Ωδές σε λαϊκούς επαναστάτες
του Νίκου Βέλμου
Στον Λένιν
Ι
Με τι φωνή,
με τι ψυχή,
με τι κουράγιο
να σου μιλήσω;
Πάλι σ’ έναν άγιο
πώς να κρατήσω
τόσην ορμή
μια τέτοια αυγή;
Πραγματικά Χριστέ,
κι αληθινέ Θεέ,
ονειρευτή
νέων χαρών
κι άλλων καϋμών·
της ψευτωσύνης
κυνηγητή
και της οδύνης
Εσύ μ’ ανάστησες
γιατί μ’ αγάπησες
αν και δεν σ’ είδα
πνεύμα κι ελπίδα
του πονεμένου
και του χαμένου
ΙΙ
«Απάνω, πια φθάνει»
-φωνάζει στο πλήθος
που γέρνει σε βύθος
κουτά να πεθάνει-
«Αλλού σούχει αφίσει
το δώρο η φύση
που μόνο μια θλίψη
το βρίσκει όπου στρέψει».
Γιατί να μου πνίγει
σαπίλα τα λόγια
και τα μοιρολόγια
που φέρνουν τα ρίγη
μιας σπάνιας σκέψης
που ψάλλεται αιώνια
κι όπου όπου σε χρόνια
ωδές της θα δρέψεις;
.
Στη Ρόζα Λούξεμπουργκ
Πολλά δεν ξέρω για σένα.
Μα ένα πράγματα μονάχα ξέρω·
το πιο καλλίτερο·
πως πέθανες για όλους τους ανθρώπους της γης.
Νέα θεά! Ο ήλιος από τότε πούλειψες,
σα φεγγάρι φωτίζει ντροπαλά την πλάση,
κι η σελήνη από τότε πιο αιστηματικότερα κοιτάζει τη γη,
λες κι είναι όλη ο τάφος σου.
Ρόζα! Ρόζα!
Με το θάνατό σου, ανάστησες την αντρεία και την τόλμη,
που η βία κι η ανάγκη τις είχαν θάψει.
Ντρόπιασες μ’ αφτόν τη ζωή του κάθε άντρα,
μα και της κάθε γυναίκας.
Ποτέ θάνατος δεν θάμπωσε τόσο τη ζωή.
Ποτέ το πιο ασύλληπτο πράγμα την πίστη δεν έκανε η γυναίκα,
σκλάβο ερωτευμένο της καρδιάς κι όπλο αθανασίας!
Γύρω σου υπήρχε ένας κόσμος άνανδρων δυνατών,
κι όμως δεν μπορέσανε σε τίποτ’ άλλο να σε βλάψουν,
παρά μονάχα στο να σού κάνουν γνωστότερη
στα πλήθη την πίστη σου.
.
Στον Ζολά
Κι αν ανακαλούσε ο κόσμος την ψυχή σου
πάλι δεν θα την έδειχτε καθώς εσύ τη δείχτεις
Δείχνοντας την ασκήμια του,
χτυπάς την αδικία
Ζολά
ξεφτελιστή του σημερνόκοσμου
κυνηγητή του πουτανόκοσμου
παρηγοριά του εργάτη και τ’ αλήτη!
Ζολά
του κόσμου λυτρωτή
του νόμου περιφρονητή
χαρά της νέας πλάσης και καμάρι!
Ζολά
Ζολά, πάντα Ζολά, φωνάζει όλη η φύση,
Ζολά αλαλάζει ο στεναγμός κι έτσι δεν τρώει το σώμα,
Ζολά ανακράζει το κακό και πέφτει χάμω πτώμα
.
Στον Λόρδο Βύρωνα
Δεν έχουν πια τα μάτια δάκρυ
κείνου που ζει τόσο καιρό σε μια άκρη
μήτε πουλάκια ακούει τωρ’ αφτός,
που τη ζωή σου ζει· μα πως; Φτωχός
Μια επανάσταση πιο αψηλή κι απ’ τη δική σου
τρέφει τον πόνο του, που κλαίει και την ψυχή σου·
μια επανάσταση που θέλει όλη η φύση
και που αλύπητα το ψέμα θα χτυπήσει
Να μελαγχολική χαρά μου
– κι ομορφιά μου –
που ως και τον τίτλο έκαμες ωραίο
του λόρδου· μα και πάντα νέο,
αν και τον πέταξες στα μούτρα της Αγγλίας
.
Τα άνωθεν μεσοπολεμικά στιχουργήματα του Νίκου Βέλμου χρονολογούνται γύρω στα 1923-1924.