Κατολίσθηση

Μ’ ενδιαφέρουνε κυρίως

οι σταθερές μου εξισώσεις και η λύση τους.

Εξάλλου,

ήρθα με τσέπες άδειες,

μόνο κλειδιά και αποτσίγαρα.

Τα υπόλοιπα τα φόρτωσα στα τρένα.

Κοντά τα πόδια μου

κι είναι μακρύς ο δρόμος ως το τέλος.

Καλύτερα, όμως, ας μην τα συζητάμε αυτά.

Πέρασε η εποχή που σπάγαμε το ρεζερβουάρ

και πίναμε πετρέλαιο.

Πλέον δεν με χωράει η τρέλα μου,

ανέβασα πυραύλους στη στρατόσφαιρα,

ισορροπώ-ισορροπώ,

σ’ ένα μπαλκόνι έξι βήματα,

κουράγιο να ’χα να γκρεμίσω το φεγγάρι.

 

Μαζί πιάσαμε πάτο,

κι απόψε πίνουμε τη θάλασσα.

 

«Ξεφτίλας, κατεβάστε τον,

ανίκανος, μπουχός,

στείλτε τον για δουλειά, οχτάωρο,

να βγει στη σύνταξη τ’ αρχίδι, να ησυχάσουμε,

γαμώ τις βιολέτες του».

 

Είν’ όμως ώρα, για τουλίπες, για χρυσάνθεμα

για τον νοτιά που οδηγεί ευθεία μες στα σπλάχνα μου.

 

Η ανημποριά μου — περ’ από γλώσσες και φυλές,

ίσα που ακούγεται στο διπλανό διαμέρισμα.

Φίλε, κατρακυλάει, απόψε, το βουνό μέσα στη θάλασσα.

Μαζί θα πιούμε λάσπη.

 

 

Fuck the world

                      στη νόρα, στον ανδρόνικο

 

Εκεί ακόμα και το φως

το λογαριάζουν με γεννήτριες.

Όσοι επιστρέφουν —από ’κει—

έχουν χτυπήσει με μελάνη

στο μέσα μέρος του καρπού

στον ώμο, στο λαιμό

το Fuck the World.

 

«Κανένας δεν θα σεβαστεί τον αρχηγό

αν κλαίει μπροστά στο κύμα».

 

Λίγα τα λόγια μου απόψε,

θα περιμένω τη βροχή

κι ας βρέξει πέτρα.

 

 

Το λίγο νερό

Tώρα που έγινε ο χρόνος κατακόρυφος

ξετυλιχτήκαν τα ρολόγια —σαν σκοινιά—

και μου μαγκώσαν τον λαιμό.

Τα μεταναστευτικά πουλιά

δεν θ’ ακούσουν τις φωνές μου,

όπως εγώ δεν ακούω πλέον

τον παλιό μου εαυτό

που σκάβει ιδρωμένος, μες στα ορύγματα.

Πήρε το μέλλον κλίση προς τα πάνω.

Τι πήγε λάθος,

ποιος τύπωσε στραβά τα τοπογραφικά;

Πώς έγιναν χαλίκια τα λεπτά,

οι ώρες βράχια,

τα χρόνια απόκρημνα βουνά;

 

Οι φίλοι — το λίγο νερό που σταλάζει απ’ την πέτρα.

 

 

Πύκνωση

Εδώ, μέσα στο σίδερο,

σκάβοντας όλο πιο κάτω να χωρέσω στριμωχτά

—να βολευτώ—

οι πιεστήρες μ’ οδηγούν, με σταθερά χτυπήματα,

γραμμή!

απ’ το ένα τμήμα στ’ άλλο.

Φεύγω πρωί-πρωί για τη δουλειά,

μέσα στην πάχνη τρέμοντας χωρίς τα φώτα ομίχλης,

παντού τριγύρω σίδερο, γυμνά κλαδιά και ασοβάτιστα ντουβάρια.

Έσβησα μές στο ηλεκτρισμένο σύννεφο.

Σπάσαν πάνω στον τάφο μας κρυστάλλινα ποτήρια

Σκορπίσαν μες στο σκοτάδι τα πουλιά.

Γραμμή!

Μέσα στη νύχτα τα σκυλιά — δαγκώνουνε τα σύρματα.

 

 

Στρίβω μοχλούς

Στρίβω μοχλούς — αρνούνται να υπακούσουν.

Οι σκέψεις μου παπαγαλία του οδηγού κατασκευής.

Με πήρε ο δρόμος από κάτω

—δεν βγήκα απ’ τη σωστή πλευρά του ουρανού—

και σχεδιάζω τώρα την πορεία μου

μέσα σε φορτωμένα σύννεφα.

Σπασμένα χρόνια μπροστά μας,

κορμιά σπασμένα και βρέχει.

 

 

Αχ…

Αχ, βρε μασκαράδες

πώς τα βρίσκετε τόσο καλά στο μεταξύ σας

(μ’ άλλα λόγια

όσο βαδίζω προς τα μπρος

τόσο μικραίνω).

Πέφτω μπροστά στα μάτια σας

κι ούτε ένα πορτοφόλι να πιαστώ.

Έχει το μέλλον μόνο γκρεμνούς και κατηφόρες.

Γάμησέ τα.

 

«Φίλοι, που άθαφτοι λιώνετε μες στις βαθιές χαράδρες,

έχετε γίνει σήμαντρα κι απαγορευτικά».

 

Αηδίες. Ως εδώ. Τα υπόλοιπα τροφή για τα σκουλήκια.

Κρυφός καημός μου ο κεραυνός.

 

Χρήστος Μαρτίνης

 

εξώφυλλο: Holiday, πλωτό γλυπτό του KAWS

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Χρήστος Μαρτίνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1985 και ζει στην Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές "Το ξένο φως" και "Ελίοφορ Φέστους" (από τις εκδόσεις Υποκείμενο) και είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του λογοτεχνικού περιοδικού Βόρεια-Βορειοανατολικά.