ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΙΕΡΟΠΑΙΣ

Όταν σωπαίνει ένας Λαός, πεθαίνει

.
.

Ο Λευτέρης Ιερόπαις γεννήθηκε στην Αθήνα στις 15 Δεκέμβρη του 1920. Μετά την φοίτησή του στο κλασσικό γυμνάσιο της Βαρβακείου σχολής, σπούδασε νομικά, γερμανικά και γαλλικά. Το 1938 άρχισε να αναπτύσσει έντονη πολιτική δράση και στο πρώτο έτος του Πανεπιστημίου κρατήθηκε μαζί με άλλους φοιτητές στην Ασφάλεια για παράνομη δράση κατά της δικτατορίας.


Πρωί κι απόγευμα, μας βγάζουν στην αυλή,/ τριγύρω μύγες, ντενεκέδες με σκουπίδια,/ οι χωροφύλακες με ζαρωμένα φρύδια/ κι ύστερα πάλι στο κελί./ Εκεί στο ημίφως, τις μορφές σκεπάζει θλίψη,/ βαριά, ενστικτώδης, διόλου ευγενική,/ με μια αγανάκτηση βουβή, παθητική,/ που δε μπορεί το φόβο ν´ αποκρύψει […]

 

Οι ελάχιστες μαρτυρίες που έχουμε για τον ποιητή βεβαιώνουν ότι ανήκε σε οργάνωση τροτσκιστικού χώρου -κάτι που βεβαιώνει και ο Ανδρέας Παπανδρέου στο βιβλίο του “Η Δημοκρατία στο απόσπασμα”. [1]

(Πεζό κείμενο του Λευτέρη Ιερόπαιδος που φιλοξενήθηκε στο μαθητικό έντυπο της Βαρβακείου Σχολής)

Η τότε ανακοίνωση της Ασφάλειας έγραφε: “Παρ’ οργάνων της Ειδικής Ασφαλείας κατόπιν μακράς παρακολουθήσεως απεκαλύφθησαν οι κάτωθι σπουδαστές κομμουνιστές οίτινες ως απεκαλύφθει εκ των ανακρίσεων είχαν σχηματίσει οργάνωση Τεταρτοδιεθνιστών ήτοι οπαδών του εξόριστου Τρότσκι, καθοδηγουμένην υπό του Κομμουνιστού Μεγαριώτη Μενέλαου, φοιτητή Χημείας, φερομένου ως γραμματέως της ΚΕ της Οργανώσεως ταύτης. Εκ της οικίας των εκ των μελών της Οργανώσεως Ανδρέα Παπανδρέου, κατεσχέθει εις πολύγραφος και μία γραφομηχανή δι` ων εξετυπούτο το λαθρόβιον κομμουνιστικόν έντυπον “Προλετάριος”, διάφορα κομμουνιστικά έντυπα και προκηρύξεις. Οι συλληφθέντες προέβησαν εις ομολογίας της δράσεώς των, εκτός των εκ τούτων Μεγαριώτου Μ., υποβάλλοντες ακολούθως δηλώσεις μετανοίας και αποκηρύξεως της κομμουνιστικής ιδεολογίας: Παπανδρέου Ανδρέας, Καστοριάδης Κορνήλιος, Κύρκου Κύρκος, Καράμπελας Χρήστος, Κολοβός Ηλίας,  Κοντογιάννης Ελευθέριος, Κοντογιάννης Ιωάννης, Γαστεράτος Στ., Ιερόπαις Ελευθέριος”. [2]

 

[…]Κι η νύχτα φτάνει με το φως το ηλεκτρικό,/ που το πρωινό πια μας το σβήνουν,/ που μες στα μάτια μας κοιτάει τυραννικό,/ κι οι αχτίνες του ερευνητικές μας ανακρίνουν./ Στα βήματα του χωροφύλακα-σκοπού,/ μετριέται η νύχτα δέκα ανθρώπων κολασμένων./ Μες στη γαλήνη παρεμβαίνουν που και που,/ φριχτά οι κραυγές των ανακρινομένων.

 

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, με επιστολή του στην εφημερίδα Το Βήμα [3], θέλοντας να διορθώσει κάποιες “ανακρίβειες και ασάφειες” σχετικά με την σύλληψη απ’ την Ασφάλεια της συντροφιάς το 1939, – με αφορμή ένα άρθρο του Τάκη Κύρκου που τιτλοφορούνταν “Η μαθητική τάξη πάει εξορία” (Το Βήμα, 3/8/1986), δίνει κάποιες επιπρόσθετες πληροφορίες για την περίοδο εκείνη:

“[…] “Ομάδα” των παιδιών με την έννοια πολιτικής και οργανωμένης ομάδας, στο Πανεπιστήμιο δεν υπήρξε. Υπήρχε μόνο ένα πλέγμα στενών φιλικών σχέσεων και μια συντροφιά που δεν είχε καμία πολιτική δραστηριότητα, όπως δεν είχε τέτοια δραστηριότητα, εκείνη την εποχή και κανένα από τα μέλη της. Το χειμώνα του 1938-1939, πιθανώς ο Ανδρέας Παπανδρέου συνδέθηκε με μια τροτσκιστική οργάνωση που επιζούσε στην Αθήνα και εντάχθηκε σ’ αυτήν…Τη συμμετοχή του Α.Παπανδρέου σ’ αυτή την τροτσκιστική ομάδα τα μέλη της συντροφιάς  την έμαθαν αρκετά γρήγορα, και γιατί μας διέθετε αντίτυπα απ’ το παράνομο πολυγραφημένο έντυπό της, και γιατί ήθελε να μας στρατολογήσει σ’ αυτήν – πράγμα που όλοι μας είχαμε αρνηθεί[…]. Όλοι μας είχαμε επίσης συμφωνήσει μεταξύ μας και με τον Α.Παπανδρέου, να απαντήσουμε, -σε περίπτωση ανάκρισης -, ότι οι σχέσεις ήταν καθαρά φιλικές κι ότι αγνοούσαμε τις πολιτικές δραστηριότητές του. Αυτή τη στάση κρατήσαμε μετά τη σύλληψή μας απ’ την ασφάλεια στις αρχές του καλοκαιριού 1939[…]. Μετά απ’ την απόλυσή μας όχι μόνο η συντροφιά δεν διαλύθηκε αλλά συνδεθήκαμε ακόμα περισσότερο ως το τέλος της κατοχής, άσχετα απ’ τις πολιτικές εντάξεις του καθενός[…]”.

Στην λογοτεχνία ο Λευτέρης Ιερόπαις εμφανίστηκε το 1939, -χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο “Λευτέρης Νομικός”-, με το ποίημα “οδοποιία” στο περιοδικό  της “Νέας Εστίας”. Η Έλλη Αλεξίου σε κείμενο της αναφέρει πως ο Λευτέρης Ιερόπαις χρησιμοποιούσε κατά την περίοδο της αντίστασης και το ψευδώνυμο “Γέρος” [4].
.

.
“Παρά την απόκρυψη της ταυτότητάς του, αντιτίθεται με έναν τρόπο υποδόριο και όχι εμφατικό στην πολιτική του Μεταξά [5] και συγκεκριμένα στην κατασκευή της “Γραμμής Μεταξά”, -το υπόγειο και επίγειο οχυρωματικό έργο κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, που κατασκευάστηκε με σκοπό την άμυνα της Ελλάδας σε περίπτωση βουλγαρικής εισβολής κατά τον επικείμενο Β´παγκόσμιο πόλεμο -.

 

[…]Κι αυτοί με τα σπασμένα πόδια σέρνονταν,/ με τα σπασμένα χέρια περπατούσαν/ κι οι λαβωμένοι στην κοιλιά. Νερό! Νερό!/ Ρούφαγαν μια γουλιά και ξεψυχούσαν […]

 

Η Αγγέλα Καστρινάκη στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης της για την λογοτεχνία στην δεκαετία 1940-1950, αναφέρει ότι “η πανστρατιά στον ελληνοϊταλικό πόλεμο δεν είναι μύθος” [6], αφού η 28η του Οκτώβρη του 1940 σήμανε για την ελληνική λογιοσύνη γενική συστράτευση. Στο μέτωπο, βρέθηκαν πολλοί λογοτέχνες, οι οποίοι ήταν ήδη γνωστοί στα ελληνικά γράμματα, – όπως ο Ελύτης, ο Τερζάκης, ο Σαραντάρης, ο Καββαδίας, ο Εγγονόπουλος, ο Μπεράτης, ο Ακρίτας, ο Βρεττάκος, ο Καραντώνης και άλλοι, καθώς και νεότεροι, όπως ο Βλάχος, ο Σινόπουλος, ο Δικταίος, και ο Ιερόπαις, ο οποίος κατά το έτος 1940 κατετάγη εθελοντής και πολέμησε στην Αλβανία στον λόχο των χιονοδρόμων.
.

Ποιος ειν´ αυτός που ξεγλιστράει βουβά στο χιόνι;
Χτύπα εσύ πρώτος! Είναι ο γιος της σκοτεινιάς!
Εδώ απομένει ζωντανός όποιος σκοτώνει.

Κι όποιος σκοτώνει, αυτός δεν κρίνεται φονιάς.

 

Στους πρώτους μήνες των πολεμικών επιχειρήσεων του 1940 εκδόθηκε Διαταγή του Στρατηγείου με την οποία ανακοινώθηκε για πρώτη φορά η ίδρυση του Τάγματος Χιονοδρόμων στα τέλη του έτους. Το Τάγμα Χιονοδρόμων, όπως όριζε η Διαταγή, στελεχώθηκε με τρεις Λόχους, – από τους οποίους ο πρώτος επανδρώθηκε από χιονοδρόμους που υπέδειξε ο Ε.Ο.Σ. -, και οι άλλοι δύο από 200 στρατιώτες που επιλέχθηκαν από 5 εμπειροπόλεμους -σε ορεινές επιχειρήσεις- Ευζωνικούς Λόχους [7].

.

Χειμώνας 1941

Το τελευταίο φθινόπωρο ξεκίνησε
κι ήταν κάτι ακαθόριστο, σαν κόμπος στο λαρύγγι,
σα μιά θηλιά ήρθε στο λαιμό και δέθηκε.
Κι η κάθε κίνηση όλο πιότερο τη σφίγγει.

Της πείνας το φθινόπωρο που εκίνησε,
δίχως ρομαντισμό ήρθε να κουρσέψει,
κι όπως καβάλησε στο φορτηγό αυτοκίνητο,
μιά λεία από ανθρώπους πλούσια θα μαζέψει.

Τα ξένοιαστα παιδιά μαζεύει, που άφησαν
τα γελαστά απογεύματα και τα παιχνίδια,
τα παιδιά που γυρνούν στους δρόμους, ψάχνοντας
για φλούδες κι αποφάγια στα σκουπίδια.

Μαζεύει αυτούς που πάγωσε στα χείλια τους
το ανέκφραστο χαμόγελο, που τρέφει η απελπισία.
Μαζεύει τους νεκρούς… Γιατί όσοι σώπασαν,
αυτοί σκοτώνουν της ζωής τη σημασία.

Κι έτσι σε δρόμους σκοτεινούς, τραβούν και χάνονται
και μια θηλιά στο τέρμα τούς προσμένει,
και μια θηλιά για τον καθένα κρέμεται,
μα σφίγγεται και πνίγει όποιον σωπαίνει.

Μες στης σιωπής το πέλαγος το ακύμαντον
η απελπισία ενός λαού διαβαίνει.
Στο πέλαγο η φωνή του θάρρους σώπασε
κι όταν σωπαίνει ένας Λαός, πεθαίνει.

.
Ο Λ. Ιερόπαις, ως μέλος της τροτσκιστικής οργάνωσης του Πουλιόπουλου και έχοντας συλληφθεί από τη μεταξική δικτατορία και πολεμήσει ενάντια στον ιταλικό και γερμανικό φασισμό, ήταν φυσικό επακόλουθο πως θα έγραφε μια ποίηση πολιτικοποιημένη. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το γεγονός πως οι στίχοι του είναι συνάμα και αισθαντικοί.
.
.

.
Αν ζούσε περισσότερο, ίσως θα επαληθευόταν η άποψη του κριτικού Αλέξανδρου Αργυρίου, – όταν τοποθετήθηκε σε μια διάλεξη που έδωσε τον Ιανουάριο του 1970-, ότι ο Ιερόπαις θα συμπεριλαμβανόταν “ανάμεσα στους καλύτερους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς”. [8]

 

Απέραντη είν’ η νύχτα αυτή στον άνθρωπο,
παντού έχει χέρια να τον τυραννάνε.
Βαλπούργια νύχτα του βοριά. Ξαπόλησε
βρικόλακες που ολούθε τριγυρνάνε,
στα σπίτια που “οι καλοί άνθρωποι” κλειδώνονται,
μπαίνουν κρυφά και το αίμα τους ρουφάνε.

 

Αν και οι ποιητές αυτής της γενιάς ήρθαν αντιμέτωποι με την καθιέρωση του μοντερνισμού και προσπάθησαν να  “απαγκιστρωθούν” από την έμμετρη φόρμα, ο Λευτέρης Ιερόπαις έδειξε να έλκεται από την παραδοσιακή στιχουργική, αν και σε ορισμένα του ποιήματα διαφαίνεται κάποια “ρήξη” με τον περιοριστικό ρυθμικό κανόνα.
.

Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης, που πηγαίνει
Στα πόδια των ανθρώπων και ποτέ του δεν γαυγίζει
Μήτε δαγκώνει, και γι’ αυτό ποτέ του δε χορταίνει
Το ποθητό και δίχως πέτσα κόκκαλο που ελπίζει.

Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης και φτωχός,
Που, απ’ τη σκυλίσια του ψυχή, για λάθος του νομίζει
Το ότι είναι σκύλος, πιο πολύ το ότι είν’ μικρός
Γι’ αυτό, σαν τον κλωτσάνε, δεν δαγκώνει ούτε γαβγίζει.

Είναι ένας σκύλος με ψυχή βαθιά χριστιανική,
Που δείχνει ταπεινόφρονα πως δεν έχει πονέσει,
Που με την πράξη του αποχτά ευτυχία μοναδική,
Μες στον παράδεισο των σκύλων μια μικρούλα θέση.

Μονάχα από τα γήινα τα δεινά του λείπει ακόμα,
Κάτι που την αγάπη του εαυτού του θα ξυπνήσει:
Του λείπει μια γερή κλωτσιά κατάμουτρα στο στόμα,
Να θυμηθεί τα δόντια του, να ορμήσει, να ξεσκίσει.


Αυτήν την ρυθμική αίσθηση των στίχων του, τόσο μορφικά όσο και σε σχέση με το περιεχόμενο των ποιημάτων του, επισημαίνει και ο Γ. Μαρκόπουλος: “…Εκείνο που προέχει στην περίπτωσή του, είναι η απόσταση της αισθητικής του από τη βροντώδη μανιέρα της μπροσούρας. Κάτι, δηλαδή, που εκείνη την εποχή δε συνηθιζόταν και τόσο ανάμεσα στους ποιητές του επαναστατικού, τουλάχιστον, αποκαλούμενου χώρου”.
.
“Οσο για την εκλεκτικότητά του, την πολύ καλή, τις περισσότερες φορές, μετρική του, τη δυνατή εικονοποιία, τις διακριτικά ελλοχεύουσες μεταφυσικές αγωνίες, την αίσθηση της μοναξιάς και του θανάτου που αποπνέουν οι στίχοι, αλλά και τη γοητεία – παρά το ζοφερόν – της γραφής του, – η οποία σε αρκετά σημεία μας θυμίζει ευτυχισμένες στιγμές της νεορομαντικής σχολής του Μεσοπολέμου, ενώ παραπέμπει στη ρώμη του δημοτικού μας τραγουδιού, έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε στις πιο δύσκολες, άλλωστε, περιόδους της Ιστορίας μας -, είναι στοιχεία που, σε συνδυασμό με την τόσο συγκροτημένη προσωπικότητά του, μας επιτρέπουν να πιστεύουμε πως ανάλογη θα ήταν και η συνέχειά του, αν τα πράγματα δε συνέβαιναν έτσι, όπως τραγικά συνέβησαν γι’ αυτόν”. [9]

Ο ποιητής πέθανε στις 17 του Μάρτη του 1945, σε ηλικία 24 ετών. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, αναφέρει την αιτία θανάτου του [10]: “Ο Λευτέρης Ιερόπαις – με τον οποίο συνεργάσθηκα στενά και συνεχώς στην ομάδα του Δ. Βουρσούκη και Σπ. Στίνα, πέθανε τις τελευταίες μέρες της κατοχής από φυματίωση του λάρυγγος”.
.

Μετά το θάνατό του, και συγκεκριμένα το 1965, ο αδελφός του Νίκος Ιερόπαις, εξέδωσε την ποιητική του συλλογή που τιτλοφορήθηκε “Το κράτος του πολέμου”. Η στιχουργική του, έμμετρη και ομοιοκατάληκτη, διαπνέεται από εξαιρετική δύναμη, ενώ σε όλα του τα ποιήματα είναι υπογραμμισμένη η δραματική σύγκλιση του προσωπικού και του συλλογικού οράματος.

.

Τη νύχτα ειν´ άπειρες γωνιές που οι άνθρωποι
στέκονται σιωπηλοί κι απελπισμένοι.
Ξέροντας πως, κάποια θηλιά που κρέμεται,
θα σφιχτεί και θα πνίξει όποιον σωπαίνει.
.
..

Το 1999 ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος εξέδωσε μια ανθολογία του έργου του στη σειρά “Εκ Νέου” των εκδόσεων Γαβριηλίδη, με υπεύθυνο τον Κώστα Βούλγαρη. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο Μαρκόπουλος ανθολογεί 16 ποιήματα από το σύνολο του έργου του (το βιβλίο διαβάζεται online εδώ) Ο Γιώργος Μαρκόπουλος καταθέτει όχι μόνο βιογραφικές πληροφορίες για τον ποιητή και χαρακτηριστικά στοιχεία της στιχουργικής του – αναφέρει σχόλιο του Αργυρίου αναφορικά με κάποια αποσπάσματα από την “μπαλάντα της νύχτας” , ο οποίος αναφέρει πως “[…] Ο λόγος του είναι τραχύς όπως και οι ιδέες του, που δεν τις προμηθεύεται έτοιμες…” – αλλά και πληροφορίες που δίνουν το στίγμα της ιδεολογικής του θεωρίας.

(“Εκεί Όπου Τίποτα Δεν Χάνεται”, είναι ο τίτλος της μουσικής δουλειάς τού συνθέτη Μανώλη Γαλιάτσου, όπου υπάρχει και ποίημα του Λευτέρη Ιερόπαιδος).

Κι αν η ζωή του Ιερόπαιδος ήταν σύντομη και ο βίαιος θάνατός του ανέκοψε την λογοτεχνική του πορεία, -με αποτέλεσμα να είναι περιορισμένος ο όγκος του έργου του, διαφαίνεται ο ορμητικός και τραχύς χαρακτήρας των συνθέσεών του. Ο ποιητής έζησε σημαντικά γεγονότα της ιστορίας του εικοστού αιώνα, μάρτυρας μιας τραυματισμένης νιότης, βίωσε την οδύνη και τον σπαραγμό μιας εποχής απαγορευμένης για όνειρα και προσδοκίες. Έγραφε ο Πέτρος Χάρης στο περιοδικό “Νέα Εστία”: “Τα λογοτεχνικά κείμενα μας δίνουν την κρυφή, την εσωτερική δύναμη των γεγονότων, ή αν θέλετε την ψυχή των ανθρώπων που τα πραγματοποίησαν. Και οι μεταγενέστεροι κερδίζονται μόνον όταν αισθάνονται ότι επικοινωνούν με τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, με τον ψυχικό κόσμο που τα προετοίμασε και τα διαμόρφωσε”.

 

Μια λάμψη ακόμα, μια βροντή, κι ύστερα πια σιγή
λαχανιασμένο τρέξιμο κι ανώφελη βιασύνη.

 

Παραπομπές:

[1] Ανδρέας Παπανδρέου, Προοίμιο του εμφυλίου πολέμου, Η δημοκρατία στο απόσπασμα, εκδ. Καρανάσης, 1974

[2] Athens indymedia, 25/8/2009

[3] Εφημερίδα “Το Βήμα”, 10/8/1986

[4] Έλλη Αλεξίου, Οι συγγραφείς την περίοδο της αντίστασης, Βουκουρέστι 3/9/1961, επιθεώρηση τέχνης-αντίσταση

[5] Μαρία Νιώτη, Φιλοσοφική Σχολή, μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία με τίτλο Ο ποιητής ως κριτικός-Η κριτική συνεισφορά του Γ. Μαρκόπουλου.

[6] Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην δεκαετία 1940-1950, Αθήνα ΣΕΑΒ, 2015

[7]  Γ. Ορφανού στα Χανιώτικα Νέα της 28ης Οκτωβρίου

[8] Αλέξανδρος Αργυρίου, Αναψηλαφήσεις σε δύσκολους καιρούς, η πρώτη μεταπολεμική πολιτική μας γενιά, εκδ. Κέδρος, 1986

[9] Συνέντευξη του Γ. Μαρκόπουλου στον Γ. Κακουλίδη, εφημερίδα Ριζοσπάστης, 18/6/2000

[10] Εφημερίδα Το Βήμα, 10/8/1986

 

Πηγές:

Ιερόπαις Λευτέρης, Το κράτος του πολέμου, εκδ. Φέξης, 1965

– Λευτέρης Ιερόπαις, σειρά “εκ νέου”, Αρ. εκδ. 2, Μια παρουσίαση από τον Γιώργο Μαρκόπουλο, εκδ. Γαβριηλίδης, 1999

– Αλέξης Ζήρας, “Ιερόπαις Λευτέρης”, Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδ. Πατάκη, 2007

– Αλέξανδρος Αργυρίου, Αναψηλαφήσεις σε δύσκολους καιρούς, η πρώτη μεταπολεμική πολιτική μας γενιά, εκδ. Κέδρος, 1986.

– Η χιονοδρομία στην Ελλάδα-Ιστορία και ιστορίες, Γεώργιος Α. Μαρτζούκος, Βασίλης Σ. Παπαχρηστόπουλος, επιμ. Διονύσης Π. Βιτσεντζάτος, εκδ. Ελευθερουδάκης, 2010.

“Τα σκυλιά”, ανθολόγηση Θ. Νιάρχος, εκδ. Καστανιώτη, 2001

-Ανδρέας Παπανδρέου, προοίμιο του εμφυλίου πολέμου, Η δημοκρατία στο απόσπασμα, εκδ. Καρανάσης, 1974

-Περιοδικό Νέα Εστία, τεύχη 335, 1280,

– biblionet

– politis.eu.org

-Πολεμικό μουσείο Αθηνών, φωτογραφικό αρχείο Ταγματάρχη Πυροβολικού Παπαρρόδου
.
-Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην δεκαετία 1940-1950, Αθήνα ΣΕΑΒ, 2015