«Nιώθω πολύ άβολα εδώ» λέει ο Γιάννης Μακριδάκης, κι αν τον έχεις διαβάσει, καταλαβαίνεις ότι το εννοεί. Αρχές Σεπτέμβρη βρέθηκε στην Αθήνα με φουλ πρόγραμμα, αφού φρόντισε να χωρέσει μέσα σε λίγες μέρες όλες τις μαζεμένες υποχρεώσεις του. Ένας από τους λόγους για τους οποίους ήρθε ήταν και για να παρακολουθήσει το ανέβασμα του «Ήλιου με δόντια» από μια θεατρική ομάδα της Σκύρου.
Ξεκινώντας την κουβέντα μας τού ζήτησα να μου απαριθμήσει τα έργα του που δραματοποιήθηκαν κι ανέβηκαν στο θέατρο – κι έμαθα και για ένα που πήρε το δρόμο του για το σινεμά:

Έγινε πέρυσι ο «Ανάμισης ντενεκές» από τη Μαρία Αιγινήτου με το Χάρη Χαραλάμπους, που είναι εξαιρετικός. Τον είδα τρεις φορές. Σπουδαίος καλλιτέχνης. Και ευρηματική η σκηνοθεσία της Μαρίας. Σα να αφηγείται την ιστορία ο ηθοποιός κάνοντας όλα τα πρόσωπα ταυτόχρονα. Ο «Ανάμισης ντενεκές» είναι μεγάλο έργο κι έχει πολλές παραμέτρους κι όταν μου είχε πει η Μαρία ότι διάλεξε αυτό το βιβλίο να το κάνει θέατρο δε μπορούσα να καταλάβω με το μυαλό το δικό μου πώς θα το έκανε. Και πήγα κι έμεινα έκθαμβος με το αποτέλεσμα.
Μετά είναι ο «Ήλιος με δόντια». Ο Βασίλης ο Βασιλάκης έξι χρόνια το παίζει και τώρα προέκυψε αυτή η ομάδα από τη Σκύρο, που κάνανε μια άλλη διασκευή. Η «Άλωση της Κωσταντίας» έγινε θεατρικό από το Χρήστο Βαλαβανίδη με τη Βαγενά, τη Γερασιμίδου και το Βασίλη Παλαιολόγο, και μετά έγινε η «Πρώτη φλέβα», σε σκηνοθεσία και ερμηνεία Αρκαδίας Ψάλτη και Γιώργου Σταυρινού.
Στο σινεμά τώρα, ο Γιάννης Λαπατάς έκανε ταινία τη «Δεξιά τσέπη του ράσου». Είναι η πρώτη ταινία που βγαίνει στην Ελλάδα από συνεταιριστική παραγωγή. Οι απολυμένοι με την κρίση εργαζόμενοι στον κινηματογράφο ή σε τηλεοράσεις κάνανε την ΑΡΤΕΜΙΣ production, μια συνεργατική εταιρεία παραγωγής, και η πρώτη τους ταινία είναι αυτή. Είναι πολύ σημαδιακό αυτό.

Μία ταινία και τέσσερα θεατρικά λοιπόν – το ένα δυο φορές. Τι τους τραβάει τους σκηνοθέτες στο έργο σου;
Η προφορικότητα ίσως, το αφηγηματικό στυλ, που είναι πιο πολύ άμεσο. Αυτό που κάνεις κι εσύ, που λες «θέλω μια συνέντευξη φυσική», αυτό μ` ενδιαφέρει κι εμένα. Ξεκίνησα το 1997 τελείως ενστικτωδώς και πήγαινα σε διάφορα χωριά της Χίου και άκουγα ιστορίες που με συνάρπαζαν. Κι άρχισα να ηχογραφώ ανθρώπους. Το `κανα αυτό με συνέπεια και αγχωτικά. Για δέκα χρόνια ζούσα μόνο μέσα στη Βιβλιοθήκη του Κοραή και στις βόλτες μου και στις απομαγνητοφωνήσεις μου και στα γραπτά μου. Δεν είχα σχέση με την πραγματικότητα. Μια φορά μου είπαν για μια αρρώστια που ήταν σε έξαρση και δεν καταλάβαινα. Από κει βγήκε η λογοτεχνία. Δεν το `χα σκοπό. Μεγάλωσα σε ένα μέρος που δεν είχα βιβλία. Άσε που μεγάλωσα με την πεποίθηση πως οι συγγραφείς είναι νεκροί.

Δεν είχες συναντήσει ποτέ κανέναν ζωντανό;
Πού να τον συναντήσω; Στα 35 μου συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν άνθρωποι που λέγονται συγγραφείς. Ίσως γι` αυτό ακόμα πιστεύω πως δε μπορείς εύκολα να λέγεσαι συγγραφέας. Είναι ένας τίτλος τιμής.

Γιατί, κι ο ποιητής δεν είναι τίτλος τιμής;
Το ίδιο. Για το ποιος είναι συγγραφέας ή ποιητής θα αποφασίσει ο χρόνος. Όλοι οι καλλιτέχνες είμαστε ασκούμενοι. Γιατί δεν είναι μόνο θέμα έργου, αλλά και στάσης ζωής. Άμα αρχίσεις άλλα να λες κι άλλα να κάνεις, ξεφτιλίζεις και το έργο σου. Όσο ζεις ασκείσαι. Να τιμάς πρώτα εσύ το έργο σου και μετά οι άλλοι. Για μένα όλα άσκηση είναι.

Πώς ξεκίνησε αυτή η άσκηση; Η αφετηρία της ήταν μόνο αυτές οι ηχογραφήσεις που ανέφερες;
Ίσως κι επειδή η μάνα μου είναι πολύ καλή αφηγήτρια και από μικρό παιδί την ακούω. Άμα πιάσει η μάνα μου τώρα να σου περιγράψει πώς έπαθε αποκόλληση υαλοειδούς και τι ένιωθε, θα πεις «αυτό είναι θέατρο». Μάλλον από κει πήρα. Δεν είχα ποτέ σκεφτεί ή ονειρευτεί ή φανταστεί να γράψω βιβλία, λογοτεχνία. Ούτε καν.

Πώς μπορείς λοιπόν να διδάξεις κάτι στο οποίο ουσιαστικά είσαι αυτοδίδακτος; Σε ρωτάω με αφορμή τα εργαστήρια που κάνεις στη Χίο.
Α, πολύ ωραία ερώτηση. Αναρωτιόμουν πολλά χρόνια τι κάνουν στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής και πώς γίνεται να υπάρχουν τέτοια πράματα.

Δεν τα σνόμπαρες;
Και τώρα, ακόμα. Δεν γίνεται να υπάρχει τέτοιο πράμα.

Κι εσύ, τα εργαστήρια που κάνεις, τι είναι;
Βιωματικά. Τελείως. Μαζευόμαστε εκεί μια παρέα ανθρώπων κάθε δυο βδομάδες ή όποτε το ορίσουμε εμείς, εξαρτάται αν γίνονται στη Χίο ή στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα δε μπορώ∙ δε με εμπνέει το περιβάλλον. Ξεκίνησα, προσπάθησα, αλλά δε με εμπνέει καθόλου. Γιατί δε μ` εμπνέουνε και οι τιμές που παίζουν. Πρέπει να υπάρχει και ένα αντίτιμο για να καλύπτεις κάποια έξοδα, αλλά εδώ είναι πολύ υψηλό και δε θέλω να το κάνω.

Αυτό ίσως συμβαίνει στα μεγάλα βιβλιοπωλεία ή σε άλλους φορείς. Υπάρχουν όμως και άλλοι που κάνουν σεμινάρια σε ιδιωτικό χώρο, σπίτι τους.
Άσε, με την Αθήνα δεν το `χω. Πρέπει και να πηγαινοέρχομαι… Θα σου πω τι κάνω στο κτήμα. Την άνοιξη μαζευόμαστε τριήμερα: Πάσχα, Πρωτομαγιά, Αγίου Πνεύματος, με ευκαιρίες τέτοιες. Έρχονται άνθρωποι από Θεσσαλονίκη – Αθήνα. Μέχρι οχτώ∙ όχι παραπάνω. Μεριμνώ εγώ να μένουνε σε σπιτάκια στο χωριό σε πολύ χαμηλές τιμές και μαζευόμαστε κάθε πρωί στο κτήμα και κάνουμε μία συμβίωση – συνύπαρξη: μαγειρεύουμε, καθαρίζουμε λαχανικά, συζητάμε όλοι μαζί. Από τη συζήτηση για τη ζωή μας, γι` αυτά που γράφουμε, κι από κάποια κείμενα που τους έχω πει να διαβάσουν, κάποια θεματάκια που γράφουμε, βγαίνουνε άλλες ιδέες για να πάμε παρακάτω. Σχολιάζουμε πάνω στα κείμενά τους επί του πρακτέου, κι εγώ προσπαθώ να μεταδώσω κάποιες εμπειρίες που κατάλαβα και μετά σα μαθηματικός τις θεωρητικοποίησα λίγο, πάνω στο ύφος, πάνω στην έναρξη της αφήγησης, σε τεχνικές αφήγησης και πάνω στη φιλοσοφία ότι η λογοτεχνία είναι ελεύθερη στην κοινωνία και γύρω μας κι εμείς σαν άνθρωποι πρέπει να `μαστε ανοιχτοί στην τέχνη συνεχώς, να έχουμε ανοιχτά τα μάτια μας και τα αυτιά μας και τις κεραίες μας ανοιχτές στη συναναστροφή μας με τους ανθρώπους. Έτσι δημιουργούνται ομάδες ανθρώπων που δένονται μεταξύ τους γιατί γράφουν μικρά κείμενα και τα διαβάζουν όλοι μπροστά σε όλους και έχουνε μία φιλοσοφία ούτε ευγενούς άμιλλας ούτε συμβιβασμού ούτε ανταγωνισμού: είναι αλληλοσυμπλήρωση. Δηλαδή ο καθένας βλέπει τον άλλο ως συμπλήρωμα δικό του και ως έναν άνθρωπο που έχει γράψει κάτι και ενδιαφέρεται ν` ακούσει τη γνώμη του και δημιουργούνται ωραίες ατμόσφαιρες.

Αυτή η ατμόσφαιρα που περιγράφεις, αν αφαιρέσουμε το λογοτεχνικό κομμάτι, μου θυμίζει κάτι από επίσκεψη σε μονή του Αγίου Όρους. Έχει κάτι μοναστηριακό. Εσύ θα πήγαινες σε εργαστήριο του Μακριδάκη;
Να σου πω. Για να το κάνω εγώ τώρα αυτό, σημαίνει ότι θα πήγαινα. Τίποτα δεν κάνω έτσι.

Σε ποια φάση; Πριν αρχίσεις να γράφεις ή τώρα που έχεις βγάλει τόσα βιβλία;
Άμα έχεις γράψει κάποια πράματα και είναι λίγο αναγνωρίσιμα, δε μπορείς να πας σε ένα εργαστήρι γιατί η παρουσία σου μπορεί να παρεξηγηθεί, να θεωρηθεί κάπως. Δε νιώθεις και καλά να πας. Χίλια δυο. Εγώ τώρα, στη φάση που είμαι, δε θα πήγαινα. Αλλά αν ήμουν ένας άνθρωπος που είχα κάνει ένα βιβλίο, που ασχολιόμουν με τη λογοτεχνία, θα πήγαινα σε ένα τέτοιο εργαστήρι γιατί είναι βιωματικό, πολύ αληθινό – και φτηνό. Πιο πολλά θες για να πας διακοπές κάπου αλλού παρά να έρθεις εκεί και να κάνουμε όλο αυτό το πράμα. Δεν είναι κίνητρο το χρήμα ούτε κίνητρο είναι να βγουν συγγραφείς. Κίνητρο είναι η αλληλεπίδραση, η συμβίωση, η συνύπαρξη και η δημιουργία ομάδας και σχέσεων. Γι` αυτό και πολλοί άνθρωποι έχουν αλλάξει και τη ζωή τους. Έχουν παραιτηθεί από δουλειά, έχουν φύγει από την Αθήνα, επηρεασμένοι από τα εργαστήρια – και από τα λογοτεχνικά και από τα άλλα που έκανα παλιότερα: φυσικής καλλιέργειας, φυσικής ζωής, πάνω στο ίδιο φιλοσοφικό μοτίβο.

Είσαι σίγουρος ότι τους έκανες καλό;
Έτσι λένε. Νιώθουν καλά. Μπορεί να μη γράφουν, αλλά έχουν μια άλλη προσέγγιση στη ζωή. Στη Θεσσαλονίκη, από τους σαράντα περίπου συμμετέχοντες στα εργαστήρια που έκανα, οι δεκαπέντε – δεκαοκτώ συνεχίζουν να βρίσκονται κάθε δεύτερο Σάββατο, να βάζουν θέματα μεταξύ τους, να γράφουν, να τα συζητούν, και να μου κάνουνε λογοτεχνικά μνημόσυνα, όπως λέω. Τώρα θα βγάλουν κι ένα ανθολόγιο με τα κείμενά τους και είναι πολύ ωραίο που υπάρχει μια ζωντανή λογοτεχνική ομάδα στη Θεσσαλονίκη.

Εσύ τι κερδίζεις απ` όλο αυτό;
Όλη η ομορφιά είναι η ανθρώπινη επικοινωνία. Εγώ πήγα στη Θεσσαλονίκη, έκατσα τρεις μήνες, έβγαλα τα έξοδα της διαβίωσής μου μόνο, ούτε λεφτά έφερα πίσω, αλλά τώρα νιώθω ότι η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που όταν πάω θα έχω από πενήντα σπίτια τα κλειδιά. Ακούω, σκέφτομαι Θεσσαλονίκη και νιώθω λαχτάρα να πάω.

Τα εργαστήριά σου απευθύνονται μόνο σε ενήλικες;
Όχι, έρχονται και σχολεία. Υπάρχουν καθηγητές με μεράκι, με τσαγανό να δώσουν στα παιδιά μια διαφορετική εμπειρία. Κάνουμε ένα πρόγραμμα που πέρσι το ξεκινήσαμε. Σε Λύκεια ή και στην τρίτη Γυμνασίου φτιάχνουν μια λογοτεχνική ομάδα από παιδιά που τους ενδιαφέρει να διαβάσουν κάποια βιβλία. Είναι μια ομάδα απ` όλες τις τάξεις, κάπου τριάντα παιδιά. Διαβάζουν τα βιβλία μου – τα μοιράζονται, όχι όλα το κάθε παιδί – και πηγαίνω στο σχολείο Νοέμβριο – Δεκέμβριο και κάνουμε μια συνάντηση και μιλάμε. Την άνοιξη έρχονται στο χωριό και κάνουμε ένα λογοτεχνικό εργαστήρι. Τα παιδιά παίρνουν καινούρια βιώματα, γουστάρουν και γράφουν και ωραία κειμενάκια. Και κάνουν και μια εκπαιδευτική εκδρομή στο νησί, μαθαίνουν το νησί με έναν άλλον τρόπο. Εγώ τα κάνω εντελώς αφιλοκερδώς όλα αυτά. Και το νησί έχει έναν επιπλέον οικονομικό πόρο.

Ας πούμε για το νησί. Όταν επικοινωνήσαμε και είπαμε ότι θα ερχόμουν – βέβαια εσύ με πρόλαβες και ήρθες Αθήνα – το ανακοίνωσα στον κύκλο μου και άκουσα διάφορα: «Μπράβο, ωραίος άνθρωπος ο Μακριδάκης!», «Α, ο Μακριδάκης ακτιβιστής, δήθεν εναλλακτικός, όλο δημόσιες σχέσεις κ.λπ.». Εσύ νιώθεις αμφιλεγόμενη προσωπικότητα;
Όχι. Εντάξει, όποιος άνθρωπος έχει μια θέση δημόσια πολιτική ή κοινωνική, έχει κάποιους που τον εκτιμούν και τον σέβονται, κι άλλους που όχι. Το ξέρω, χρόνια. Εμένα αυτό που με κουράζει και με αγανακτεί όσα χρόνια καταλαβαίνω τη ζωή και παρεμβαίνω είναι ότι εγώ μιλάω πολιτικά και οι περισσότεροι των ανθρώπων που έχουν διαφωνία μιλάνε προσωπικά. Γυρίζουν τη διαφωνία σε προσωπικό επίπεδο.

Στη Χίο ιδιαίτερα δεν ένιωσες ποτέ παρεξηγημένη προσωπικότητα από τη μικρή τοπική κοινωνία;
Ναι, εντάξει. Στη Χίο, όταν πριν είκοσι χρόνια σταμάτησα τα πάντα και ξεκίνησα να κάνω το «Πελινναίο» και πήρα μια φωτογραφική μηχανή κι ένα μαγνητοφωνάκι και γύριζα τα βουνά, ο πρώτος που με παρεξήγησε και με καταδίκασε μέσα του σε μη αποδοχή ήταν ο πατέρας μου. Φαντάσου. Δε με αποδεχόταν γιατί παράτησα τα μαθηματικά που σπούδασα, δεν πήγα ούτε να διοριστώ ούτε να δουλέψω καθηγητής σε φροντιστήριο. Τον ρωτάγαν «τι κάνει ο γιος σου» και ντρεπόταν ν` απαντήσει. Το 2010 πήγε στο Γεννηματά να κάνει μια επέμβαση κι όταν πέρασε ο γιατρός τη δεύτερη μέρα να τον δει, τον ρώτησε: «Μακριδάκης, από Χίο, έχεις καμία σχέση με το συγγραφέα;». Εκεί μ` αποδέχτηκε.

Δε σκέφτηκες να εγκαταλείψεις τη Χίο; Γιατί διάλεξες να μείνεις εκεί και να παλέψεις;
Η Χίος μ` εμπνέει. Μ` ενέπνεε πάντα. Μ` αρέσει.

Στη Βολισσό μεγάλωσες;
Όχι, στην πόλη. Από γονείς Μικρασιάτες.

Άρα κατά κάποιο τρόπο έφυγες απ` τη γενέτειρά σου κι έφτιαξες το δικό σου χωριό, μια δική σου Χίο.
Όταν έκανα το περιοδικό γυρνούσα το νησί – το έχω περπατήσει όλο- και επέλεξα τη Βολισσό και ξεκίνησα να ζω εκεί.

Εγώ μεγάλωσα σε αγροτική οικογένεια κι αυτά που εσύ ανακάλυψες σε μεγάλη ηλικία τα έχω ήδη βαρεθεί. Δε βρίσκω καμιά γοητεία στην αγροτιά. Ενώ εσύ μοιάζει να βρίσκεις γοητεία σε κάτι που δεν έζησες. Έτσι είναι;
Δε βρίσκω γοητεία. Αυτό μ` αρέσει και το κάνω μ` έναν άλλο τρόπο, όχι τον παραδοσιακό.

Προτείνεις αυτό τον τρόπο ζωής σε κάθε άνθρωπο;
Όχι.

Το «Ζουμί του πετεινού» γιατί το `γραψες τότε;
Γιατί όταν έφτασα εγώ να ζω εκεί, έχοντας κάνει έναν μεγάλο κύκλο στην αστική κοινωνία με συναναστροφή με ανθρώπους πολύ ισχυρούς οικονομικά, συνειδητοποίησα ότι μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να μην έχουν φύγει ποτέ από ένα κτήμα, μια φάρμα, ένα χωριό, και να είναι πραγματικά ευτυχισμένοι και πραγματικά πλούσιοι. Ενώ οι άνθρωποι που είχα γνωρίσει τόσα χρόνια απ` το Λονδίνο μέχρι τη Χίο, μέσα στα λεφτά, δε μου φαίνονταν ευτυχείς και συνειδητοποιημένοι.

Εγώ όμως το διάβασα αλλιώς: σα να μας προτείνεις να πάμε όλοι να φτιάξουμε ένα μπαξέ και να ζούμε απ` αυτόν – εκτός συστήματος, εκτός κρίσης, εκτός μνημονίων.
Αυτό το προτείνει ο ήρωας του βιβλίου, όχι εγώ.

Παρά τις λογοτεχνικές του αρετές, η πρόταση του βιβλίου μού φαίνεται αφελής. Γι` αυτό βάζεις έναν λαϊκό άνθρωπο να την εκφράσει;
Μπράβο. Εσύ έκανες ένα λάθος που έκανε και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, που τον εκτιμώ ως κριτικό λογοτεχνίας. Έγραψε λοιπόν ότι ο Μακριδάκης στο «Ζουμί του πετεινού» κάνει διδακτισμό. Και ένιωσα αγανάκτηση. Γιατί δεν κάνω εγώ διδακτισμό αλλά ο ήρωάς μου. Έχω δικαίωμα να φτιάξω έναν ήρωα που κάνει διδακτισμό.

Δε μιλάει όμως κι ο συγγραφέας μέσα από τον ήρωά του; Εσύ απλά τον ακούς;
Όλο το βιβλίο είναι ο ήρωας. Εγώ αυτόν τον άνθρωπο τον ξέρω. Έχει μια ταβέρνα στο χωριό, τη Φάμπρικα. Και είναι και περήφανος. Όποιος πάει εκεί, του δείχνει το βιβλίο. Οπότε εγώ δείχνω την προσωπικότητά του, έχοντας βέβαια κάνει και τη λογοτεχνική μου παρέμβαση. Το ίδιο έχω κάνει και στην «Πρώτη φλέβα», με την πόρνη και το ναυτικό. Θέλω να πω ότι δεν είμαι εγώ, δεν είναι η δική μου φιλοσοφία αυτή. Απλά δείχνω έναν άλλο δρόμο που βρήκα από έναν άνθρωπο και λέω «παιδιά, δείτε το κι αυτό». Γιατί το θεωρώ λογοτεχνία. Θα ήταν πολύ αφελές να κάνω μια πολιτική πρόταση μέσα από ένα λογοτεχνικό μου έργο. Τα βιβλία μου είναι πολιτικά, αλλά υποδορίως περνάει το μήνυμα. Δε θα το `κανα ποτέ έτσι. Εγώ ένιωθα μια ψυχική διέγερση όταν άκουγα το συγκεκριμένο άνθρωπο να μιλά, ένιωθα ότι αυτός είναι ένας λαϊκός λογοτέχνης και έφτιαξα ένα μικρό μύθο πάνω στα λεγόμενά του. Τίποτα παραπάνω. Δηλαδή κατέγραψα μια λογοτεχνία υπάρχουσα, όπως έχω κάνει και στην «Πρώτη φλέβα», όπως έχω κάνει και στο «Λαγού μαλλί».

Μιας και ανέφερες το «Λαγού μαλλί»: σ` αυτό, όπως και στο «Ζουμί του πετεινού», πιάνεις την κρίση και τα μνημόνια. Στο «Όλα για καλό» πιάνεις το μεταναστευτικό. Πώς είναι να μιλάς για θέματα της επικαιρότητας; Μήπως είναι λίγο οπορτουνιστικό;
Δεν το έχω δει ποτέ έτσι.

Σε έχουν κατηγορήσει ότι πιάνεις τέτοια θέματα για να πουλήσεις;
Δεν το έχω ακούσει τουλάχιστον. Αλλά ο συγγραφέας νομίζω είναι μια κεραία της εποχής του, ρε παιδί μου.

Υπάρχει η άποψη ότι δε μπορούμε να μιλήσουμε ακόμα για την κρίση.
Να κάνουμε ιστορική εκτίμηση κι αποτίμηση δε μπορούμε. Στο «Λαγού μαλλί» πήρα έναν αυθεντικό ψαρά και πάνω στα λόγια του έφτιαξα μια ιστορία που ανέδειξε το θέμα της αξιοπρέπειας, που είναι το πιο σημαντικό που χάσαμε σ` αυτή την οκταετία και ως άνθρωποι και ως κράτος. Και το «Λαγού μαλλί» το έγραψα όταν ο Παπανδρέου πήγε στο Καστελόριζο και στάθηκε προφητικό, αφού η αξιοπρέπειά μας ήταν αυτό που θα θιγόταν.

Μίλησες για οκταετία. Έχει τελειώσει η ιστορία αυτή;
Με τη συριζαίικη λογική, ναι. Μπούρδες. Τώρα ξεκινάει και θα βλέπουμε τα αποτελέσματά της κάθε χρόνο και χειρότερα. Εγώ θεωρώ ότι η αριστερά αυτή, όπως έλεγα και πριν την κρίση, είναι μια επενδυτική αριστερά. Αριστερά των επενδυτών. Θα έβγαιναν για να διαχειριστούν αυτό το πράγμα και να μας κάνουν να συνηθίσουμε τη νέα κατάσταση. Αυτό και έγινε. Γι` αυτό κι εγώ δεν τους ψήφισα και ποτέ. Τους ψήφισα μόνο το `12. Τι να πω. ΚΚΕ, εκεί, ξανά.

Σκέφτηκες ποτέ να πολιτευτείς;
Όχι.

Ούτε στην τοπική αυτοδιοίκηση;
Όχι, όχι. Γιατί στην τοπική αυτοδιοίκηση σε τρώει η καθημερινότητα, να μαζέψεις τα σκουπίδια, να δώσεις νερό. Να είμαι κοντά σε κάποιο δήμαρχο που να μπορούμε να συνεργαστούμε, να ακούσει κάποιες προτάσεις μου, ναι. Εμένα μ` ενδιαφέρει πάρα πολύ το θέμα του περιβάλλοντος και του τρόπου που υπάρχουμε σ` αυτό: η ολιστική ματιά του συστήματος. Άμα διαβάσεις το «Αντί στεφάνου», τα απορρίμματά μας και τα περιττώματά μας είναι η αρχή κάθε πολιτικής μας κίνησης. Ο τρόπος διαχείρισης και η ποιότητα των απορριμμάτων και των περιττωμάτων μαρτυρεί πόση συνειδητότητα έχουμε για το σύμπαν. Και ξεκινώντας από κει, μπορούμε να εκπαιδεύσουμε πολιτισμικά τους ανθρώπους. Έχω προτείνει στον τοπικό δήμαρχο πολλά πράγματα πάνω στην αλλαγή της καταναλωτικής κουλτούρας – όσον αφορά τη διατροφή, τη διαχείριση των απορριμμάτων.

Σε παίρνει στα σοβαρά;
Όχι.

Τι είσαι τελικά για τη Χίο; Ένα αξιοθέατο; Θυμάμαι, στην παρουσίαση του «Ήλιου με δόντια» στον Ευριπίδη στο Χαλάνδρι, ήταν κάτι κυρίες διαβασμένες, και είπαν ότι ήταν διακοπές στο νησί και κάλεσαν στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου ζητώντας ένα ραντεβού με το Γιάννη Μακριδάκη.
Εντάξει, αυτά συμβαίνουν.

Έχω την αίσθηση ότι οι Χιώτες περισσότερο σ` εκμεταλλεύονται παρά σ` ακούνε.
Μπα, ούτε αυτό δεν κάνουν – μακάρι να το κάνανε. Είναι αρκετοί οι άνθρωποι που έρχονται στο νησί λόγω των βιβλίων μου, αλλά αυτό δεν έχει γίνει συνείδηση στην τοπική κοινωνία.

Η τόση επικοινωνία με τον κόσμο δε σε κουράζει μερικές φορές; Δε νιώθεις την ανάγκη να απομονωθείς να γράψεις;
Μα αυτό συμβαίνει. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο δεν υπάρχει συναναστροφή με κόσμο – μόνο πέρυσι πήγα στη Θεσσαλονίκη για τα εργαστήρια. Τότε γράφω.

Μέρα ή νύχτα;
Μέρα. Ξυπνάω πρωί, στις 5.

Νιώθεις καθόλου ασκητής;
Κάποιες φορές το χειμώνα όταν είμαι στο κτήμα, όπου μένω σε ένα καλύβι δεκαπέντε τετραγωνικά και η κουζίνα είναι απ` έξω, μ` ένα πετρογκάζ, και ζω εκεί και γουστάρω εκεί, μες στο κρύο, κι η θάλασσα φουρτουνιασμένη, και γύρω γύρω να μην είναι κανένας, νιώθω κάπως έτσι και μ` αρέσει. Αλλά σε άλλες φάσεις, όχι. Ο χειμώνας είναι ωραίος. Απ` το Γενάρη και μετά βλέπεις κάθε μέρα την άνοιξη να πλησιάζει όλο και πιο έντονα.

Αγχώνεσαι μήπως δεν ξαναγράψεις ποτέ;
Όχι πια. Δε μ` ανησυχεί καθόλου. Αν συμβεί, θα πω ότι ίσως έχω γίνει καλά και δε χρειάζεται να ξαναγράψω.