Οι φιλότεχνοι φαίνεται να είχαν ξεγραμμένο τον Τήνιο γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938) όταν επέστρεψε δυναμικά στο καλλιτεχνικό προσκήνιο του Μεσοπολέμου. Η μακρόχρονη περιπέτεια της ψυχικής του υγείας εξάντλησε τη φαντασία του κοινού. Δεν πίστευαν ότι έχει να προσφέρει πια κάτι νέο ενώ πολλοί αγνοούσαν ακόμη κι εάν βρισκόταν εν ζωή. Τα «χρόνια της ανάνηψης» στην Τήνο -έστω ότι αυτός ο όρος γίνεται αποδεκτός- τοποθετούνται τη δεκαετία του 1910 ιδιαίτερα προς τα τέλη της. Ομότεχνοί του, όπως οι γλύπτες Αντώνιος Σώχος και Θωμάς Θωμόπουλος, τον «ανακάλυψαν» στο νησί. Ο περίφημος τεχνίτης της «Κοιμωμένης» του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών όχι μόνο ζούσε αλλά τα χέρια του κατεργάζονταν πηλό και ψιθυριζόταν ότι ψυχικά ένιωθε πιο ήρεμος. Με τη φροντίδα του Θωμόπουλου οργανώθηκε έκθεση αντιγράφων έργων του Χαλεπά το 1925 στην Ακαδημία Αθηνών. Γενικά δεν αγοράστηκαν, αλλά άρχισε να γίνεται λόγος για μια νεότερη και πρόσφατη δημιουργική περίοδό του με έργα «εξπρεσιονίζοντα» των οποίων την αξία άλλοι αποδέχονταν και άλλοι όχι. Η Ακαδημία το 1927 θα τιμούσε τον Τήνιο γλύπτη με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.

Σε ένα δημοσίευμα, μετά τη βράβευσή του, διαβάζουμε ότι

«ο Χαλεπάς είχε εξαφανισθεί επί μια τριακονταπενταετία θεωρούμενος ως νεκρός, ανακαλύφθηκε δε προ μερικών ετών τυχαίως ότι ζει στην ιδιαιτέραν του πατρίδα, το χωριό Πύργος της Τήνου, ως αιγοβοσκός».

Στο ίδιο άρθρο μαρτυρείται ότι αρκετοί πήγαιναν στο νησί για να τον συναντήσουν: «Από πρόπερσι αυτή η εκδρομή γίνεται πολύ συχνά. Παρέες καλλιτεχνών, λογίων, πολιτικών, πολλές φορές δεν λείπουν και κυρίες, έρχονται από την Αθήνα με μοναδικό σκοπό να επισκεφθούν τον Χαλεπά στο μυστικοπαθές του ερημητήριο».

Ένας από τους επισκέπτες αυτού του περίεργου ταξιδιού είναι και ο ηθοποιός, λογοτέχνης και εκδότης Νίκος Βέλμος, ο οποίος αποφασίζει να συναντήσει τον 76χρονο Χαλεπά την Άνοιξη του 1927.

Εκεί γίνονται φίλοι και θα επιστρέψει στην Αθήνα με περισσότερα από εκατό σκίτσα που σχεδίασε και τού χάρισε ο γλύπτης στο καφενείο του χωριού του. Η φιλία τους συνεχίζεται: ο Βέλμος τού στέλνει καλάθια με αγαθά με το πλοίο της γραμμής και ο Χαλεπάς που ζούσε φτωχικά εξακολουθεί να τού στέλνει μικρά δώρα όπως σχέδιά του.

Η σοδειά τούτη αποτελεί βάση της έκθεσης Χαλεπά στο «Άσυλον Τέχνης» του Βέλμου τον επόμενο χρόνο στην Αθήνα. Κίνητρο του τελευταίου για την οργάνωση έκθεσης φερόταν να είναι αφενός η οικονομική ενίσχυση του Χαλεπά από τις πωλήσεις που θα πραγματοποιούνταν και αφετέρου η κάλυψη των εξόδων ενός λευκώματος – Φύλλου Τέχνης του Φραγκέλιου που ήθελε να εκδώσει με θέμα τον Χαλεπά, το οποίο και έμελε να εγκαινιάσει την ελληνική βιβλιογραφία για το μεγάλο γλύπτη.  

«Όταν ο βέλμος έφευγε απ’ τον Πύργο της Τήνου, ο γέρος αθάνατος γλύπτης, τούπε: ‘Βέλμο μου, μην ξεχάσεις να μου φέρεις παξιμάδια και το λεύκωμα’… Πιο ελπίδα κ’ εμπιστοσύνη είχε  ο καϋμένος, ο δυστυχισμένος, στο φτωχό και κατατρεγμένο βέλμο, παρά στους δικούς του!»[1]

 

Ο Χαλεπάς σχεδίασε αυτό το σκίτσο ειδικά για το Φραγκέλιο, τη «λαϊκή φυλλάδα» του Βέλμου. Δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 1ης Αυγούστου 1927. Ακόμη, θα αναλάμβανε να χαράξει, για την οδό Νικοδήμου 21, μια εντοιχισμένη σύνθεση και μετάλλινη πλακέτα με την ένδειξη «Άσυλον Τέχνης». Αργότερα στο μνήμα του εκδότη του Φραγκέλιου -υπάρχει μέχρι και σήμερα- τοποθετήθηκε μια ανάγλυφη εικόνα του Βέλμου βασισμένη σε σχέδιο του Χαλεπά.

.

.
Η έκθεση Χαλεπά: σκίτσα αριστουργήματα ή «ασυνάρτητες και μισοτελειωμένες συνθέσεις;» 

Το «Άσυλον Τέχνης» επρόκειτο για την οικία του Βέλμου και γραφείο του εμπρηστικού Φραγκέλιου του. Μετέτρεψε  το μπροστινό μέρος του οικήματος στην Πλάκα, που κοιτάζει στην οδό Νικοδήμου 21, σε διώροφο εκθεσιακό χώρο ή «γκαλερί» με δυο μικρές αίθουσες. Άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό για πρώτη φορά το απόγευμα της 18ης Απριλίου 1928 με τα εγκαίνια της έκθεσης Γιαννούλη Χαλεπά που ευθύς αμέσως χαρακτηρίστηκε «καλλιτεχνικό γεγονός». Ο ίδιος ο γλύπτης ήταν απών καθώς δεν επιθυμούσε να μετακινηθεί από το νησί του. Πέρα από ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον διακρίσεων, ο εκδότης του Φραγκέλιου ήθελε να ξυπνήσει το γενικό ενδιαφέρον για τον Τήνιο γλύπτη, συμβάλλοντας έτσι στο να επανέλθει οριστικά στο προσκήνιο.  Η έκθεση γνώρισε επιτυχία προσελκύοντας μεγάλο αριθμό επισκεπτών, «κόσμο κάθε τάξεως», όπως σχολιάστηκε στον Τύπο της εποχής. Έμεινε ανοικτή περίπου δυόμισι μήνες, μέχρι τα τέλη Ιούνη, με είσοδο δωρεάν, περιλαμβάνοντας 115 σκίτσα και 3 γλυπτικά προπλάσματα του Χαλεπά.

 

«Η Ζωγραφική» – σκίτσο Χαλεπά από την έκθεση στο Άσυλον Τέχνης. Σε διάλογο με την αρχαία παράδοση των «προσωποποιήσεων» εδώ η ζωγραφική παίρνει τη μορφή μιας γυναίκας με τα πινέλα και την παλέτα της. Μοιάζει απορημένη μπροστά σ΄ έναν νοερό οκρίβαντα.

 

Ο «πολύς» Δημήτρης Γαλάνης -ζωγράφος και χαράκτης εγνωσμένου κύρους που σταδιοδρόμησε καλλιτεχνικά στο Παρίσι, φίλος του Βέλμου- βλέποντας τα σκίτσα αποκάλεσε τον Χαλεπά «μεγάλο πριμιτίφ ενθυμίζοντα τα σκίτσα εκείνα του Πικάσο…».

 

«Βγάλσιμο απ’ το στάβλο» – σκίτσο Χαλεπά από την έκθεση στο Άσυλον Τέχνης.

Εν ολίγοις, Γαλάνης και Βέλμος απέδωσαν καλλιτεχνική αξία στα έργα αυτά, τη στιγμή που πολλοί δεν ήξεραν πώς να τα αντιμετωπίσουν. Κι έτσι αποτίμησαν την έκθεση ως ξεχωριστή αλλά δεν αποφεύχθηκε ένα κλίμα ψυχολογικοποίησης: «πρέπει να [την] ιδούν όλοι, δια να εννοήσουν πιο δυστύχημα υπήρξε δια την ελληνικήν Τέχνη ο πρόωρος ψυχικός θάνατος του μεγάλου γλύπτου της Τήνου», έγραψε ο δημοσιογράφος και ποιητής Λάμπρος Αστέρης[2].

Ο Βοσκός – σκίτσο Χαλεπά από την έκθεση στο Άσυλον Τέχνης.

Ένας άλλος τεχνοκρίτης και ποιητής, ο Κλέων Παράσχος, βρήκε την έκθεση «ενδιαφερότατη» και τη συνέδεσε επίσης με τη μοίρα του καλλιτέχνη που τον χτύπησε η τρέλα. Σχολίασε για τα σκίτσα ότι «δεν μπορούν να κριθούν με τα κοινά μέτρα. Είναι απελπισμένα μάλλον ψηλαφητά ενός τυφλού που παραδέρνει στο σκότος, ασυνάρτητες, μισοτελειωμένες συνθέσεις, γραμμές χωρίς ρυθμό και αρμονία, σχέδια που τους λείπει ως επί το πλείστον κάθε λογική. Αισθάνεται κανείς ότι ο καλλιτέχνης που τα έφτιασε από κάπου εφορμά, κάτι πάει να φτιάξει, αλλά είτε σταμάτα στη μέση, είτε λοξοδρομεί και χάνει τον δρόμο του (…)»[3].

Άγγελος – έργο Χαλεπά από την ίδια έκθεση.

Ως προς τα προπλάσματα της έκθεσης μάς πληροφορεί ότι είναι «δυο αγγελούδια και μια σύνθεση: η Γυναίκα που μαδά μια όρνιθα. Και στα τρία ό,τι κυρίως κάμνει εντύπωση είναι η έκφραση. Μια έκφραση βαθειάς οδύνης, τραγική. Τα παιδικά πρόσωπα των αγγέλων δεν έχουν τίποτε το παιδικό. Στα χείλη και στο βλέμμα τους λες και εστράγγισε ο καλλιτέχνης όλη την πείρα της γνώσεως, όλη την οδύνη της ίδιας του της ψυχής»[4].

 

Η Γυναίκα με την Όρνιθα – έργο Χαλεπά από την ίδια έκθεση.


Στο Φραγκέλιο διαβάζουμε αντιδράσεις του κόσμου από την έκθεση που ως κρυφός παρατηρητής καταγράφει και μεταφέρει ο εκδότης του: «Μια κυρία μπήκε στην έκθεση Χαλεπά και στόλισε τη Γυναίκα με την Όρνιθα με τα λουλούδια πούχε για να πάει σε μια φίλη της που γιόρταζε».

Η έκθεση σημειώνει πωλήσεις έργων οι οποίες εντέλει κατά τον Βέλμο όταν κάνει λογαριασμό δεν επαρκούν ούτε για τα έξοδα έκδοσης του Φύλλου Τέχνης για τον Χαλεπά. Ο Τύπος υποδέχεται θετικά την έκδοση αυτή που θεωρείται «πολυτελής», με πολλές εικόνες και αξιόλογο κείμενο, καθώς και εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από τον Γαλάνη. Ο Βέλμος έπειτα διαδίδει πως  «το μεγαλύτερο μέρος των εισπράξεων [του λευκώματος] θα σταλεί στον καλλιτέχνη ‘για να πέρνη τσιγάρα’»[5].

.

Ο λόγος στη Δικαιοσύνη

Δέκα ημέρες περίπου μετά από την έναρξη της έκθεσης ξεσπά σκάνδαλο. Ο ανιψιός του γλύπτη, ονόματι Βασίλειος Χαλεπάς, τραπεζικός υπάλληλος στο επάγγελμα, με επιστολή στην εφημερίδα Βραδυνή διαμαρτύρεται για τη «δήθεν έκθεση των έργων Χαλεπά». Διατείνεται ότι ο Βέλμος εκμεταλλεύτηκε τη διανοητική αδυναμία του Χαλεπά για να κερδίσει χρήματα, ενώ διέσυρε τους συγγενείς του  γλύπτη λέγοντας ότι δεν τον φροντίζουν και τον εγκατέλειψαν. Καταλήγει γνωστοποιώντας ότι υποβάλλει μήνυση εναντίον του Βέλμου «επί απάτη και εξύβριση»[6].  Επιπρόσθετα κυκλοφορεί η φήμη ότι ο εκδότης του Φραγκέλιου εκθέτει σκίτσα από τα σκουπίδια του γλύπτη που τα μάζεψε στην Τήνο χωρίς να του ανήκουν.

Άμεσα παρεμβαίνουν οι φίλοι και συνεργάτες του Βέλμου, οι καλλιτέχνες Άγγελος Θεοδωρόπουλος και Γιόχαν Ρωμανός. Με δική τους δημόσια επιστολή παίρνουν θέση υπέρ του ιδιοκτήτη του Ασύλου Τέχνης και κατά των συγγενών του Χαλεπά. Βεβαιώνουν τη φιλία του γλύπτη με τον Βέλμο ενάντια σε κάθε δόλο[7]. Πιο συγκεκριμένα δημοσιεύουν τα κάτωθι μαζί με τεκμήρια αλληλογραφίας:

«Η ασέβεια των συγγενών των μεγάλων ανθρώπων υπήρξε πάντοτε η ίδια και αυτό δεν μας εκπλήττει και διά τους συγγενείς του Χαλεπά.

Τα προσχέδια της εκθέσεως και τα ολίγα γλυπτά με τα οποία διοργάνωσε ευγενώς φερόμενος την έκθεση του μεγάλου πτωχού καλλιτέχνη ο κ. Βέλμος, όπως ανήγγειλαν οι εφημερίδες και τα έντυπά του, τού ανήκουν απολύτως. Είναι τα ανεκτίμητα δώρα εις τα ταπεινά και πτωχά ενθύμια που αποστέλλει συχνά ο Βέλμος εις τον καλλιτέχνη. Και όπως είδαμε από το γράμμα του Χαλεπά προς τον γλύπτην Αντώνιον Σώχον, ότι… «εχρειάστηκε μια Κοιμωμένη να ξυπνήσει τους βαθειά ροχαλίζοντας» έτσι χρειάστηκε κι ένας Βέλμος, να δημιουργήσει θόρυβο γύρω από τον Χαλεπά, για να ξυπνήσει τις διαμαρτυρίες των φιλοδώρων συγγενών του και γνωστών επισήμων εκμεταλλευτών της ελληνικής άγνοιας.

Ντροπή σας κύριοι συγγενείς του Χαλεπά.

Γ. ΡΩΜΑΝΟΣ καλλιτέχνης,

ΑΓΓ.ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ ζωγράφος

 

Σημ. Ιδού και το αντίγραφο επιστολής του Χαλεπά προς τον Βέλμον:

Τήνος, Πύργος, Οκτωβρίου 7, 1927

Αδελφέ Βέλμο σού γράφω μετά τον κοτογεώργιον Νικηφόρον ότι έλαβον ακόμη ένα καλάθιον και με τα πακετάκια και σε ευχαριστώ. Αλλά αδελφέ εάν ημπορής στείλε μου την φωτογραφία της Σκυλίση να την κάμω προτομήν και χιλίας δραχμάς ως έγραψες εις τον Νικολή Μωραΐτην διότι δεν μου φθάνει να περάσω έως ότου λάβω δώσην.

Ταύτα και σε ασπάζομαι

Γιαννούλης Χαλεπάς Γλύπτης

Όταν έλθει ο κοτογεώργης Νικηφόρος θα σου στείλω ένα αγγελάκι και ένα μικρότερον, κομένο και μίαν φιγούρα καθημερινή, με μίαν όρνιθα μέσα εις το κάνιστρον.

 

#

.

.

Αγαπητέ Βέλμο,

Μάθε πως ο Χαλεπάς σού ετοιμάζει μερικά δώρα να σου στείλει: μού είπε δε να σε ευχαριστήσω προφορικώς για τα δώρα που του έστειλες.           

Αθήναι, 26-11-1927

Α.ΣΩΧΟΣ

.

Τέλος, ο ίδιος ο Βέλμος θα δημοσιεύσει στη Βραδυνή, λίγες ημέρες μετά, την εξής απάντηση:

 

«Λυπούμαι πάρα πολύ διότι ακόμη δεν υπενέβη η Εισαγγελία όπως τιμωρήση επί τέλους τον αξιότιμον τραπεζιτικόν κ. Βασίλειον Χαλεπάν, όχι μόνον διότι με συκοφαντεί, όχι μόνον διότι ούτε συκοφάντης δεν ξεύρει να είναι, αλλά και διότι εξυβρίζει τον μέγαν γλύπτην, που δυστυχώς φέρεται ως ανεψιός του και ονομάζει α π ο ρ ρ ί μ μ α τ α τα σοφότερα σχέδια του καλλιτέχνου που θα τα ζηλέβη αιωνίως ολόκληρος η ανθρωπότης. Ναι πρέπει να επέμβη η Εισαγγελία δια να διδάξη τον σεβασμόν εις τον άγνωστον επί τόσα έτη δια τον θείον ανεψιόν, ο οποίος σήμερον και κόπτεται και εξυβρίζει τον γλύπτην των Αγγέλων και της Κοιμωμένης και του απαγορεύει να αισθάνεται το ευγενές και τόσον ανθρώπινον αίσθημα της φιλίας, χάριν της οποίας τόσον ενδιαφέρθηκα όχι μόνον εγώ, αλλά και άλλοι πολύ πλουσιώτεροί μου και εις αισθήματα και εις χρήμα» [8].

.

Το επεισοδιακό άνοιγμα του Ασύλου Τέχνης με την παραπάνω διαμάχη δεν πτόησε τον Βέλμο που αποκάλυπτε μια νέα του πλευρά: αυτή του ιδιότυπου εμπόρου –ή μάλλον αντι-εμπόρου- τέχνης. Τα κριτήρια των εκθέσεων που θα οργάνωνε στην οδό Νικοδήμου 21 ήταν «καλλιτεχνικά» και «κοινωνικά», πέρα από την άμεση επιδίωξη οικονομικού κέρδους. Και αυτό παρότι το μεγαλύτερο μάλλον πρόβλημα που θα είχε ήταν οι οικονομικές δυσκολίες λόγω των εξόδων των δράσεών του. Οδηγήθηκε στη συσσώρευση χρεών με την οποία πάλεψε για όσο άντεξε. Συχνά θα ένιωθε επιπλέον σωματική και ψυχολογική εξάντληση, μιλώντας για τις λιγοστές του δυνάμεις, ή για μελλοντικά σχέδια στο Άσυλον Τέχνης που θα εκπληρώσει εάν ακόμα ζει – σαν να προοιωνίζει το ξαφνικό του τέλος τον Ιούλιο του 1930 (για τη ζωή και το θάνατό του βλ. εδώ).

Στην προκειμένη περίπτωση με την έκθεση Χαλεπά, η ηθική δικαίωση του Βέλμου θα ερχόταν «επίσημα» από το Πλημμελειοδικείο Αθηνών το οποίο ενάμισι χρόνο αργότερα τον αθώωσε απέναντι στις κατηγορίες των συγγενών[9].

 

Ο Τήνιος γλύπτης, από το 1930 εγκαθίσταται στην Αθήνα και ζει στο σπίτι του Βασίλη και της Ειρήνης Χαλεπά μέχρι το θάνατό του το 1938. Εξακολουθεί να δημιουργεί έργα κι επίσης καταπιάνεται εκ νέου με αγαπημένα του γλυπτικά θέματα που τον είχαν απασχολήσει και άλλοτε, όπως ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα. Σχεδόν ογδοντάχρονος, στην παραπάνω φωτογραφία αυτής της περιόδου, επισκέπτεται την «Κοιμωμένη» του, ενάμιση μήνα μετά το θάνατο του Βέλμου. Άραγε να επισκέφθηκε και τον τάφο τού πρόσφατα χαμένου του φίλου;

.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ
.
.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το βιβλίο: Κίμων Θεοδώρου, Ο Βέλμος και οι εκθέσεις στο Άσυλον Τέχνης, εκδόσεις Φαρφουλάς 2021
.
Παραπομπές

[1]ΦΡΑΓΚΕΛΙΟ, Έτος Β’, αρ.φ. 5, Ιούνιος-Αύγουστος 1928

[2] Αστέρης Λάμπρος, «Εκθέσεις Ζωγραφικής. Μια μικρή επισκόπηση», ΕΣΠΕΡΙΝΗ, 20.4.1928

[3] Παράσχος Κλέων, «Η ελληνική τέχνη. Έκθεσις Γιαννούλη Χαλεπά», ΠΡΩΙΑ, 21.4.1928

[4] Στο ίδιο

[5] «Λεύκωμα Χαλεπά», ΒΡΑΔΥΝΗ, 10.6.1928

[6] Χαλεπάς Βασίλειος, «Για τη δήθεν έκθεση των έργων Χαλεπά», ΒΡΑΔΥΝΗ, 27.4.1928

[7] Ρωμανός Γιόχαν, Άγγελος Θεοδωρόπουλος, «Βέλμος και Χαλεπάς», ΒΡΑΔΥΝΗ, 29.4.1928

[8] Βέλμος Νίκος, «Γύρω από την Έκθεσιν Χαλεπάς – Βέλμος», ΒΡΑΔΥΝΗ,  5.5.1928      

[9] «Για την έκθεση Χαλεπά», ΣΚΡΙΠ, 3.10.1929

 

 

Σκίτσα από το: «Χαλεπάς», Φύλλα Τέχνης του Φραγκέλιου αρ. 8, Αθήνα 1928. Επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2019

.

.