Ο
σχεδόν καταραμένος Γιώργος Καρατζάς φαίνεται σαν να πέρασε λαθραία και από το λογοτεχνικό συνάφι και από τη ζωή. “Δεν ήταν καθιερωμένος, τον ήξεραν μόνο οι φίλοι του και οι γνωστοί του που μαζί κάποτε ξεκίνησαν, το μεγάλο αναγνωστικό κοινό τον αγνοούσε” [1]. Ακόμη και οι ανθολογίες στάθηκαν φειδωλές απέναντί του· ο Κώστας Στεργιόπουλος τον ανθολογεί με ένα ποίημα [2], και ο Μανόλης Αναγνωστάκης, του αφιερώνει τρεις σελίδες στην “Χαμηλή φωνή”, -τρία ποιήματα-, ανθολογία που περιέχει λυρικά ποιήματα ελάσσονων παραδοσιακών ποιητών που ήρθαν μετά τον Παλαμά και “των οποίων τη λυρική διάσταση προσδιόρισε ένα μέρος της παλαμικής ποίησης, εκείνο που είναι λυρικό” [3].

Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1912, φωτογραφία του δεν έχει διασωθεί, ενώ τα στοιχεία που έχουμε γι ´αυτόν είναι ελάχιστα. Όπως πληροφορούμαστε [4], σπούδασε νομικά -αλλά τα εγκατέλειψε “για λόγους υγείας”, -ήταν ραχητικός-, “και ανέμελης ζωής”, υπήρξε στενός φίλος και μαθητής του Τέλλου Άγρα και ακολούθησε τα βήματα των Γάλλων συμβολιστών των ήρεμων καιρών” [5].
.

«Πώς τόλμησα μια αγάπη να πιστέψω,
στο πρώιμο τ’ Αυγούστου πρωτοβρόχι;»

 

“Το πάθος του Καρατζά ήταν η ζωή, το τραγούδι του ήταν το στολίδι της, -το μόνο που μπορούσε να ´χει απ´ αυτήν. Αυτή που του ήταν απαγορευμένη… Μια φλέβα συγκίνησης κι ευαισθησίας του ´δωσε η ζωή, μ´ αυτό μόνο τον προίκισε: οδυνηρή κεραία, να συλλαμβάνει μ´ όλες τις λεπτομέρειες τα ρίγη των παλμών της, τις πλούσιες ευωδίες της, να νιώθει βαθύτερα και να υποφέρει πιο πολύ απ´ τον υλικό καημό της. Πώς να την βλέπει από μακριά και να μην μπορεί ν´ απλώσει το χέρι του να την αδράξει; Η παρηγοριά κι η λύτρωση δεν υπήρχαν πουθενά, η ποίηση τον έκραζε κοντά της, τον καταλάβαινε για δικό της, η θέρμη της του έφλεγε το παραμορφωμένο στήθος του” [6].

Ο Γιώργος Καρατζάς εμφανίστηκε στα γράμματα από τις σελίδες του περιοδικού “Ρυθμός” -που έβγαινε στον Πειραιά-, κατά την περίοδο 1933-1934. Σποραδικά δημοσίευε τα τραγούδια του στο περιοδικό της “Νέας Εστίας”, στα “Πειραϊκά Γράμματα”, καθώς και σε άλλες λογοτεχνικές επιθεωρήσεις. Στις αρχές του 1940, συγκέντρωσε την ποιητική του παραγωγή σε μια ολιγοσέλιδη πλακέτα που τιτλοφορήθηκε “Εσπερινά”.
.

«Στεγνά, παράταιρ’ αντηχεί
στο καλντερίμι, απ’ όξω, η μπότα.
Στην πολιτεία σβησμένα φώτα
και σιγανή, ψιλή βροχή.

Διπλή αγωνίας την τυραννά,
καθώς καμώνεται πως πλέχτει.
Με τα παιδιά η καρδιά της τρέχει
κι ούτε διψάει ούτε πεινά.

Τον τενεκέ με την μπογιά
σαν παίρνει, για να πάει να γράψει,
πόσο της έρχεται να κλάψει!
Μα τον φιλάει χωρίς μιλιά.

Τρέμει η αδύναμη καρδιά
στην τόση τόλμη του παιδιού της.
Το στερνό δάκρυ του ματιού της
στεγνώνει απάνω στην ποδιά.

Μ’ από το σπίτι όταν θα βγει,
ρόδο η ελπίδα της θ’ ανθίσει,
όταν στον τοίχο συλλαβίσει:
“Θάνατος στον καταχτητή!»
.

Η επαφή του με τον Άγρα, ήταν φυσικό να επηρεάσει τον τρόπο γραφής του ως προς το μέτρο, τον ρυθμό και τις εικόνες. Σημειώνει ο Σωτήρης Τριβιζάς [7]: “…Υπάρχει ωστόσο και μια λεπτή διαφορά, που εντοπίζεται στον τόνο: αυτό που στην ποίηση του Άγρα είναι συνήθως απόγνωση ή σπαραγμός, στην ποίηση του Καρατζά μετατρέπεται σε μια συγκρατημένη μελαγχολία γεμάτη εγκαρτέρηση, στο κατακάθι μιας ήρεμης θλίψης. Αυτός ο τόνος της μελαγχολικής εγκαρτέρησης διατρέχει ολόκληρο το έργο του Καρατζά και διαμορφώνει ως ένα βαθμό το προσωπικό του ύφος. Η ποίησή του ακούγεται υπαινικτική και χαμηλόφωνη σαν ψίθυρος, σαν μουσική παιγμένη μέσα από σουρντίνα. Με αυτά τα ταπεινά υλικά είναι φτιαγμένη η ποίησή του. Όχι με την ένταση του αισθήματος, αλλά με τον μακρινό του απόηχο. Όχι με τα ίδια τα πράγματα, αλλά με τη φευγαλέα αντανάκλασή τους”.

Γράφει και πάλι ο Τριβιζάς -με αφορμή το βιβλίο του για τους ελάσσονες ποιητές του μεσοπολέμου- [8] : “…Στο έργο αυτών των ποιητών, που δεν πήραν θέση στην ιστορία, μπορούμε να ανιχνεύσουμε όλα τα χαρακτηριστικά της αυθεντικής ποίησης: τη μουσικότητα του στίχου, την ένταση του βιώματος, τη γνησιότητα τους συναισθήματος, την πραγματική συγκίνηση. Είναι αλήθεια ότι το έργο τους, με τα συνηθισμένα μέτρα και σταθμά, δύσκολα θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε μείζον ή σημαντικό. Είναι επίσης αλήθεια ότι το κλίμα της μελαγχολίας που καλλιεργούν θεωρείται σήμερα ξεπερασμένο”· ενώ ο Αλέξανδρος Αργυρίου, στην εισαγωγή της ανθολόγησης του Μανώλη Αναγνωστάκη, αναφέρει πως είναι “ποίηση γραμμένη με τους παλιούς ρυθμικούς τρόπους”, και πως “εκφέρεται συμμετρικά”[…]. Ο Καρατζάς έμεινε μακριά από την προγραμματική ποίηση που κάτι θέλει να πει. “Η ποίησή του δεν είναι ποίηση ιδεών, είναι ποίηση εσωτερικού χώρου, ο ποιητής δεν ενδιαφέρθηκε για ιδέες και οράματα. Έμεινε επ´ έξω, όχι σαν άτομο αλλά σαν ποιητής, με λίγα λόγια εξέφρασε τον εαυτό του” [9].
.

«Αγωνία στα δάχτυλα κρυφή δέρνεται η ψυχή μέσα στη νότα,
στην πικρή που την κρατάει στροφή πέρα απ’ τα λουλούδια και τα φώτα.
Τα μαλλιά που μάταια θ’ αγαπήσω μ’ αντηλιές τα ράντισες ξανθές,
τ’ άταχτα μαλλιά, ριγμένα πίσω, δαχτυλίδια πλέκουν και στροφές.
Μια εξομολόγηση, που αργεί, στων ματιών σου χάθηκε την πάχνη,
στο ταξίδι τους την πήραν πελαργοί μα η καρδιά την άνοιξη θα ψάχνει.
Τέτοια μελετώ, ως με τυραννά η γλυκιά μορφή σου κι η αρμονία,
κι είναι το τραγούδι σου τα δειλινά όλο πίκρα και μελαγχολία.»
.

Ο Γιώργος Καρατζάς άνθισε και μαράθηκε σύντομα. Έζησε την φάση κατά την οποία η στιχουργική ποίηση των χαμηλών τόνων έδινε τις τελευταίες της μάχες και τελικά έχασε τον πόλεμο, ενώ η εμφάνιση της μοντερνιστικής γενιάς του ’30, συνέτεινε στο να ξεχαστεί και να αγνοηθεί. Κι αν το όνομά του δεν χαράχτηκε με χοντρά στοιχεία στις σελίδες της Γραμματολογίας, κι αν “δεν έκανε έργο μεγάλο, ούτε επεδίωξε -γιατί ήξερε πού μπορούσε να φτάσει η δύναμή του-, όσοι γνώρισαν τη φωνή του, θα θυμούνται τον στίχο του” [10].
.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ

Η ηρεμία τ’ απόβροχου έχει μείνει
στη στάλα ενός κλαδιού – κι η ανατριχίλα
συλλογισμούς για το χειμώνα δίνει.
Φεύγουν, με το νοτιά, τα ξερά φύλλα.
Μέρες του Οχτώβρη , εδώ, στην εξοχή
τραγούδια στα νερά , χρώμα στα δάση
και μόνη ανησυχία, με τη βροχή
η ιδέα του χωρισμού μην ωριμάσει.
κι έτσι τ΄αχνάρια της επιστροφής
στις ρηγιλές μήπως χαθούν εσπέρες
Έρχονται, τώρα, οι ώρες της σιωπής
και τ’ άσπρα, μικρά σύννεφα φοβέρες.
Μα η θαλπωρή, φθινόπωρο, ας κρατήσει,
κι η πρώτη, βιαστική, κρουστή σταγόνα,
τόσο, που η καρδιά να συνηθίσει
για τα κρύα τα βράδια του χειμώνα.
Αυτά τα βράδια, μόνος, ποιος περνά!
Έχουνε οι αψηλοί καπνοί παραστρατήσει.
Για ό,τι μικρό ἡ μεταμέλεια τυραννά,
κι είναι η μονότονη βροχή να μην αρχίσει.
.

Ο Ανδρέας Ανδρεόπουλος, στον “επικήδειο” που έγραψε δυο μήνες μετά τον θάνατο του ποιητή, σκιαγραφώντας το προφίλ του, συμπυκνώνει μέσα σε λίγες γραμμές την άσχημη μοίρα του, όχι μόνο μέσα στην ποίηση αλλά και έξω απ´ αυτήν. “…Όταν σου μιλούσε ήταν πάντα χαρούμενος, γελαστός. Το γέλιο του προσώπού του, τα αστεία του, η ζωηράδα του, ήταν μια απατηλή επίφαση επιθυμίας, στο βάθος το σκουλίκι δάγκωνε και του μάτωνε τα σωθικά…Αυτές οι απεγνωσμένες απόπειρες να πάρει μέρος στο πανηγύρι της ζωής, χάραξαν στο είναι του όλη την τραγικότητά του…, η έντονη αυταπάτη να είναι μέσα στη ζωή, τον απομάκρυνε από τον στίχο του”. Η αρρώστια, το ποτό και η έντονη νυχτερινή ζωή τον οδήγησαν στον θάνατο, σε ηλικία 36 ετών. Πέθανε 7 του Γενάρη του 1948.

“Δεν άνοιξε δρόμους ο Καρατζάς. Με τη μετρημένη λυρική του διάθεση, πήρε σεμνά έναν απλό καλαμένιο αυλό, να μας χαιδέψει την ακοή και την ευαισθησία μας” [11].


 

Παραπομπές
[1], [5], [6], [10], [11] Α. Ανδρεόπουλος, τα γεγονότα και τα ζητήματα, Νέα Εστία 497
[2] Η ελληνική ποίηση, εκδ. Σοκόλη, 1990
[3], [9] Αλ. Αργυρίου, πρόλογος, Χαμηλή Φωνή, Μ. Αναγνωστάκης, εκδ. Νεφέλη, 1990
[4] Αλ. Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, χρόνια μεσοπολέμου, εκδ. Καστανιώτη, 2001
[7] Σωτηρης Τριβιζάς, τραγούδια στο νερό, literature.gr, 21/6/2014
[8] Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου, ανθολόγηση Σ. Τριβιζάς, εκδ. Καστανιωτη, 2015

Πηγές
– Ε.Κ.Ε.Β.Ι
– Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου, ανθολόγηση Σ. Τριβιζάς, εκδ. Καστανιώτη, 2015
Χαμηλή Φωνή, Μ. Αναγνωστάκης, (Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς), εκδ. Νεφέλη, 1990
– Νέα Εστία, τεύχη 247,251,264,497
– Γιώργος Μπαλούρδος, ένας λησμονημένος ποιητής του Πειραιά, αναφορά στο blog του
– Εφημερίδα “Ριζοσπάστης”, 20/12/1990
Τα ωραιότερα ποιήματα για την μάνα, επιμ. Θ. Νιάρχος, εκδ. Καστανιώτη, 2007
-Ε.Λ.Ι.Α