Θρηνούμε τους ανθρώπους αλλά όχι τα δέντρα.
Μετά από κάθε πυρκαγιά άλλωστε η φράση που ακολουθεί
είναι ότι ευτυχώς που δεν θρηνήσαμε ανθρώπινες ζωές.
Κανείς δεν φορά μαύρα όταν χάνεται ένα δέντρο.
Κανείς δεν μνημονεύει το όνομα ενός δέντρου όταν πεθαίνει.
Το πένθος είναι μια γλωσσική κατασκευή.
Κανένα φιλοσοφικό ρεύμα δεν ερμήνευσε ένα δέντρο.
Καμιά παράδοση δεν μας δίδαξε να θρηνούμε τα δέντρα.
Μόνο κάτι άγριοι παλιότερα λάτρευαν τα δέντρα σαν θεούς
αλλά ευτυχώς η θρησκεία μας αντικατέστησε αυτούς τους
ψεύτικους θεούς με το ένα και μοναδικό, πανάγιο Θεό μας.
Και αν όπως λένε η δευτέρα παρουσία είναι κοντά
γιατί να πρέπει να ανησυχούμε για τα δέντρα.
Θρηνούμε τους ανθρώπους αλλά όχι τα δέντρα.
Δεν ξέρεις τι να πεις όταν ένα δάσος καίγεται.
Δεν ξέρεις τι να πεις όταν ένα δάσος καίγεται.
Δεν είναι σαν τον άνθρωπο που πεθαίνει
σε αυτόν τουλάχιστον κάνεις ένα μνημόσυνο.
Το πένθος είναι ο τρόπος να βιώνεις την απώλεια.
Σε κανέναν δεν λείπουν πραγματικά τα δέντρα που καίγονται.
Άσε που αν πενθούσαμε τα δέντρα θα πρεπε να θρηνούμε μια ζωή.
Τι ζωή είναι αυτή που το πένθος είναι συνυφασμένο με τη ζωή;
Ευτυχώς ο πολιτισμός μας είναι προσανατολισμένος στη πρόοδο και την ευτυχία
δεν υπάρχει καιρός για θάνατο και δυστυχία.
Θρηνούμε τους ανθρώπους αλλά όχι τα δέντρα.
Ίσως γιατί δεν τα καταλαβαίνουμε.
Ίσως γιατί δεν τα καταλαβαίνουμε.
Τα δέντρα είναι βουβά,
ζουν σε ένα χρόνο έξω από εμάς.
Μας την δίνει που τα κάνουν όλα αργά ενώ εμείς όλα γρήγορα
βγάζουν ρίζες ενώ εμείς πάμε πέρα δώθε.
Πενθείς αυτό που κινείται.
Τα δέντρα είναι στατικά πλάσματα, ακίνητα σαν τους βράχους.
Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια.
Κάποτε ένας παππούς διαισθάνθηκε το τέλος του.
Και πήγε και αγκάλιασε τα δέντρα του χωριού, να τα αποχαιρετίσει
Και πήγε και αγκάλιασε τα δέντρα του χωριού, να τα αποχαιρετίσει
Ήταν ο τρελός του χωριού.
Οι συγγενείς τον είχαν αποκηρύξει γιατί μιλούσε στα δέντρα.
Και κάθονταν πάνω στα κλαδιά τους όπως τα πουλιά.
Ένας σαλεμένος τύπος, σχολιάζανε στο μνημόσυνό του
όταν τον άγγιζες λέγανε, ήταν σαν ένα ακούμπαγες ένα δέντρο
είχε μια αλλόκοτη ηρεμία που τρόμαζε τον κόσμο.
Θρηνούμε τους ανθρώπους αλλά όχι τα δέντρα
γιατί τα φθονούμε τα δέντρα.
γιατί τα φθονούμε τα δέντρα.
Είναι κάπως αντιπαθητικά τα δέντρα.
Ζουν για 500 χρόνια ενώ εμείς πεθαίνουμε νωρίς,
τα κυκλώνει μια άχρονη γαλήνη ενώ εμάς μια γνώριμη νεύρωση
φωτοσυνθέτουν στο φως ενώ εμάς
μας κυκλώνουν τα σκοτάδια μας.
Δεν ανησυχούν, καθώς τα πάντα έχουν επιτευχθεί.
Χρησιμοποιούν το ελάχιστο ενώ εμάς μας απασχολεί το περιττό.
Μοιάζουν να γνωρίζουν το λόγο που βρίσκονται εδώ ενώ εμείς ακόμα τον ψάχνουμε.
Προστατεύουμε τους ανθρώπους όχι τα δέντρα.
Γιατί το κράτος δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία πάνω στα δέντρα.
Γιατί το κράτος δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία πάνω στα δέντρα.
Μπορεί να τα ξυλεύσει, να τα κάψει όχι όμως να υποτάξει.
Και δεν έχει πλάκα αν το άλλο δεν χειραγωγείται.
Για αυτό προσλαμβάνουμε αστυνόμους και όχι πυροσβέστες.
Για αυτό πριμοδοτούμε τα ΜΜΕ και όχι τα δασαρχεία.
Για αυτό δεν μιλάμε για κλιματική αλλαγή.
Ασε που η καμμένη γη είναι ο τόπος που βρίσκουν
παρηγοριά οι ψυχές μας.
Θρηνούμε τους ανθρώπους
αλλά όχι τα ζώα που καίγονται σε ένα δάσος.
αλλά όχι τα ζώα που καίγονται σε ένα δάσος.
Ένα οικοσύστημα ακατανόητων όντων που όλα ενώνονται και αλληλοεξαρτώνται σε ένα παράξενο ιστό συνδεσιμότητας:
ξεφτέρια, πετρίτες, βραχοκιρκίνεζα, μπούφοι, χουχουριστές,
αλαζοπαπαδίτσες, χρυσοβασιλίσκους, φανέτα, λούγαρα, μαυρομυγοχάφτες, σταχτοπετρόκληδες, φοινίκουρους, μαυροσκούφηδες, γιδοβύζια, γραικοβάτραχοι, αβλέφαρους, κονάκια, τρανόσαυρες, κυρτοδάκτυλους, σαμιαμίδια, σπιτόφιδα, σαΐτες, σαπίτες, δεντρογαλιές, καήκαν όλα μαζί με το δάσος.
Άλλα πως μπορείς να τα θρηνήσεις αυτά τα αλλόκοτα πλάσματα
που ούτε το όνομα τους δεν μπορείς καλά καλά να προφέρεις;
Θρηνούμε αυτό που συσχετιζόμαστε
δηλαδή αυτό που εξουσιάζουμε.
Ρετσινάδες, μελισσοκόμοι, ρυτινοσυλέκτες, δασοκόποι
παλιότερα ζούσαν στα δάση και τα προστάτευαν.
παλιότερα ζούσαν στα δάση και τα προστάτευαν.
Σήμερα κανείς δεν συγχρωτίζεται με το δάσος.
Ένα μουσείο της φύσης που το κοιτάμε όταν περνάμε με το αμάξι.
Δε λέω ωραίο είναι να το κοιτάς.
Όμως δεν δαπανάς χρήματα για να προστατέψεις κάτι που δεν θα σου φέρει χρήμα.
Είναι ενάντια στη λογική του πολιτισμού μας …που μας έχει κάνει ανθρώπους.
Το δάσος κατοικεί έξω από τον ανθρώπινο κόσμο.
Ένας κόσμος ετερότητας χωρίς ιεραρχημένες σχέσεις.
Ένας κόσμος ετερότητας χωρίς ιεραρχημένες σχέσεις.
Στο δάσος όλα είναι κρυμμένα και αινιγματικά.
Στη κοινωνία των ανθρώπων όλα εκτίθενται για να υπάρχουν.
Τα δέντρα λένε είναι ιερά και κατοικούν σε αυτά ανιμιστικές δυνάμεις.
Πως είναι δυνατό εμείς οι άνθρωποι να προσκυνάμε ένα δέντρο;
Τα έχει λύσει προ πολλού ο διαφωτισμός αυτά.
Μέσα στο δάσος το μυαλό του λογικού σαλεύει
και βλέπει ξαφνικά επικίνδυνα οράματα.
Μες στις πόλεις το μυαλό μας ησυχάζει
καθώς όλα είναι ταξινομημένα και εμπορεύσιμα.
Θρηνούμε τους ανθρώπους αλλά όχι τα δέντρα.
Ίσως γιατί πάντα καίγονται μέσα στο καλοκαίρι,
Ίσως γιατί πάντα καίγονται μέσα στο καλοκαίρι,
όταν απολαμβάνουμε λίγο ήλιο και θάλασσα.
Το καμένο δάσος είναι αποκρουστικό θέαμα:
μας μαυρίζει τη ψυχή.
Μας θυμίζει το πένθος για …τον άνθρωπο.
ΥΓ: Μόλις διάβασα για ένα νέο επιστημονικό κλάδο τη φυτική νευροβιολογία:
Λέει ότι τα δέντρα μοιράζονται μια εξελιγμένη σιωπηλή γλώσσα:
επικοινωνούν σύνθετες πληροφορίες μέσω οσμών,
γεύσεων και ηλεκτρικών ερεθισμάτων
μέσα από τεράστιο μυκηλιακό, νευρολογικό δίκτυο
που ενώνει τα δέντρα μέσα από τις ρίζες τους.
Είναι κοινωνικά πλάσματα και η ευημερία τους εξαρτάται από τη κοινότητα τους.
Κάθε δάσος είναι ένα οικοσύστημα ασύλληπτων συνάψεων και επαφών που ξεπερνούν ακόμα και τις δις συνάψεις του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Τα δέντρα λέει αισθάνονται και είναι φορές που είναι χαρούμενα
και άλλες φορές που κραυγάζουν από πόνο.
Από τότε, φαντάζομαι τις βουβές κραυγές των δέντρων
όταν καίγονταν το δάσος και δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδυα.
Νομίζω εφεξής αυτές οι κραυγές θα στοιχειώνουν για πάντα τα όνειρα μας.