά. Είπα να κάνω μια δοκιμή και η εμπειρία ήταν καλή. Όταν ήμουν στο Βερολίνο και στη Ζυρίχη, δουλεύοντας με τους εικαστικούς καλλιτέχνες και τους performers χρειαζόταν να γράφω κάποτε πρόζα, στίχους, άλλες φόρμες, που μ` έφεραν πιο κοντά στην ποίηση. Επίσης, ανατρέχοντας στα ημερολόγιά μου είδα ότι κάποια πράγματα ήταν γραμμένα σε στυλ ποίησης κι άρχισα να πειραματίζομαι αλλάζοντας τη μορφή, τη φόρμα και αφαιρώντας και προσθέτοντας λέξεις.

Νομίζω ότι το σενάριο μοιάζει με την ποίηση επειδή κρατάνε την ουσία, αποβάλλουν τα περιττά.
Και πολλοί ποιητές όμως το παρακάνουν με τα λόγια. Δεν είναι κανόνας ότι λείπουν τα περιττά στην ποίηση. Υπερβολικά πολλές λέξεις και ιδέες λίγες…

Τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται ένας αστικός μύθος ότι η Αθήνα είναι το νέο Βερολίνο. Εσύ, που έχεις ζήσει και στο Βερολίνο, πώς βλέπεις την Αθήνα;
Αυτή τη στιγμή η Αθήνα είναι μια πόλη ανοιχτή, όπως το Βερολίνο το 1970, και στις αρχές του `80, με λίγα χρήματα, ενώ τα ακίνητα είναι για τα αρπακτικά που μπορούν να τα επωφεληθούν. Όπως κι εδώ, στο Βερολίνο τότε υπήρχαν πολλές καταλήψεις και μια κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον από διάφορους χώρους και χώρες. Αυτό συμβαίνει και στην Αθήνα τώρα. Το πρόβλημα είναι – και το έχω ξαναδεί στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη – ότι οι καλλιτέχνες για τον 20ό  και τον 21ο αιώνα είναι ό,τι οι ιεραπόστολοι για τον 19ο αιώνα. Πηγαίνουν πρώτοι σε ένα μέρος, μετά το χρήμα το βλέπει, πηγαίνει και αγοράζει όλη την περιοχή και οι καλλιτέχνες κάνουν το επόμενο βήμα και φεύγουν. Είναι στη φύση του παγκόσμιου κεφαλαίου να λειτουργεί έτσι. Πάντως πολλοί καλλιτέχνες και από το Λονδίνο και από το Βερολίνο έχουν έρθει αυτή τη στιγμή στην Αθήνα, έστω και προσωρινά. Είναι λοιπόν η Αθήνα το νέο Βερολίνο; Θα δούμε.

Ως σκωτσέζος αλλά και ως άνθρωπος που έχει ταξιδέψει πολύ, πώς βλέπεις την Ελλάδα; Ως ένα κομμάτι της Δύσης ή της Ανατολής;
Και τα δύο, και μου αρέσει πολύ! Υπό μια πολύ διαφορετική έννοια μού θυμίζει πολύ το Μαρόκο, που είναι αραβικό, ευρωπαϊκό και αφρικανικό. Κάπως έτσι είναι και η Ελλάδα. Με την Τουρκία υπάρχει κάποια προστριβή, αλλά έχει κάτι και από κει. Η Ελλάδα έχει μακρά ιστορική σχέση με τη Μέση Ανατολή αλλά και με τα Βαλκάνια, την Ευρώπη κι όλη τη Μεσόγειο.

Παρακολουθείς την καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας – θέατρο, μουσική, καλές τέχνες;
Όχι πολύ. Ενώ μπορώ να κάνω κάποια σχόλια για την καλλιτεχνική ζωή του Λονδίνου ή του Βερολίνου, δε μπορώ να κάνω το ίδιο και για την Αθήνα. Πήγα και είδα τη Documenta, που τη θεωρώ μέγα σκάνδαλο. Είναι απίστευτο ότι το ελληνικό κράτος έδωσε 80 εκατομμύρια για να τη στηρίξει! Αυτά τα χρήματα έπρεπε να δοθούν στους καλλιτέχνες που δημιουργούν στην πόλη. Όπου και όποτε συμβαίνει αυτό, υπάρχει μεγάλη άνθηση των τεχνών. Κι έτσι θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια σκηνή όπου οι αυθεντικές καλλιτεχνικές φωνές της Αθήνας θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να επιβιώσουν.

Ας πάμε στα ποιήματα. Ποιος είναι ο «Ένας δρόμος στην Αθήνα»;
Είναι ένας φανταστικός δρόμος. Στο κέντρο της Αθήνας, Εξάρχεια, Μεταξουργείο.

Στα ποιήματά σου δεν ονομάζεις δρόμους, πλατείες, γειτονιές της Αθήνας. Μόνο ο Λυκαβηττός αναφέρεται σε κάποιο στίχο.
Ναι, υπάρχει και σε άλλα ποιήματά μου! Δεν έχω ιδιαίτερη σχέση με το Λυκαβηττό. Στην πρώτη ενότητα, ήμουν νέος στην Αθήνα κι έκανα αυτό το πείραμα: για οχτώ μέρες γυρνούσα σε μια πόλη που είχα να τη δω σαράντα χρόνια. Καθόμουν στα καφενεία και παρακολουθούσα τους ανθρώπους. Τα ποιήματα λοιπόν ξεκίνησαν ως ποιήματα παρατήρησης. Από την άλλη, βρήκα ένα μεταχειρισμένο βιβλίο, τους «Ελληνικούς Μύθους» του Ρόμπερτ Γκρέιβς, που είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Κάποιοι από τους ελληνικούς μύθους είναι πραγματικά πολύ παράξενοι, όπως ο θάνατος του Ορφέα. Το κομμένο κεφάλι του έφυγε με τη ροή του ποταμού τραγουδώντας ως τη Λέσβο… Κάποια από τα καθημερινά πράγματα που παρακολουθούσα λοιπόν πυροδότησαν μια πιο μυθοπλαστική μετάφραση της πραγματικότητας.

Αν λείπανε οι μύθοι, η Αθήνα θα `ταν τόσο ωραία;
Ναι! Εξάλλου αυτό δε θα μπορούσε ποτέ να συμβεί. Ακόμα και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μύθους!

Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου, η «Εποχή των Ροδιών», γράφτηκε κι αυτή στην Αθήνα, ε;
Ναι, γράφτηκε μετά το «Δρόμο». Και τα «collected», κυρίως στο Βερολίνο.

Αυτά είναι όλα τα ποιήματά σου;
Όχι, υπάρχουν πολλά στο συρτάρι. Αυτή όμως είναι η πρώτη έκδοση παγκοσμίως! Πρώτη φορά βλέπει ο αναγνώστης το αγγλικό κείμενο και πρώτη φορά γίνεται η μετάφραση ταυτοχρόνως. Υπάρχει ποιητική δουλειά μου μεταφρασμένη στα γερμανικά, αλλά όχι βιβλίο ολόκληρο.

Επομένως κι ένας Σκωτσέζος που θέλει να σε διαβάσει θα παραγγείλει από τη bibliotheque;
Κάπως έτσι!

Διαβάζεις καθόλου Έλληνες ποιητές;
Ναι, έχω και αγαπημένους: Καρυωτάκη, Καββαδία, Ρίτσο, λίγο Κική Δημουλά, και Καβάφη – αλλά αυτός είναι παγκόσμιος!

Πώς σου φαίνεται η ελληνική ποίηση;
Μ` αρέσει η ελληνική ποίηση γιατί είναι άμεση, έχει τη δύναμη, την ισχύ της εικόνας. Μπορείς να καταλάβεις ότι ένα ποίημα είναι ελληνικό από τη γοητεία που ασκεί η εικόνα του. Παντού υπάρχει το τοπίο, οι θεοί, οι μύθοι. Πάντως μερικές φορές το παρακάνουν με τις αναφορές και δε θέλω όταν διαβάζω ποίηση να ανατρέχω στις εγκυκλοπαίδειες για να καταλάβω τι μου γίνεται.  Ο Καβάφης μπορεί να αναφέρεται διαρκώς σε ονόματα, αλλά η ποίησή του είναι ανοιχτή. Δε χρειάζεται να τρέχεις σε ακαδημαϊκά συγγράμματα για να τον καταλάβεις.

Γάτα

Κάθε μπαρ
θα έπρεπε να έχει μια γάτα
μια μικρή μαύρη γάτα
όπως αυτή εδώ
για τους παλικαράδες
στιβαρούς
μέσα στα μαύρα μπλουζάκια τους
και γένια και μπιχλιμπίδια
και κάρτες και σκληρά ποτά
και βαρύτητα
στο φαίνεσθαι
και αυστηρά πρωτόκολλα
του είμαι και δείχνω ζόρικος:
Για κάθε μπαρ
μια μικρή κεραμιδόγατα
γύρω από τις μπότες και την καρέκλα και τα πόδια του τραπεζιού
και χέρια που ξεφεύγουν ντροπαλά:
Μια μικρή μαύρη γάτα
σαν αυτή εδώ
μήνυμα
αγγελιοφόρος
από έναν εντελώς άλλο κόσμο
Σε κάθε μπαρ
μια γάτα
και τρυφερότητα που ζητήθηκε
και δόθηκε
σε ανταπόδοση
φέρνει παρηγοριά
στα κρυφά
παρηγορεί την καρδιά.
.

Στην Ελλάδα είναι συνηθισμένο να μελοποιούνται τα ποιήματα. Εσύ θα ήθελες να μελοποιηθείς;
Ένα καλό ποίημα έχει έναν εσωτερικό ρυθμό κι αυτό είναι ίσως το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η μετάφραση. Ενώ μια μετάφραση μπορεί να κάνει γνωστή την ιδέα ενός ποιήματος, καμιά φορά χάνεται ο εσωτερικός ρυθμός. Αλλά τα ποιήματα θα μπορούσαν να μελοποιηθούν – πλάκα θα `χε! Δεν έχουν γραφτεί για να γίνουν τραγούδα, αλλά ok!

Ποια είναι η επόμενη πόλη που θα εγκατασταθείς;
Εδώ! Άντε, μια βόλτα στο Βερολίνο.

Πότε θα γράψεις το πρώτο ποίημά σου στα ελληνικά;
Θέλω να προσπαθήσω. Σε κανα δυο χρόνια ίσως. Εσένα πώς σου φάνηκαν τα ποιήματά μου;

Μου φάνηκαν ότι λένε αυτό που πρέπει να ειπωθεί, χωρίς περιττές λέξεις. Ξεχώρισα κάποια που μ` άρεσαν πολύ. Οι αγαπημένοι μου στίχοι σου είναι αυτοί: «Κηδεία, σε ρωτώ / ποιο μαύρο να φορέσω;  / το μαύρο ποιας νύχτας; … ». Πολύ ελληνικό δεν είναι;  


 

 

Πρόσωπο

Δεν έχεις πρόσωπο.
Θα σου σχεδιάσω μάτια.
Θα σου σχεδιάσω χείλια.
Αν δεν σχεδιάσω τα πόδια σου,
δεν θα μου σηκωθείς να φύγεις.
Θα κάνω ό,τι μπορώ.
Δεν μπορώ να σχεδιάσω τη σκέψη σου.
Δεν μπορώ να σχεδιάσω τη φωνή σου.
Θα σχεδιάσω την καρδιά μου
σε αδρή ομοιότητα με τη δικιά σου,
και πώς το χέρι σου με περιγράφει
λευκό σαν κιμωλία
κόντρα σε μια νύχτα σαν μαυροπίνακα.
Τα περαιτέρω, τα αφήνω πάνω σου.
Θα σχεδιάσεις τα πόδια μου ώστε να έρθω πιο κοντά
δίπλα σου,
και την καρδιά σου
σε λεπτή ομοιότητα με τη δικιά μου,
στην ελπίδα και τις προσεγγίσεις της,
τούτο το σχέδιο,
τούτη η γραμμή.

 

 .