Γνώρισα το ποιητικό έργο του Θεόδωρου Μπασιάκου, του Γκαγκάν Μυτεράν,  τυχαία στο διαδίκτυο. Από τη στιγμή που τον συνάντησα περίμενα ανυπόμονα κάθε νέα του ανάρτηση.

Δυστυχώς στις 19 Ιουλίου 2020 ο Θεόδωρος Μπασιάκος φεύγει από τη ζωή. Η λύπη αβάσταχτη, αισθανόμουν την απώλειά του σαν να είχα χάσει ένα δικό μου άνθρωπο που με είχε συντροφεύσει στις αναγνωστικές  περιπλανήσεις μου. Αυτό το συναίσθημα ήταν αποκαλυπτικό της επιρροής της ποίησής του πάνω μου, το ακατάλυτο τεκμήριο της επίδρασής του ως αναγνωστική επένδυση,  αλλά και ως στάση ζωής, που δεν εφάρμοσα ποτέ, λόγω της κομφορμιστικής προδιάθεσης μου όσο και της  ηλικιακής παρακμής μου.

Η εκδοτική παρουσία του όσο ζούσε ήταν ισχνή, διαβάζουμε στο εκδοτικό σημείωμα του βιβλίου. Δύο νεανικές αυτοεκδόσεις (σιωπηρά «αποκηρυγμένες» από τον ίδιο, τα 22 Ποιήματα (1982) και το Πολύ ευγενής (1985), μία «επίσημη» ποιητική συλλογή Μαύρα Μάτια (Πλανόδιον, 2006) και μια ηλεκτρονική έκδοση Κούκου-Νιάου (Ενδυμίων, 2017). Πέραν αυτών, μια σειρά από φωτοτυπημένες αυτοεκδόσεις σε εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό αντιτύπων.

Ο Θεόδωρος Μπασιάκος, κατά δήλωσή του, είναι ένας «σουλατσαδόρος της ποίησης». Απελευθερωμένος υφολογικά, θεματικά και γλωσσικά από τις συμβάσεις της ποιητικής ομολογίας, δίχως όρια και περιορισμούς, αποκαθαρμένος από ποιητικούς λυρισμούς, λεκτικές ακροβασίες και συναισθηματισμούς, εικονοπλασίες και παραδοξότητες, εγκεφαλικούς «ποιητικούς» αιφνιδιασμούς, πεζοπορεί ποιητικά, ανιχνεύοντας τη ζωή. Δημιουργεί τον ποιητικό του κόσμο υπηρετώντας τη ζωή και όχι αντιστρόφως, όπως συμβαίνει κατά πλειοφηφία στον ποιητικό λόγο.

Αντισυμβατικός, αντιφατικός, «με γοητεύουν οι αντιφάσεις» γράφει, δίχως φιλοδοξίες και έπαρση. «Πόσο αγαπώ τους ανθρώπους όλους / όλη την ανθρωπότητα» αναγγέλλει τον ουμανισμό του στο ποίημά του “αγάπη”.  Λιτός στις ανάγκες διαβίωσής του, «έχω τουτ’το δωμάτιο, ντιβάνι, το κρικρί, το ντιβάνι, το γραφειάκι μου για να γράφω και καλά είμαι έτσι· δεν χρειάζομαι πιότερα», ομολογεί στο ποίημα “μπασιάκ εναντίον μπασιάκ”, ένας «γεροφρήκ» που γράφει στίχους. Φανατικός πολέμιος της ιδιοκτησίας και της εργασίας, στρατευμένος ενάντια σε κάθε μορφής εξουσίας και των κατασταλτικών μηχανισμών της, των φασιστών, του παραλογισμού της λογικής,  λάτρης της τζαζ, του Bob Dylan, των τσιγγάνικων βιολιών, του Καζαντζίδη και του Αγγελόπουλου, αλλά και του Πουλικάκου, του Ρεμπώ, του Χλέμπνικωφ, του Πρεβέρ, του Μπορίς Βιαν, του Σαρλώ, του Μακρή, των οδοκαθαριστών, της ρετσίνας, των γλεντζέδων και των σουρλουλούδων,  εραστής των ηλιοβασιλεμάτων και του φεγγαριού, των γατιών και των λουλουδιών, της Κομμούνας και της Οκτωβριανής επανάστασης.

Με γλώσσα καθημερινή και ανεπιτήδευτη στήνει το ποιητικό του σκηνικό, υπηρετώντας  με ευλάβεια το αισθητικό και κοινωνικό του όραμα. Παράλληλα, βαθιά ερωτικός “supergirl”, σαρκαστικός και επικριτικός απέναντι στην ποιητική, πολιτική και ιδεολογική ευπείθεια, τους λογοτεχνικούς και φιλολογικούς κύκλους, συντονίζει το βήμα του με κοινωνικό όραμα της επανάστασης, δίνοντας στην ποίησή του κοινωνικό περιεχόμενο, όχι με μεγαλόστομες κραυγές, αλλά στοχεύοντας με απόλυτη ακρίβεια στις κοινωνικές ανισότητες – “εξι ποιήματα διαμαρτυρίας”.

Η ποίησή του είναι βαθύτατα ανθρωπιστική, άρα επαναστατική, δίχως τις επικαιροποιήσεις της στρατευμένης ποίησης, ανένταχτη και ανατρεπτική.

Στα πεζά του κείμενα, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που συμπληρώνουν την πολιτική, ιδεολογική, κοινωνική, αισθητική και ποιητική συγκρότηση γίνεται αρκετές φορές φλύαρος, επαναλαμβανόμενος, ώστε να κρίνεται περιττή η παρουσία κάποιων κειμένων που δεν προσφέρουν στην ολοκλήρωση της  προσωπογραφίας του. Αλλά αυτό βεβαίως δεν βαρύνει το ποιητή, ο οποίος δεν γνωρίζουμε αν θα έδινε τη συγκατάθεσή του στη δημοσίευσή τους. Ο ποιητής δεν πρόλαβε να τακτοποιήσει το μεγάλο και χαώδες ποιητικό του έργο, εκτός από κάποιες αόριστες οδηγίες που είχε δώσει, πληροφορούμαστε στην εισαγωγή του βιβλίου, ώστε η κειμενική επιβάρυνση να οφείλεται στους επιμελητές της έκδοσης, αποδίδοντας στο αναγνωστικό κοινό  ένα άνισο εκδοτικό αποτέλεσμα, σκοπεύοντας να παρουσιάσουν ακέραιο το έργο ποιητή.

 

«ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ γαγκάν μυτεράν Vivere Freakolosamente | ΑΠΑ(Ν)ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΖΑ» | εκδ. «ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ», 2021

 

 

φωτογραφία εξωφύλλου από εδώ

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Γεννήθηκα πριν 60 χρόνια στην Αθήνα. Τώρα ζω και εργάζομαι στην Ρόδο. Διατηρώ το blog «Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» από το 2007. Έχω δημοσιεύσει κείμενά μου στο περιοδικό «Δένδρο» πριν πολλά χρόνια, το 1981, στο εξαμηνιαίο περιοδικό «Ροδιακά γράμματα»,σε εφημερίδες της Ρόδου, πριν το 2000, και τα χρόνια του διαδικτύου στα περιοδικά «Φρέαρ», “Fractal”, «Στάχτες», «Θράκα»(με ψευδώνυμο), και στο περιοδικό «Πλανόδιον», ανάμεσα στους νικητές του διαγωνισμού με θέμα «Δον Κιχώτης».