«Παρά τον αυξημένο αριθμό των ποιητών, η ποίηση έχασε στην Ελλάδα»

Αποθησαυρίζοντας μια συνομιλία του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου με τον Αντώνη Φωστιέρη και το Θανάση Νιάρχο, το 1981 

 

Η παρουσία σας και η δουλειά σας έχουν συνδυαστεί με τη λεγόμενη «σχολή της Θεσσαλονίκης». Ποιες νομίζετε, σεις προσωπικά, πως είναι οι κυριότερες συντεταγμένες που ορίζουν και χαρακτηρίζουν αυτή τη σχολή;

-Είναι δύσκολο να μιλάμε για «σχολή της Θεσσαλονίκης». Κι αυτό γιατί δεν πρόκειται για ένα κίνημα ανανεωτικό της λογοτεχνίας μας αλλά μάλλον για μια πλειάδα ποιητών και πεζογράφων που με την υψηλή ποιότητα του έργου τους και με την ιδιαιτερότητά τους βάζουν ένα λιθαράκι στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Υπάρχουν βέβαια κοινά χαρακτηριστικά. Στην πεζογραφία της Θεσσαλονίκης επικρατεί ο εσωτερικός μονόλογος, η καταγραφή εσωτερικών καταστάσεων και στην ποίησή της μια συντηρητική «εσωτερικότητα», μια φειδώ όσον αφορά τους σύγχρονους τρόπους γραφής και ο υπερρεαλισμός θάλεγα πως μόλις την έχει αγγίξει. Πράγματι το υπερρεαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα άφησε αδιάφορους τους καλύτερους ποιητές της, ενώ στην Αθήνα χρονολογικά συνέπιπτε με το ποιητικό της άνθισμα. Αναφέρομαι στην περίοδο 1936-1950. Αλλά και το νεοϋπερρεαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα που εμφανίστηκε μετά το 1960 άφησε ασυγκίνητους τους ποιητές της Θεσσαλονίκης, μέρος των οποίων είχε δώσει τον καλύτερο εαυτό του. Κι αυτό γιατί ο κάθε ποιητής είχε βρει τον πυρήνα του που τον καλλιεργούσε εντατικά και τον προέκτεινε αδιαφορώντας για τα κινήματα της αλλαγής ή της απομίμησης. Απ’ αυτή την άποψη υπάρχει η σχολή σαν ομάδα ποιητών και πεζογράφων που έδωσε ένα έργο προσωπικό έξω από επιρροές και επιδράσεις ξένες. Δεν αγνοώ βέβαια τις αλληλοεπιδράσεις που είναι φυσικό να δημιουργούνται σ’ ένα κύκλωμα περιορισμένο. Επίσης ομολογώ πως το κοινό κλίμα στο οποίο γράφεται το έργο των δημιουργών της είναι ο κρίκος που τους συνδέει σε μια «σχολή».

 

Ο ποιητής Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (Θεσσαλονίκη 1931 – Αθήνα 1996) στα 23 του

 

Στην ποίησή σας βλέπουμε από βιβλίο σε βιβλίο, να επανέρχονται συχνά, με διαφορετική μορφή, ορισμένα θέματα και μοτίβα. Η εμμονή σας αυτή οφείλεται σε μια συναισθηματική προσκόλληση ή σε μια συνειδητή πρόθεση καλλιέργειας ενός συγκεκριμένου χώρου;

-Η προσκόλληση σε ορισμένα θέματα και μοτίβα δεν είναι παρά ο ψυχισμός του ποιητού που αναπτύσσεται από ποιητική σειρά σε ποιητική σειρά και που καλλιεργείται μ’ όλους τους δυνατούς τρόπους. Αυτό συμβαίνει σε κάθε ποιητή που θέλει να εξηγήσει τον προσωπικό του πυρήνα με μια «προσωπική γλώσσα». Από την «Αισθηματική ηλικία» μέχρι το «Αργό πετρέλαιο» υπάρχει μια πορεία που καθορίζεται από την ειδικότερη προβληματική της ποιήσεώς μου, και αυτό ακριβώς επιτρέπει να αποφεύγω την επανάληψη πραγμάτων που έχουν ήδη ειπωθεί από μένα σε παλιότερα χρόνια. Φυσικά η μετάβαση από μια ποιητική σειρά στην άλλη είναι δύσκολη, προϋποθέτει βιώματα και μια ωρίμανση ή μάλλον μια διαφοροποίηση που γίνεται σιγά-σιγά και είναι ορατή μονάχα σ’ ένα έμπειρο μάτι. Εξ άλλου καθώς τα εκφραστικά μέσα εξελίσσονται, η ουσία του χώρου όπου κινούμαι διευρύνεται αποφασιστικά ώστε να αποφευχθεί η τυποποίηση που είναι το χειρότερο πράγμα για έναν ποιητή στην περίπτωση που δεν κάνει άλλο παρά να επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα με την ίδια γλώσσα.

 

Σε ποιον στίχο –ή έστω σε ποιο ποίημα- πιστεύετε ότι θα μπορούσε να συνοψιστεί το ποιητικό σας στίγμα;

-Νομίζω πως στα «Ερείπια της Παλμύρας» υπάρχει αυτό που ονομάζετε το «ποιητικό μου στίγμα». Αντίθετα με την άποψη ότι όλα φθείρονται με τα χρόνια, το ποίημα μάς διδάσκει ότι η ομορφιά αντιστέκεται στη φθορά και παραμένει, ερείπιο ίσως, για να δίνει απόκριση στα βαθύτερά μας αιτήματα. Αυτή επιβιώνει σε πείσμα ενός κόσμου «ανάπηρου και παραμορφωμένου».

από την δεκαετία του ’70

 

Ποιες ανακατατάξεις στον ποιητικό χώρο βλέπετε να έχουν σημειωθεί από την εποχή που πρωτομπήκατε σ’ αυτόν μέχρι σήμερα;

-Σ’ ένα παλιό μου δημοσίευμα σε περιοδικό της Θεσσαλονίκης, εδώ και  δεκαπέντε χρόνια, έγραφα πως «πιστεύω ότι οι μελλοντικές ανακατατάξεις θα δώσουν δίκιο στη μορφή αυτής της ποίησης». Μιά είναι «η μορφή αυτής της ποίησης», το αντιλαμβάνεσθε εύκολα. Μια ποίηση συντηρητική στο βάθος, που επιβάλλει τη σπουδαία έκφραση μιας σπουδαίας ουσίας. Δίχως αυτή, κάθε απόπειρα ανανέωσης των εκφραστικών μέσων πάει χαμένη. Ο νεοϋπερρεαλισμός που εμφανίστηκε στην Αθήνα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη μετά το 1960 δεν μπόρεσε να κάνει και σπουδαία πράγματα. Έδωσε μια πλειάδα ποιητών που χαρακτηρίζεται από μια ομοιομορφία έκφρασης και φτωχές θεματικές αξίες. Μια έλλειψη θάλεγα νεύρου, που καλύπτεται είτε από «μοντέρνα» υπερρεαλιστικά σχήματα είτε από μια εκφραστική αμεσότητα χωρίς την αναγκαία μετουσίωση που απαιτεί ένα ποίημα για να πείσει αληθινά. Απ’ αυτή την άποψη, παρά τον αυξημένο αριθμό των ποιητών, η ποίηση έχασε στην Ελλάδα. Αυτά βέβαια για εκείνους που έχουν υψηλές απαιτήσεις.

 

Την ποίησή σας τη χαρακτηρίζει μια έντονη συναισθηματική φόρτιση. Βλέπετε την εξέλιξη των ποιητικών πραγμάτων σ’ ένα απώτερο μέλλον να ταυτίζεται ή ν’ απομακρύνεται από κάθε είδους λυρισμό;

-Δεν νομίζω πως ο λυρισμός θα σβήσει. Αντίθετα διαβλέπω μιαν υποχώρηση του πεζολογικού στοιχείου που μεταβάλλει το ποίημα σε μια καλογραμμένη –ή κακογραμμένη- πρόζα. Αυτό που ονομάζετε «συναισθηματική φόρτιση» δεν είναι παρά η αντίδραση ενός ευαίσθητου δέκτη απέναντι σε μιαν αμείλικτη κοινωνική πραγματικότητα. Απ’ αυτήν την άποψη κάνω κοινωνική ποίηση, όχι βέβαια στην θεματογραφία μου, αλλά στην ουσία του ποιητικού μου λόγου όπως τα κοινωνικά σχήματα την επιβάλλουν. Πιστεύω στο λυρισμό που έδωσε ήδη με τον υπερρεαλισμό τους καλύτερους, μπορώ να πω, εκπροσώπους του, ανανεώνοντάς τον. Γιατί να σβήσει τώρα, που ο λυρισμός εμπλουτίστηκε από τον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό; Δεν το πιστεύω. Χρειάζεται όμως ένταση εσωτερική και πάθος. Η ανέκδοτη συλλογή μου «Ωδές στον Πρίγκηπα» είναι, νομίζω μια συμβολή προς την κατεύθυνση αυτή.

Δημοσιεύτηκε στο περ. Η ΛΕΞΗ,
τεύχος 5, Ιούνιος 1981

 

Χειρόγραφο της «Προσευχής» του Ασλάνογλου από τις «Ωδές στον Πρίγκηπα». Δημοσιευμένο στο ίδιο τεύχος της Λέξης.

.