Sozopolis / Δημήτρης Αμελαδιώτης / Μπροστά από το έργο της Ράνιας Εμμανουηλίδου

 

Γεννήθηκα και μένω στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασα στην Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Με το πρόγραμμα Erasmus βρέθηκα στην Koninkijke Akademie της Γάνδης.  Έπειτα με υποτροφία συνέχισα μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο στο Chelsea College. Από μικρή ηλικία είχα προβλήματα στην όραση, στην ακοή και στην ομιλία μου, είναι ένα σύνδρομο που λέγεται Stickler. Άργησα να αρθρώσω λέξεις ή κατανοητές στους άλλους προτάσεις. Αυτό με ώθησε να αναπτύξω διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας όπως αυτός της ζωγραφικής. Με την υποστήριξη τόσο των γονιών μου (παρότι δεν ήταν -αυτό που λέμε- άνθρωποι του χώρου της τέχνης) όσο και των δασκάλων μου στράφηκα στην τέχνη και κάπως λυτρώθηκα.  Φανταστείτε δεν υπήρχαν τότε σχολεία ειδικής αγωγής. Εκτός από τη ζωγραφική υπήρχε και η ανάγκη της αφής, να επικοινωνώ με το περιβάλλον με την ψηλάφηση. Έτσι άρχισα να εκφράζομαι κατά κάποιον τρόπο και γλυπτικά. Εν ολίγοις, η δυσκολία στην εκφορά του λόγου και στην όραση με οδήγησε στην τέχνη. Πάνω απ’ όλα η τέχνη είναι επικοινωνία. Δεν εννοώ απαραίτητα ότι το έργο πρέπει να φτάνει σ’ ένα κοινό πάντα, μπορεί να είναι επικοινωνία ενός ανθρώπου και με τον ίδιο του τον εαυτό.  

Ένα πορτρέτο από την πρώτη του ατομική έκθεση το 2003 

Θυμάμαι τις πρώτες φορές που έδειξα έργα μου στο κοινό. Ήταν στο τρίτο έτος στο ΑΠΘ όταν πήρα μέρος σε μια ομαδική έκθεση στο βιβλιοπωλείο Παρατηρητής της Θεσσαλονίκης. Λίγο αργότερα, πριν ακόμα πάρω το πτυχίο μου, έκανα την πρώτη μου ατομική έκθεση το 2003 σε μια γκαλερί, σε ηλικία 24 ετών. Εκεί ένιωσα ότι προχωρώ σ’ ένα σημαντικό βήμα και ότι ο κόσμος της τέχνης δεν δημιουργεί αποκλεισμούς αλλά δίνει ευκαιρίες. Είχα την αγωνία να δείξω τη δική μου γραφή, το δικό μου αποτύπωμα. Παρουσίασα μια σειρά από τελάρα μικρών διαστάσεων. Ήταν πορτρέτα τα οποία βασίζονταν σε φωτογραφικό υλικό που συγκέντρωνα από εφημερίδες, φωτογραφίες προσώπων που είχαν παραμορφωθεί για διάφορους λόγους. Μπορεί να ήταν κάποιο παιδί που είχε τραυματιστεί από έκρηξη στον πόλεμο στο Ιράκ. Ή άνθρωποι που είχαν νοσηλευτεί σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Ή άνθρωποι που έφεραν κάποια γονιδιακή ανωμαλία και εξαιτίας της υπήρχε παραμόρφωση. Είχα, θα έλεγα, μια δραματική ταύτιση με τον παθόντα κάθε φωτογραφίας, καθώς ήταν μια περίοδος έντονου υποκειμενισμού για εμένα. Όλη αυτή η δραματοποίηση ήταν κάτι που αργότερα θα καταλάβαινα ότι δεν χρειάζεται πολύ. Λόγω μιας καρικατουρίστικης χειρονομίας που είχα τότε υπέφωσκε και κάτι αστείο το οποίο δεν αντιλαμβανόμουν. Έτσι η δραματοποίηση με κάτι αστείο το οποίο λάνθανε μάλλον κίνησε το ενδιαφέρον και για αυτό οι καθηγητές μου ενώ ακόμα δεν είχα πάρει πτυχίο από την Καλών Τεχνών, μου έκαναν ατομική έκθεση.

Ήθελα η χειρονομία μου να δηλώνεται έντονα μέσω της ύλης στις ζωγραφικές επιφάνειες. Ο υποκειμενισμός μου βοηθήθηκε όταν συνέχισα τις σπουδές μου στην Αγγλία γιατί στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν ακόμα αρκετά «ακαδημαϊκά», συγκριτικά μιλώντας. Σήμερα κάνω γλυπτικές κατασκευές, εγκαταστάσεις, περφόρμανς. Από τη δραματοποίηση του πορτρέτου πέρασα στην δραματοποίηση της ύλης στον τρισδιάστατο χώρο. Είχα μια εμμονή στην πάστα λαδιού, έβαζα χρώματα στον καμβά χρησιμοποιώντας πολλή πάστα, τόσο που δεν δραματοποιούσα πια το θέμα της απεικόνισης, αλλά το σύνολο του καμβά.. Έδινα σταδιακά τέτοιο όγκο σαν να δείχνω την τάση μου να θέλω να κάνω γλυπτικά έργα, να βγω από το χώρο του πίνακα και να απλωθώ στο χώρο του δωματίου που βρισκόμουν. Ο ίδιος ο χώρος που δούλευα γινόταν πολύ ακατάστατος, κάτι που τραβούσε το ενδιαφέρον των καθηγητών μου, και γι’ αυτό με έβαλαν σε μια σκέψη μήπως και ο χώρος γύρω μου αποτελούσε ένα συνολικό έργο τέχνης, μια ευρύτερη καλλιτεχνική συνθήκη. Έτσι σταδιακά θα κατασκεύαζα χώρους, πράγματα, αντικείμενα. 

Στο σπίτι μου-εργαστήριο στη Θεσσαλονίκη το 2017 παρουσίασα για πρώτη φορά το χώρο που δουλεύω ως ένα συνολικό έργο τέχνης σε συνεργασία με τον επιμελητή Αποστόλη Αρτινό.  Υπήρξε μια μικρή επιμέλεια και μεθόδευση οπότε και δεν επρόκειτο για εντελώς αυθόρμητη συνθήκη. Έδειχνα και κάποια βίντεο που μπορούσαν οι θεατές να δουν τι συνέβαινε στο εργαστήριο προ της μεθοδεύσεως, ενώ κατά την επίσκεψη υπήρχε μάλλον ένα συγκροτημένο χάος και όχι απόλυτο. 

Το εργαστήριο του Δημήτρη Αμελαδιώτη. Θεσσαλονίκη, 2020.

Οι οικονομικές συνθήκες για έναν καλλιτέχνη έχουν αλλάξει πολύ σήμερα. Παλιότερα πουλούσαμε μέσω γκαλερί ζωγραφικά έργα. Σήμερα δεν υπάρχει πάντοτε χειροπιαστό έργο για να αγοραστεί. Κάνουμε περφόρμανς και δράσεις που έχουν εφήμερο χαρακτήρα. Είναι άυλα πράγματα, δεν πουλιούνται ως προϊόντα όπως οι πίνακες, γινόμαστε μάλλον «πάροχοι υπηρεσιών». Επίσης δεν εξαρτιόμαστε μόνο από κάποιον μεσάζοντα ενώ υπάρχει η δυνατότητα άμεσης προώθησης του εαυτού, όπως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ως «πάροχος υπηρεσιών» η δική μου εμπειρία από συνεργασίες με ιδρύματα και θεσμούς είναι θετική. Μου έδωσαν ορατότητα χωρίς απαραίτητα να πουλάω έργα. Το αν κάποιος είναι «συστημικός» αφορά την ευρύτερη στάση που κρατάει απέναντι στα πράγματα. Θεωρώ ότι ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να αποκλείει συνεργασίες είτε με θεσμούς είτε με μη θεσμικούς και μη εμπορικούς χώρους.

Από τη δεκαετία του 1960 οι δράσεις, οι περφόρμανς και γενικά τα εφήμερα έργα τέχνης ξεκίνησαν ως μια αντίδραση στο εμπόριο της τέχνης και τους θεσμούς. Στις μέρες αυτό πιστεύω ότι άλλαξε. Αν ο καλλιτέχνης έχει να αντιταχθεί σε κάτι είναι μάλλον η αυταπάτη μιας σύντομης και ψεύτικης δημοσιότητας που επιτυγχάνουμε με τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας. Το «κυρίαρχο» καθορίζεται από την ψηφιακή ορατότητα που είτε διαστρεβλώνει είτε ωραιοποιεί την κοινωνική πραγματικότητα με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να τη διακρίνουμε. Μπορεί να χάνουμε την ικανότητα να κρίνουμε τις πραγματικές διαστάσεις των γεγονότων αν μένουμε στον τρόπο που παρουσιάζονται ψηφιακά σε μια φωτογραφία ή ένα βίντεο στο διαδίκτυο. Από την άλλη, υπάρχουν πολλές αντιφάσεις και χρειαζόμαστε αυτήν την ψηφιακή παρουσία για τη διάδοση της δουλειάς μας.  Γνωρίζω ότι αντιφάσκω και ο ίδιος. Προσωπικά, δεν παύω να επιζητώ τον φυσικό χώρο, τη δια ζώσης παρουσίαση της δουλειάς μου και την πραγματική επαφή με ανθρώπους. Η τεχνολογία λειτουργεί συμπληρωματικά και δεν αντικαθιστά τη φύση. Από την εποχή του Διαφωτισμού οι άνθρωποι επιθυμούσαν την πρόοδο της τεχνολογίας ως μέσο για να κατανοήσουν καλύτερα το φυσικό κόσμο και όχι ως μέσο που θα τον αντικαταστήσει. Στο χώρο της τέχνης αυτό μεταφράζεται στη διαστρέβλωση του να μας ενδιαφέρει πιο πολύ να φωτογραφηθεί καλά ένα έργο και να παρουσιάζεται ως εντυπωσιακή εικόνα, παρά το αν αξίζει το καθ’ εαυτόν έργο. Η φωτογραφία δεν δείχνει την πραγματική ποιότητα του έργου, το μεταμορφώνει σε κάτι άλλο, μπορεί και καλύτερο. Τίθενται ηθικά ζητήματα. 

Αυτή η συμπληρωματική σχέση με την τεχνολογία με ενδιαφέρει φυσικά ως καλλιτέχνη. Η περφόρμανς μπορεί να μαγνητοσκοπηθεί σ’ ένα πλαίσιο τεκμηρίωσης και εκ νέου παρουσίασης σε ψηφιακό μέσο. Δίνει τη δυνατότητα σε ανθρώπους να την παρακολουθήσουν μελλοντικά. Είναι μια εμπειρία παρακολούθησης οπτικοακουστικού έργου. Η δε «ζωντανή» περφόρμανς όπου καλλιτέχνης και θεατές βρίσκονται παρόντες την ίδια ώρα και στον ίδιο χώρο είναι διαφορετική εμπειρία. Μετά από χρόνια, όταν δεν θα υπάρχει και άλλος τρόπος να παρουσιαστεί ξανά το ίδιο έργο «ζωντανά», απομένει το τεκμήριο του βίντεο ως ίχνος μιας δράσης. 

Σκέφτομαι πώς θα βλέπουν στο μέλλον οι άνθρωποι τα έργα τέχνης που παράγονται σήμερα. Το ζήτημα της διαχρονικότητας, το να έχει να πει το έργο μου κάτι και στο μέλλον, με απασχολεί. Με ενδιαφέρει τα έργα μου να έχουν μια ουσία. Να αναφέρονται στο σήμερα αλλά να μπορούν να υπάρχουν και μετέπειτα. Θέλω να υπάρχει ένας πυρήνας, μια ιδέα που περνάει από εμένα στο θεατή ώστε να αναστοχαστεί πάνω στο έργο που βλέπει, αλλά και πάνω στον εαυτό του. Από ένα σημείο και μετά το έργο γίνεται προσωπικό για αυτόν που το ερμηνεύει. Σίγουρα χρειάζεται να αφιερώνουμε χρόνο στα έργα τέχνης. Η έννοια του χρόνου έχει παραβιαστεί στις μέρες μας, γιατί υπάρχει η απαίτηση να γίνονται όλα πολύ γρήγορα, γεγονός που δεν μας βοηθάει να επεξεργαστούμε καλύτερα τα πράγματα ώστε να έχουμε πιο νηφάλια και κριτική σκέψη. Καθώς όλα συμβαίνουν σε χρόνο ντε-τε, εντυπωσιαζόμαστε γρήγορα, αλλά και πολύ εύκολα βαριόμαστε κάτι. Τι μένει στο τέλος απ’ όλα αυτά; 

Η επιφανειακότητα των ημερών -που υπήρχε και παλαιότερα βέβαια- επιτείνεται από την παραβίαση του χρόνου. Η αναζήτηση κάποιας άγκυρας, κάποιας σταθερής αξίας, είναι αυτό που ίσως με στρέφει σ’ έναν βαθμό στην παράδοση και στο δημοτικό μοιρολόι. Έχω μνήμες από τον πατέρα μου που του άρεσαν πολύ τα δημοτικά τραγούδια, όπως και οι εκκλησιαστικοί ψαλμοί χωρίς να είναι πολύ θρήσκος. Οπότε είναι και προσωπική μνήμη. Με συγκινούν οι ακατέργαστες φωνές που δεν έχουν περάσει από μουσικές σπουδές αλλά φτιάχνουν τραγούδια και τα τραγουδούν περνώντας τα στις επόμενες γενιές. Με τη σειρά μου, το να βάλω μουσική στην τέχνη μου, ήταν μια συνέχεια διερεύνησης διαφορετικών αισθήσεων πέρα από το οπτικό και το απτικό, ενσωματώνοντας τις αδυναμίες μου, την ιδιαίτερη άρθρωση που έχω, τα φωνητικά μου λάθη, το δικό μου ρυθμό και μελωδία. Και αυτό χωρίς να είμαι τραγουδοποιός ή τραγουδιστής. Γιατί να μην γίνεται; Πέρασε στις περφόρμανς μου τα τελευταία χρόνια και ένιωσα ότι είναι κάτι που μπορώ να εξακολουθήσω να κάνω.  

Ο Δημήτρης Αμελαδιώτης σε μια πρόβα του σε δημόσιο χώρο για την περφόρμανς «Το Κομφετί».

Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς του 1900, ο εικοσάχρονος φοιτητής ιατρικής Νικόλαος Π. Τσίκας, αποφάσισε να τερματίσει τη ζωή του στη θέση «Ρέμα» στο Μπραχάμι. Η σορός του βρέθηκε μερικά εικοσιτετράωρα αργότερα. Φορούσε κομψό κουστούμι και έφερε πάνω του πολύχρωμα κομφετί από τον γιορτινό περίπατο στην οδό Ερμού. Άφησε πίσω επιστολές που μιλούσαν για αυτοχειρία λόγω οικονομικής στεναχώριας. Στον τύπο γράφτηκε ότι ήταν πολυδάπανος, ίσως διότι είχε σχέσεις με κάποιαν Αρμενίδα αοιδό του καφωδείου «ΓΚΑΙΤΕ». Ένα ποδαρικό απελπισίας στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα.   

Με την παραπάνω ιστορία, από το αρχείο νεοελληνικής αυτοχειρίας του Ρομαντικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ανέβαλε να «συνομιλήσει» ο εικαστικός Δημήτρης Αμελαδιώτης και να αφιερώσει ένα έργο στη μνήμη του Τσίκα. Το αποτέλεσμα πήρε τη μορφή μιας τριαντάλεπτης περφόρμανς με τίτλο «Το κομφετί». Ο Αμελαδιώτης φέρει πάνω στο σώμα του ένα πλέγμα μεταλλικών αντικειμένων που χτυπάει «συνθέτοντας» τρόπον τινά ένα πένθιμο εμβατήριο. Έτσι εμψυχώνει το τραγούδι που ερμηνεύει, γραμμένο με δικούς του στίχους, βασισμένο στο δημοτικό τραγούδι και μοιρολόι.

Θα έλεγα ότι ταυτίζομαι με τις ιστορίες που περιγράφουν τα μοιρολόγια μέσα από τη δυνατότητα δραματοποίησης που μου δίνουν και τον πειραματισμό με διάφορους τρόπους, με μια πληθώρα υλικών που μπορούν να παράξουν ήχους αλλά και να γίνουν κουστούμι πάνω στο σώμα μου κατά τη διάρκεια της περφόρμανς. Αυτό δημιουργεί ένα βάρος πρόσθετο που με φέρνει σε μια δυσκινησία κι έναν φόβο μήπως σκοντάψω, ενώ σταδιακά συμμετέχουν όλες οι αισθήσεις μου σε αυτό που κάνω, η αφή, η όσφρηση και η γεύση.

Δείτε ένα teaser από «Το Κομφετί» σε κινηματογράφηση του Γιώργου Ευθυμίου.

 

Για το «Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας» είναι η πρώτη φορά που πέρα από την ερμηνεία ενός μοιρολογιού με τη μορφή περφόρμανς, επιχειρώ να γράψω και δικούς μου στίχους στη μνήμη του Νικόλαου Τσίκα ο οποίος αυτοκτόνησε την Πρωτοχρονιά του 1900. Είχα λάβει την περίπτωση αυτή, από το αρχείο του Ρομαντικού Πανεπιστημίου Αθηνών (απόκομμα εφημερίδας), προκειμένου να δημιουργήσω ένα έργο μνήμης. Η τυχαιότητα έπαιξε το ρόλο της, γιατί η μητέρα μου απεβίωσε από καρκίνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2004. Αυτό δεν το γνώριζε κανείς  όταν μου στάλθηκε η συγκεκριμένη περίπτωση αυτοχειρίας. Στο μυαλό μου, ημερολογιακά τουλάχιστον, τα γεγονότα συνδέθηκαν. Μέσα μου, συναισθηματικά, οι τραγικότητες ενώθηκαν. 

Ήθελα να φτιάξω ένα έργο που να μοιάζει με δημοτικό τραγούδι. Σκέφτηκα ποια είναι τα μοτίβα των δημοτικών τραγουδιών και του μοιρολογιού, το οποίο μάλιστα έχει διάρκεια ολονύχτια, κλαίνε τον νεκρό όλο το βράδυ. Σκέφτηκα το πώς θα βάλω μέσα τα αφηγηματικά στοιχεία που γνωρίζουμε από την εφημερίδα για την αυτοκτονία του Τσίκα και το πώς θα τα μεταχειριστώ ποιητικά. Ας πούμε, σ’ ένα δημοτικό τραγούδι δεν βάζουν έναν αστυνόμο να βρίσκει το πτώμα ενός αυτόχειρα. Συνήθως βάζανε ένα πουλάκι να μεταφέρει την είδηση. Με τη σειρά μου έκανα μια διασκευή λαμβάνοντας υπόψη τη δομή και τα αφηγηματικά στοιχεία των παραδοσιακών τραγουδιών. Είχαν ακόμα και άλλα ζωάκια ή τον νεκρό να μιλάει. Χρησιμοποιούσαν σύμβολα που μένουν στη μνήμη και μπορούσαν στόμα με στόμα να διαδοθούν. Ενώ στη νεωτερικότητα ο δημοσιογραφικός λόγος, οι χρονογράφοι κάποτε ή σήμερα οι influencer, αναπαράγουν έναν πεζό λόγο της καθημερινότητας και της «πραγματικότητας» που δεν επιζεί. Δεν μπαίνουν στη διαδικασία να επινοήσουν σύμβολα και μοτίβα.

Ο Δημήτρης Αμελαδιώτης εναποθέτει ως έκθεμα το σκηνικό-κουστούμι της περφόρμανς του «Το Κομφετί» στο «Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας»

 

Μονάχο του κλαίγει, μοναχό μοιρολογά

ένα μικρό πουλάκι, ένα τόσο δα μικρό.

Και το πουλάκι ετούτο για ένανε νίο κλαίγει,

που ήταν ένα παλικάρι είκοσι χρονώνε θαρρώ,

που ήτανε κάποτε να γίνει ένας γιατρός τρανός,

και το πουλάκι ετούτο για τον Νικολή μας κλαίγει.

 

.

[απόσπασμα στίχων από το μοιρολόι του Δ. Αμελαδιώτη για τον Ν. Τσίκα]

 

Παρότι μιλάμε για «μοιρολόι», δεν πιστεύω στη μοίρα. Παλιότερα οι άνθρωποι έτειναν να πιστεύουν περισσότερο ότι υπάρχει πεπρωμένο γιατί ήταν και οι συλλογικές αφηγήσεις έτσι που ενθάρρυναν μια αντίληψη του κόσμου και της ζωής σαν να υπάρχει μια συγκεκριμένη πορεία του ανθρώπου. Είχαν εθιμοτυπίες από τη γέννηση ως το θάνατο, που έδιναν την αίσθηση μιας γραμμικής αφήγησης, κάτι που μπορεί να βοηθάει στην πίστη στη «μοίρα». Και σήμερα υπάρχουν εθιμοτυπίες αλλά είναι διαφορετικά, λειτουργούν με άλλους ρυθμούς και διαφορετικό οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο. Μιλώντας για αφηγήσεις, στα τραγούδια υπήρχαν φόρμες, έτσι πρέπει να είναι ένα τραγούδι του γάμου, έτσι πρέπει να είναι ένα μοιρολόι… δηλαδή, ήταν κόπιες… Ή καλύτερα, κάθε τραγούδι ήταν μια χειροποίητη κόπια και οι εικόνες του έμοιαζαν με αυτές των υπολοίπων. Επίσης τα τραγουδούσαν συλλογικά σαν μια τελετουργία για να αντλούν δύναμη, ας πούμε όπως όταν δούλευαν στα χωράφια. Ήταν πολύ περισσότερο σωματικά και συνδέονταν με μια αίσθηση ειλικρίνειας. Σήμερα που κάνουμε δουλειές γραφείου, τι άσματα να τραγουδήσουμε συλλογικά; Βάζουμε ένα έτοιμο playlist και παίζει. Δεν μας απασχολεί να φτιάξουμε συλλογικές ιστορίες. Τα πράγματα ερμηνεύονται ατομικά και βάσει του χρήματος.

Η αυτοκτονία είναι ένα γεγονός πολύ τραγικό από μόνο του. Κάποιος που αυτοκτονεί προβληματίζει τους ανθρώπους γύρω του.  Ο Νίκος Τσίκας μοιάζει πια με οικείο μου πρόσωπο παρότι δεν γνωριστήκαμε ποτέ. Τον φαντάζομαι να έχει μαύρα μαλλιά, να φοράει κουστούμι με γιλεκάκι και γραβάτα -έτσι καλά ντύνονταν οι φοιτητές της εποχής-, να περπατάει στη γιορτινή οδό Ερμού όπου θα πήρε τη μοιραία απόφαση. Πάνω του βρέθηκε κομφετί από τους πρωτοχρονιάτικους εορτασμούς. Ο εικοστός αιώνας θα του έπεφτε βαρύς.

 

«ΤΟ ΚΟΜΦΕΤΙ»

Πρώτη προβολή:
«Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας»
Σάββατο 5 Φλεβάρη στις 20:30.

Για περισσότερες πληροφορίες παρακολουθείτε το πρόγραμμα του «Μουσείου» εδώ.