Παιδια μου! αγαπητά μου παιδιά! δυο αιώνες πέρασαν σχεδόν από τότε που σας μίλησα εδώ, με θυμάστε ακόμη; και βέβαια με θυμάστε, κι αυτό είναι το σαράκι που μου τρυπάει τσίκι τσίκι τα οστά, σαν υγρασία είναι η μνήμη σας, κι ο θάνατός μου έχει τόση παγωνιά, μόνο να ξέρατε το πόσο υποφέρω κάθε που γλιστρώ στα χείλια των προσκυνημένων, κάθε που με τιμούν οι πατριδολιγούρηδες, κάθε που εμπορεύονται το όνομά μου για τις παχυλές ιδέες τους οι φαύλοι κονδυλιοδίατοι και αχ,
αχ παιδιά μου! μαρτύριο μού έγινε η μνήμη, πώς να αντέξω τα τσουτσέκια τα βρωμόσταυρα που ασελγούν επάνω μου, πώς να αντέξω τους τουριστοσυμμορίτες που με κάνουν σουβενίρ, πώς να ξεκουραστώ όταν τα νεόπλουτα κουράδια μού καταπατούνε τα βουνά και τα λαγκάδια,
πείτε μου παιδιά μου πώς να ησυχάσω όταν οι εθνικοί τσογλαναραίοι με κουρελιάζουνε ολόκληρο σαν ελληνική σημαία τυλιγμένη σε ντοπαρισμένο ολυμπιονίκη μέσα στο Καλλιμάρμαρο και να ζητωκραυγάζουν οι τζουτζέδες και να χειροκροτούν της Εκάλης οι φιλανθρωπίδες και πιάστε μου τον πούτζο εντυπάρχιδες, γαργαλήστε μου τους όρχεις μπιζναδόροι σκανδαλάρχες, γλείψτε μου τις ρόγες αφεντικομούρηδες και αχ,
αχ παιδιά μου συγχωρέστε μου τον εκνευρισμό μα πώς να βρω γαλήνη όταν με στεφανώνει τέτοια φάρα, όταν κοιτώ τι κοινωνία φτιάχτηκε, όταν κοιτώ εσάς, να ανέχεστε δημοσιογραικύλους να μαυρίζουνε το μέλλον σας,
κι όμως έχετε τόση αρτιμέλεια! γιατί τη χαραμίζετε έτσι; νομίζετε πως θα την ξαναβρείτε; κοιτάχτε εμένα και πάψτε να περιφέρεστε σαν τις σκιές του Άδου, πάτε κι έρχεστε ολημερίς σε μάχες και σε χαρακώματα, άοπλοι, χωρίς λόγο και αιτία, οι στρατιώτες χωρίς πίστη λέγονται μισθοφόροι, μα ούτε μισθό δεν παίρνετε εσείς, τι διάλο, για ποιον στρατηγό γίνονται όλα; σε ποια σημαία υπακούτε; στον κακό σας τον καιρό, που δεν σας αφήνει να αποδράσετε, να πάρετε τους δρόμους φτιάχνοντας ένα κίνημα πλανόδιων ποιητών και αχ,
αχ καλοντυμένα μου παιδιά, πιο νεκρά κι από εμένα είστε, σας φυλάκισαν μέσα στα άβαταρ, στα μοντέρνα Παλαμήδια, σας άφησαν δεμένους με εικονικές αλυσίδες για να σας εκβιάζουν οι δαίμονες του εαυτού να υπάρξετε, να συντηρήσετε μιαν εικόνα, να προλάβετε να εκφέρετε γνώμες για όλα τα ανεπίγνωστα, γνώμες ανήλιαγες και επιφανειακές, προορισμένες να επιπλέουν σαν τις κατσαρίδες στον υπόνομο, γιατί ξέρετε κάτι; σφάζαμε τον εχθρό εμείς οικτρά δε λέω, μα με την σπάθη όλη, υμνούσαμε και τον ήλιο του έαρος ψηλά, έστω και αναλφάβητοι δε λησμονούσαμε να κοιτάξουμε τον ουρανό που μας καλούσε, η ίδια η θέα έβγαζε μία φωνή από τα σπλάχνα της, εσάς; ποιο είναι το κάλεσμα των ημερών σας; τι έμεινε τώρα για να υμνηθεί; του Γκουσγκούνη η ψωλή; τα κρυμμένα στο indymedia; του Βαζέχα δυο τρεις κεφαλιές; οι σιδεριές του Καλατράβα;
να γιατί ξανάρθα τώρα δω παιδιά μου! γιατί νιώθω υπεύθυνος για τούτη την κατάντια, σας είχα πει υποταγή στο θρόνο τότε, πόσο άμυαλος ήμουνα, μα όμως τώρα το είδα καθαρά πως το εθνικό όνειρο οδηγεί στον πλειστηριασμό, τώρα είδα καθαρά πως οι κραυγές ελευθερίας θα πλάθουν πάντα τις νέες αγέλες, τώρα το είδα ολοκάθαρα πως τα σχέδια που καταστρώναμε στο Μεσολόγγι αγοραστήκανε κοψοχρονιά από το νέτφλιξ, τώρα ξάστερα το είδα πως τα ιερά κειμήλια εκποιήθηκαν, πάντα θα εκποιούνται για να φτιάχνονται τα Μέγαρα, τ’ Ανάκτορα, και τα Τατόια του καθεστώτος, το είδα τώρα καθαρά πως οι πατρίδες υπάρχουν για να συντηρείται το εμπόριο όπλων, τώρα που τα είδα όλα αυτά, με το χέρι στην τρυπημένη μου καρδιά, σας λέω να πάτε να χορέψετε επάνω στα συντρίμμια, σας το εκμυστηρεύομαι, καταδικασμένα μου παιδιά, πέφτοντας στα πόδια σας για λίγη συγχώρεση, γιατί εγώ αναγνωρίζω τα λάθη μου, και αχ,
αχ παιδιά μου σας ρωτώ, εγώ φταίω; πείτε μου, η αμαρτία προηγείται ή ο αμαρτωλός; τι έχουνε να πουν γι’ αυτά οι φιλοσοφούντες στα πανεπιστρίμινγκ, που γεμίζουν τα μυαλά των μαθητών με άχυρα, και αχ παιδιά μου σας προσδέσανε στις θέσεις σας, τόσα βιβλία περνούν από τα χέρια σας, κι όμως ποτέ σας δεν θα μάθετε πως το αδιάβαστο βιβλίο γίνεται πιο ελαφρύ όταν αναγνωστεί, πούπουλο σκέτο, αλλά ποιος να σας το μάθει αυτό; εγώ ένα παιδί αγράμματο ήμουν, και αχ
πώς σας καταδίκασαν στην έλλειψη του κάμπου ούτε που το καταλάβατε, ούτε κι εγώ ακόμη το κατάλαβα που σας το προκάλεσα κιόλας, πού είναι ο τόπος μου; πού ο Ιλισσός; σας ρωτώ μαζί και μένα: πού είναι το δάσος του Ελαιώνα; όσα δέντρα στην Αθήνα αφανίστηκαν φυτρώσανε εν μια νυκτί σε μπάτσους, και ό,τι σας απέμεινε πια είναι να μάχεστε να γίνετε οι νέοι ξυλοκόποι, αχ παιδιά μου, μια τζακίλα γδέρνει τα ρουθούνια μου!
ε! να γιατί ξανάρθα τώρα εδώ, μήπως σας κάνω και με ξεχάσετε αχ και να μπορούσα να `παιρνα τα λόγια μου πίσω, όλα τα μετάνιωσα, και πιο πολύ την κόψη του σπαθιού μου, την κραυγή που έβγαζα όταν το έμπηγα, τόσο ξεκοίλιασμα γιατί; για να κυβερνούν οι ταλαρήσιοι; τέτοια πείνα λαού ούτε στις μέρες μου δεν είχαμε, όλα τα μετάνιωσα, και αν είχα έναν καθρέφτη μπροστά μου θα του `ριχνα το φτύμα μου, και θα με ρωτούσα: γιατί βιάσαμε τόσες τουρκάλες στην Τριπολιτσά; για να μοιράζονται τώρα κουβέρτες στους αστέγους; για να κρέμονται τα τζατζίκια στα μούσια των αρχιεπίσκοπων; θεέ μου ανορθόδοξε, αληθινέ μου θεέ, εσύ που δίνεις το χρώμα στο εσωτερικό του σύκου, απάντησέ μου, πού κρύβονταν τόσοι τζιογλαναρέοι στα μέρη μου; η λασπουριά τούς γέννησε; κάτω απ’ το χώμα φώλιαζαν και δεν τους έβλεπα; υποφέρω παιδιά μου γιατί σας είχα πει τότε να μάχεστε υπέρ πίστεως, μαύρη μέρα που σας το είχα πει, όπως σας είχα πει πως «εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν», μουτζώστε με τώρα ομαδικώς και πείτε «να μαλάκα Θόδωρε» θα το δεχτώ, αγαπητά μου παιδιά,
αλλά θα το δεχόμουν πιο πολύ αν τίποτα δε λέγατε, αν δεν γνωρίζατε το όνομά μου, αν ξεχνάγατε ό,τι σας είχα πει μέχρι τώρα, μου είναι ασήκωτο το βάρος, τρέμουν τα γόνατα του αλόγου μου, γιατί τώρα το ξέρω, γύρισα πιο σοφός, και έμαθα πως αν δεν ηττηθείς δεν μεγαλώνει το πνεύμα σου, γιατί το σπασμένο σπίρτο κάνει μεγαλύτερη φλόγα, κι εύχομαι να είστε και εσείς αποφασισμένοι να χάσετε όχι για να νικηθείτε, γιατί έμαθα για τα καλά πως ο ήρωας του έθνους είναι απλά ένας επηρμένος, και μπορώ να το φωνάξω: ζήστε χωρίς ινδάλματα αν θέλετε να αγαπηθείτε αληθινά, τώρα μπορώ να το φωνάξω: η ιδέα του ηρωισμού είναι η αριστεία μεταξύ καυλωμένων αντρών, όλα τα μετάνιωσα, μα πού να το `ξερα; ένα παιδί ήμουνα απ’ τον Μωριά, δεν το θέλω πια να βρίσκομαι στα χείλια κανενός, όχι Κολοκοτρώνη, «Μπιθεγκούρα» να με λέτε, ξεβαφτίζομαι τώρα εδώ μπροστά σας, όχι πολεμιστής, ένας καρβουνασβεστάς είμαι, δεν σας ξέρω, κάνετε λάθος, βγαίνω απ΄ την ιστορία, για να σας χαρίσω μέλλον, κι ένας τρόπος μόνο υπάρχει για να γίνει αυτό, ένας τρόπος υπάρχει για να πέσω απ’ το βάθρο της ελληνικής ιστορίας, να φυγοζωήσω, παιδιά μου, αυτό μου διδάσκει η ιστορία, γιατί το έχουν πει, πεθαίνει με τιμή όποιος δεν μπορεί να ζήσει με τιμή, και τιμή για μένα, τον τόσο τιμημένο, είναι τώρα η λησμονιά, να αποκτήσω την ξεχασιά του αυτόχειρα, που το όνομά του δεν μπαίνει στα χείλια κανενός, ο μόνος ικανός να διαφεύγει της ιστορίας, έτσι να ριχτώ από το άλογό μου θέλω, να πέσω στα μπετά σας λιπόθυμος, κανείς δεν θα μου δώσει σημασία, θέλω να με προσπερνούνε οι περαστικοί, τέτοια ασπλαχνιά που ζείτε είναι μεγάλη τιμωρία, πού να το ήξερα τότε, και πόσο νιώθω ένοχος για όλα, αυτοκτονώ για να σας ζήσω, και να φτιάξετε μια νέα ιστορία εντελώς δικιά σας, δίχως ταγούς και τάφους όλο πολυτέλεια, να ξεψυχήσω θέλω στα μπετά σας πάνω, να ξημερώνει 25 Μαρτίου 2021, κι η τελευταία εικόνα που θα δω θα είναι ένα ολόλευκο περιστέρι που το μαύρισε το καυσαέριο του αιώνα, και μετά να με ρίξουν σαν σκυλί στο χωνευτήρι και να πούνε άπορος, να γράψουνε αγνώστων λοιπών στοιχείων, δίχως ταυτότητα, χωρίς προπάτορες, να γίνω μικροσκοπικός, ασύλληπτος, αθώος, μια σταλιά να γίνω ζούδιο, δίχως ζίζισμα πολύ, μην κάνω φασαρία, καλύτερα μια άηχη να γίνω γω πεταλουδίτσα, που πηγαινοέρχεται σε μια αμυγδαλιά του Γεναριού, πέρα δώθε ζαλισμένη στον αέρα, κι ιδέα δεν έχει πως μπαινοβγαίνει από μια θηλιά που ξέμεινε πάνω στο δέντρο, ενθύμιο κάποιου λαιμού, που μου λέει πως όλοι οι αυτόχειρες μπορούν να αντέξουν τη ζωή, αν αυτοκτονούν είναι επειδή δε γουστάρουν άλλο, μα για σταθείτε όμως, η πεταλουδίτσα επιμένει, επιμένει πολύ, μια στιγμή… μπαίνει και βγαίνει συνεχώς, κοιτάχτε την με τι ακρίβεια κινείται, δεν μπορεί, μήπως το ξέρει τελικά; λέτε τόσην ώρα να συλλέγει τη γύρη του θανάτου; αχ παιδιά μου έχετε γεια, σας χαιρετώ οριστικά και ίπταμαι και δέομαι και πάω να το μάθω ∴
.
Το Απονενοημένο Σύνταγμα
αποτελεί ένα ερευνητικό και καλλιτεχνικό εγχείρημα τού Ρομαντικού Πανεπιστημίου Αθήνας
με θέμα τους ανώνυμους αυτόχειρες της νεοελληνικής ιστορίας