Ο ποιητής Αναστάσιος Δρίβας (1899-1942) είναι ένας από τους διανοούμενους του Ελληνικού Μεσοπολέμου που δημοσιεύει κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά τουλάχιστον από το 1918 και θα έμπαινε σε καλλιτεχνικές παρέες της εποχής, όπως στον κύκλο του Μάριου Βαϊάνου με τον οποίο μοιράστηκε την αγάπη του για το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη. Μάλιστα τα πρώτα ποιήματα του Δρίβα θα χαρακτηρίζονταν «καβαφικά» ενώ αργότερα θα απομακρυνόταν από την επίδραση του Αλεξανδρινού αποκηρύσσοντάς τον. Ο Δρίβας θα σύχναζε στο φιλολογικό καφενείο «Μαύρος Γάτος» και σύντομα θα γνώριζε και τον Νίκο Βέλμο με τον οποίο συνεργάστηκε στο περιοδικό «Φραγκέλιο», καθώς και τον Φώτο Γιοφύλλη με τον οποίο συνεργάστηκε στο περιοδικό «Πρωτοπορία», κ.α. Η αγάπη του για τις τέχνες τον οδήγησε να γράψει κείμενα τεχνοκριτικής για τους ζωγράφους της εποχής του. Έτσι  το 1929 έγραψε εύγλωττα και με ενθουσιασμό ένα κείμενο για τον Giorgio de Chirico (Βόλος 1888 – Ρώμη 1978) και το έργο του, κείμενο που φιλοξενούμε ακολούθως στο Ασσόδυο.

 

Η αβεβαιότητα του ποιητή, 1913


Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ Γ. ΚΗΡΥΚΟΣ

Μια γραμμή ενώνοντας δυο σημεία δεν είναι σήμερα για την ανθρώπινη σκέψη παρά ένα απλό φαινόμενο. Δεν υπήρξε όμως το ίδιο και για τον πρώτο άνθρωπο. Σ’ αυτόν, έτσι που του παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, ίσως την ώρα που πήρε το άροτρο να ζευγαρώσει τη γη, ήτανε κάτι άλλο: μυστήριο. Και το μυστήριο με τη συνήθεια έγινε γνώση∙ και με τη γνώση πάλι κοινό πράγμα. Μα όσο κι αν έγινε κοινό πράγμα, στο βάθος παραμένει ακατάληπτο. Γιατί, η γενική σύνθεση του κόσμου στην οποία το βλέπουμε, και δυνάμει της οποίας υπάρχει, όπως κι εμείς – είναι μυστήριο. Το ίδιο, κι όλα τα άλλα φαινόμενα.

Δυο σύννεφα που ταξιδεύουν μεσ’ την άπλα τ’ ουρανού, ένα ασημένιο φως ταξιδεμένο πάνω στην κρύα θάλασσα του χειμώνα, ένα γυμνό δέντρο που κλαίει με τον άνεμο της νύχτας, ένας ήσυχος δρόμος που αναπαύεται στη σιωπή του δίχως φωνές και βήματα, ένας διαβάτης που περνάει ύστερα από το κτύπημα της συμφοράς, ένα πελώριο αρχαϊκό οικοδόμημα με σκοτεινές καμάρες και πλατύ σκιερό κήπο μπροστά του, η παρουσία τόσων πραγμάτων, η θέα μιας άπειρης καθημερινής ζωής – είναι στα μάτια μας κάτι περισσότερο από εικόνες. Κι αυτό το περισσότερο, που άλλοτε είναι σχετικό κι άλλοτε πάλι απεριόριστο –όπως μια φανταστική μονάδα- ανάλογα με την περίσταση που θα τύχει να το γνωρίσουμε, η φύση της Τέχνης το συλλαμβάνει, το μετουσιώνει και μάς το δίνει.

Η ανταμοιβή του μάντη, 1913

Σε τέτοια όρια κινείται το έργο του de Chirico. Η όρασή του είναι στραμμένη προς το βάθος αυτό. Συγκεντρώνει τη σκέψη. Αναγκάζει το θεατή του να σκεφθεί. Μεταμορφώνει το γήινο κόσμο και μας εκφράζει τον ενδόμυχο εαυτό μας. Είναι ένας spiritualiste ζωγράφος. Ζωγραφίζει τον άνθρωπο κι όχι τον έξω κόσμο: τον άνθρωπο που σκαρφαλώνει να πιαστεί στο δέντρο της μεταφυσικής γνώσης. Για να το κατορθώσει αυτό, μεταχειρίζεται όλα τα σχήματα που γνώρισε οπουδήποτε ο σημερινός άνθρωπος έως τα σήμερα. Απ’ τα μουσεία με τις προϊστορικές και άλλες αρχαιότητες, μέχρι τα σημερινά διάφορα καταστήματα και εργοστάσια, που δουλεύουν τα λογής-λογής μηχανήματα, εργαλεία και άλλα μοντέρνα πράγματα, αρπάζει με τη συγκεντρωτική ματιά του το εκφραστικό υλικό που του χρειάζεται. Και με τη βοήθειά του, δημιουργεί την αρχιτεκτονική που θέλει –την αρχιτεκτονική που θα δώσει το αίνιγμα και το μυστήριο!

Πρωινός ρεμβασμός – 1912
Το μυστήριο και η μελαγχολία ενός δρόμου, 1914

Ο οδοιπόρος που βλέπει τη συννεφιασμένη νύχτα του χειμώνα, τα μαρμάρινα ερείπια του αρχαίου καιρού, τα κομματιασμένα γλυπτικά αριστουργήματα, τη σκιαγραφία ενός σπιτιού καμένου, τις σιδηροδρομικές γραμμές που γυαλίζουν στην ανταύγεια μιας καλοκαιριάτικης νύχτας, μια πόρτα κλειστή, μια σειρά τηλεγραφικά σύρματα που σφυρίζουν στο μάκρος του δρόμου, μια σκιά που γλυστράει, ένα φως που σβύνει μέσα σ’ ένα χαμηλό σπίτι, μια τούφα καπνό που βγαίνει από τη σκούρα ανεμοδαρμένη καπνοδόχο, κι άλλα αναρίθμητα πράγματα – αναγνωρίζει το ρυθμό και το βάθος της αρχιτεκτονικής του. Εκφράζει το αίνιγμα. Και το αίνιγμα έχει τη ρίζα του πίσω από κάθε αντικείμενο, μέσα σε κάθε φόρμα, που η σκιά και το φως της σύγχρονης μπερδεμένης κοινωνίας έχει να μας παρουσιάσει. Η αίσθηση της είναι κραυγή που σχίζει το βάθος του τάφου. Το ίδιο πράγμα που βασανίζει το μυαλό μας, όταν αργοπορημένοι φτάνουμε στο σπίτι μας, τα βαθιά μεσάνυχτα, και η φωνή ενός μωρού παιδιού, ξυπνάει απ’ τον αθώο ανονείρευτο ύπνο του, ζητώντας το γάλα της μητέρα του∙ ή ακόμη, το ξεμοναχιασμένο φως, που σχίζοντας το μουγκό σκοτάδι, μέσ’ απ’ την κατήφεια του χειμωνιάτικου ουρανού, ρίχνει μια παρηγοριά στη βασανισμένη ψυχή του ξαγρυπνησμένου διαβάτη… Ας μακρύνουμε πέρα απ’ τους απλά λογικούς ορίζοντες. Εδώ, η έξαλλη φαντασία, στροβιλίζει στα πιο απροσδόκητα επίπεδα και στις πιο παραμορφωμένες μάζες μιας ολότελα καινούργιας αρχιτεκτονικής, το μεγάλο και άλυτο δράμα της σκέψης. Υψώνεται στην πιο αφάνταστη κατακόρυφο που έχουμε διανοηθεί. Η σκέψη, το εύθραυστο και τιποτένιο αυτό πράγμα στα χέρια του ανθρώπου, είναι όπλο ανυπολόγιστο, δυναμίτης, στα χέρια ενός σοφού ή στα μάτια ενός τρελού. Και η τρέλα είναι αδελφή της σκέψης. Η πρώτη έχει όλο το αίμα που η τελευταία αγνοεί…

Αίνιγμα μιας φθινοπωρινής εσπέρας, 1910

Εκείνο που τον χαρακτηρίζει είναι το παραπάνω μοτίβο. Βυθισμένος μέσα στις νότες του, ακούει το μεταφυσικό νόημα που έχει το κάθε τι εδώ στη γη. Το σχέδιό του είναι η μορφή της συνομιλίας του με τον αόρατον κόσμο. Η σύνδεσή του, μια κάτοψη, μια ερμηνεία των σκέψεών του, που τον ακολουθούν τις ώρες αυτές.

Το πορτραίτο του αρτίστα και της μητέρας του, 1919

Σε μια αυτοπροσωπογραφία του, τοποθετημένη στο φόντο ενός ανοιχτού παραθύρου, που το φωτίζει ένας εξαίσιος φθινοπωριάτικος ουρανός, γράφει τα λόγια αυτά:

Quid amabo,

nisi quod aenigma est?

[Τι να αγαπήσω αν όχι το αίνιγμα;]

Και η φυσιογνωμία του, διαγράφει στο μεταφύσικο εκείνο φως του παραθύρου, ένα προφίλ, ανώτερο από κάθε εξήγηση!

Αυτοπροσωπογραφία, 1908

Ακούει στη θέση αυτή που στάθηκε με την εσπέρα που κατεβαίνει όπως και χθες όπως και σήμερα όπως και πάντα, την ιστορία του ανθρώπου με το σύμπαν. Ακούει την αγωνία του που έχει γιατί θα φύγει μια μέρα χωρίς να μάθει οριστικά πώς ήρθε. Ακούει το φευγαλέο τραγούδι που ο χρόνος αρμονίζει την ορχήστρα του – το τραγούδι που καταπίνει η άβυσσος των ουρανών. Ακούει τη φορά π’ ακολουθούν όλα τα πλάσματα στον αιώνιο κύκλο τους, να θρυμματίζονται, να αφανίζονται και να ξαναγεννιόνται. Κι ο ήχος αυτός, ο βαθύλαλος, ο μουσικός, ο γιομάτος λεπτές φρικιάσεις ωσάν τις ίνες των πιο εξευγενισμένων εξωτικών λουλουδιών, αντηχεί μέσ’ από το βάθος της αρχιτεκτονικής του.

Ο τροβαδούρος, 1924

Τέτοια είναι, γενικά, η ψυχολογία που βγαίνει από το έργο του. Πλανιέται εκεί που η σκέψη μας βρίσκει την πιο βαθιά ευτυχία. Τα όριά της είναι το άπειρο. Η φωνή της το αφηρημένο σχήμα. Αν και διαφέρει απ’ όλους τους σημερινούς ζωγράφους –είναι ο πιο étonnant όπως τον λέει ο Απολλιναίρ- ωστόσο πλησιάζει σ’ αυτούς κατά τούτο: εκτελεί οδηγημένος απ’ τις αισθητικές ανάγκες που εφεύρε ο κυβισμός: η νοητική άποψη της Τέχνης. Μεταχειρίζεται όμως την άποψη αυτή, μ’ ένα τέτοιο ύφος, ώστε να πλησιάζει στην ουσία τη μεγάλη τέχνη. Από τη σύγχρονη νοητική άποψη δεν πήρε, καθώς κι από τις άλλες μορφές της, παρά τόσα στοιχεία, που θα μπορούσε κατόπιν να εξυπηρετήσει την αρχιτεκτονική του. Τολμηρός –όπως ένας που κατέχεται από τον θρίαμβο της τρέλας- συλλαμβάνει και σχεδιάζει στα ταμπλώ του, τα πιο ανόμοια και απροσδόκητα πράγματα: δίπλα από το κεφάλι ενός κλασικού αγάλματος καρφώνει το γάντι ενός ξιφομάχου. Ζητάει να δώσει στα παλιά σύμβολα μια καινούργια όψη: τη μορφή που έχει την ανταπόκρισή της, σε ό,τι βαθύ και μυστηριώδες έχει διανοηθεί ο άνθρωπος. Έμπνευση θαρραλέα. Θρυμματίζει τον γήινο κόσμο, τοποθετεί στη θέση του σχήματα μετουσιωμένα: ένα πνεύμα ενατένισης και περισυλλογής. Αγωνιά να φτάσει κάτι το πιο νέο και το πιο προσωπικό. Να τι λέει ο ίδιος για την Τέχνη: «Εκείνο που πρέπει προ παντός, είναι να την απαλλάξουμε απ’ ό,τι περιέχει ως γνωστό μέχρι σήμερα∙ κάθε θέμα, κάθε ιδέα, κάθε σκέψη, κάθε σύμβολο, οφείλουν να πάνε στην πάντα». «Η σκέψη, πρέπει να λυθεί τόσον απ’ ό,τι λέγεται λογική και αίσθημα, να απομακρυνθεί τόσον απ’ όλους τους ανθρώπινους δεσμούς, ώστε τα πράγματα να της παρουσιαστούνε σε μια νέαν όψη, ωσάν φωτισμένα από έναν αστερισμό, που εμφανίζεται για πρώτη φορά».

Ερωτικό τραγούδι, 1914

Αν στη ματιέρα του αυτή δίνει μια τέτοια θέληση, η ιδιοσυγκρασία του βαστάει σε προηγούμενες γενιές. Το μεταφυσικό αίσθημα που είχε η γερμανική σχολή τον περασμένο αιώνα, το σοβαρό και πνευματικό στοιχείο της φιλοσοφικής ματιάς της, ανανεώνεται με όλα τα ζωγραφικά μέσα που επρόσθεσε στην Τέχνη, η νεώτερη γαλλική σχολή.

Στη διάθεση είναι ό,τι και ο Κλίγνκερ, ο Μπαίκλιν, ο Νίτσε, ο Βάγκνερ. Όπως εκείνοι, αισθάνεται τη μεταφυσική ανάγκη μέσα του, τον κόσμο να πηδάει από μίαν άπειρη διονυσιακή μέθη!

 

Άλογα, 1925
Αποχαιρετισμός των Αργοναυτών που αναχωρούν, 1919

Τα δυο του άλογα, καλπάζοντα στην αμμουδιά κάποιας θάλασσας, ή εκείνα τα τρία άλογα που φρενιάζουν κυττάζοντας το υδάτινο χάος της, με το διαφορετικό χρώμα και σχήμα το καθένα, είναι σύμβολα της παραπάνω λυρικής του κατάστασης. Τα «γυμνά» του πάλι, ζυγιασμένα στην κατακόρυφο, είναι σώματα όχι ωραία, ή πλαστικά∙ παρά εικονικές ιδέες που νιώσαμε στο πιο σπάνιο όνειρό μας! Το ίδιο και στα τοπεία του. Σπάνια λησμονάει να βάλει στη σύνθεσή τους ή ένα άγαλμα, ή ένα βάθρο του, ή ένα κομμάτι αρχιτεκτονικού σπιτιού με καμάρες και φαρδιές επιφάνειες. Σχήματα ικανά να μας διηγηθούνε για το μυστήριο της σκέψης του. Το ίδιο και οι φιγούρες του. Είναι όχι άνθρωποι που ξέρουμε∙ μα εκείνοι που θα ήθελαν αυτοί να είναι. Στέκονται σαν έπιπλα. Κι ο κορμός τους είναι υπερβολικά δυσανάλογος με τα πόδια τους. Τραβιούνται ψηλά προς τ’ απάνω. Αναπνέουν τον αέρα της σκέψης και του ονείρου. Έχουν ένα όμοιο βάθος με τα ασάλευτα έπιπλα μέσα στη σιωπή μιας κλεισμένης σάλας. Το πρόσωπό τους δεν θυμίζει καθαρά το ανθρώπινο σχήμα. Άλλοτε είναι μια παράδοξη φούσκα∙ κι άλλοτε πάλι έχει την πρώτην όψη που παίρνει το μάρμαρο, την ώρα που το ποντάρει απ’ το γύψινο πρόπλασμα ο έμπειρος εργάτης. Βυθίζονται στο άκουσμα της μέσα τους φωνής∙ και διηγούνται το αίνιγμα που είναι αυτός ο κόσμος. Μαρτυρούν για το αίνιγμα που δεν έχει ερμηνεία, παρά την αντίληψη που δίνει ο καθένας μας σ’ αυτό!

Ο μεγάλος μεταφυσικός, 1917
(Παραλλαγή – Ενατενιστής του απείρου)

Όλες αυτές τις ιδιότητες, όλες αυτές τις εγκεφαλικές αισθήσεις τις συγκεντρώνει στον πίνακα που έχει τίτλο: «ο ενατενιστής του απείρου». Ως σύλληψη, είναι το πιο συγκλονιστικό και το πιο αντιπροσωπευτικό του έργο. Στη σύνθεση αυτή ζει ολόκαιρος ο εαυτός του. Η προσπάθειά του πήρε την πιο δυνατή επιτυχία. Πραγματοποίησε το δημιουργικό του όνειρο. Έδωσε ό,τι σε άλλα του προηγούμενα έργα, είναι νύξεις ή ατέλειες. Το έργο αυτό, σταματάει τον παρατηρητή, του απορροφάει τη σκέψη, οδηγεί την ψυχή του σε μια άβυσσο καταπληκτικά μεγάλη!

Μια φιγούρα, ωσάν εκείνες που μιλήσαμε πιο πάνω, σβύνει με το ασχημάτιστο ονειρώδες πρόσωπό της, μέσα σ’ έναν ουρανό, που στο φως του, φρικιούν τα πιο ασυνήθιστα πλαστικά σύννεφα. Σ’ ολάκαιρο το σκελετό της, τοποθετούνται διάφορα τριγωνικά σχήματα, γωνιές από γεωμετρικά εργαλεία, επιστημονικά όργανα, κι άλλα παρόμοια αυστηρά αντικείμενα. Συμβολίζουν έτσι καθώς υψώνονται μαζί της στο κενό, την εσωτερική δύναμη και βοήθεια που θα έχει ένας ατενίζοντας το άπειρο! Κάτω και πέρα στο βάθος διακρίνεται ένας μισός ιστός κι ένα μισό φουσκωμένο πανί κάποιου ξυλάρμενου. Στο απέναντι σημείο τρεις σκοτεινές κάμαρες. Και η όλη σύνθεση πλαισιούται από διάφορα αρχιτεκτονικά επίπεδα, όπου το φως και η σκιά, έτσι καθώς μοιράζεται από σχήμα σε σχήμα, μεταβάλλουν τον υπολογισμένο κόσμο σε μεταφυσικό δράμα.

Οι πλατωνικοί (Έλληνες φιλόσοφοι), 1925

Το ίδιο πνεύμα παρατηρείται και στ’ άλλα του έργα: «Αίνιγμα μιας φθινοπωρινής εσπέρας – 1910», «Πρωινός ρεμβασμός – 1912». «Ερωτικό τραγούδι – 1914». «Ανάμνηση από την Ιταλία – 1914». «Το πορτραίτο του αρτίστα και της μητέρας του  – 1919». «Ο τροβαδούρος – 1924». «Οι πλατωνικοί – 1925». «Οι Μαραθωνομάχοι – 1926». «Η ακτή της Θεσσαλίας – 1926». «Έκτωρ και Ανδρομάχη – 1918». «Η αναχώρηση του περιπλανώμενου ιππότη – 1992». «Επεισόδιο από την Ιλιάδα – 1922». «Αρχαία γυμνά – 1927». «Εσωτερικό σε μια κοιλάδα – 1927». «Οι αρχαιολόγοι (από τα τελευταία έργα του)».

Η ακτή της Θεσσαλίας, 1926
Οι αρχαιολόγοι, 1927

Σε όλα ο σχηματισμός και το θέμα βγαίνουν από όμοια σύλληψη. Κι αν υπάρχει αντικειμενικός κόσμος στην εργασία του, υπάρχει ως ένδειξη της δικής του διανοητικής ζωής. Τώρα, σε τι κύκλους απλώνεται η ζωή του αυτή, η θρεμμένη με το θρύλο και την ιδέα του κόσμου που είναι έξω απ’ τις κοινές παραδεδεγμένες ανθρώπινες σχέσεις, με όσα είπα έως εδώ, πιστεύω να είναι τα στάδια του πυρετού και της ανησυχίας∙ όπου διατρέχοντάς τα ο νους ολοένα και πλησιάζει την πιο συγκροτημένη και ουσιαστική του αποκατάσταση. Η ζωγραφική του –όπως εγώ την ένοιωσα σπουδάζοντας την στις εκδόσεις που αναφέρω στο βιογραφικό του σημείωμα και ύστερα απ’ την επήρεια που είχα κάποιο ήσυχο συννεφιασμένο βράδυ κυττάζοντας το αρχαίο επιβλητικό οικοδόμημα που ακινητεί εδώ και τόσα χρόνια πίσω απ’ το μεγάλο κήπο– είναι εκδήλωση μιας τέτοιας ουσιαστικής αποκατάστασης. Εκφράζει την «ιδέα» κι όχι το φαινόμενο: ένα κόσμο σοβαρό και επίσημο, όπως το αίνιγμα, όπως η προφητεία.

 ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ

.

Σημείωμα βιογραφικό: Ο Γεώργιος Κηρύκος (Giorgio de Chirico) γεννήθηκε στο Βόλο, το 1888. Οι γονείς του ήτανε Ιταλοί. Από παιδί ασχολήθηκε με το σχέδιο και τη ζωγραφική. Το 1905 με 1907 ήτανε μαθητής στο Πολυτεχνείο μας. Κατόπιν έφυγε για το Παρίσι. Στο Παρίσι έμεινε μέχρι το 1915, αφού πριν έζησε για κάμποσο καιρό στο Μόναχο. Στο διάστημα αυτό, γνώρισε τον Guillaume Apollinaire, τον Picasso, τον Max Jacob, τον Maurice Raynal, και άλλους καλλιτέχνες και κριτικούς. Εξέθεσε στο Salon d’Automne και υποστηρίχτηκε απ’ τον Pierre Laprade. Επίσης και στους Indépendants, όπου ο Picaso ξεχώρισε τα έργα του και του υπόδειξε στον Paul Guillaume, που του αγόρασε αρκετά και του έδωσε θάρρος στη δουλειά του. Ύστερα έφυγε για την Ιταλία. Ωστόσο εξακολουθούσε να εκθέτει. Κι απ’ τον Νοέμβριο του 1925 εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι. Για το έργο του, έχουνε γράψει οι πιο ονομαστοί Ευρωπαίοι τεχνοκρίτες. Υπάρχει σε διάφορα καλλιτεχνικά περιοδικά και στη σειρά των εκδόσεων “Les peintres Francais nouveaux” και στην “Arte moderna Italiana”. Ο ίδιος, εκτός απ’ το ζωγραφικό του έργο, έχει γράψει και essais πάνω σε διάφορα πρόσωπα και πράγματα της Τέχνης. Το περασμένο φθινόπωρο παρουσιάστηκαν έργα του στην έκθεση των πρωτοπόρων ζωγράφων, που γίνηκε στη Μόσχα, κι έκαμαν πολλήν εντύπωση.

Α.Δ.

[περιοδικό Πρωτοπορία, αρ.φ.4, 1929]

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.