Αν ισχύει αυτό που λέει ο Flaubert, πως η αποκάλυψη προσωπικών πτυχών του βίου είναι μικροαστικός συναισθηματισμός, εγώ έχω πέσει από το βάθρο των επαναστατών εδώ και πολλά χρόνια.

 

 

[ α′ ]

Αφού το φαγητό ήταν μια σαλάτα εκτός εποχής και το κοτόπουλο ήταν τηγανητό, ενώ είχα παραγγείλει ψητό, ένας μικρός θυμός φώλιασε σε μια γωνιά του στέρνου μου. Και, σαν να το κατάλαβε, εμφανίστηκε μ’ ένα κολωνάτο ποτήρι κρασί, τονίζοντας μ’ ακόμη περισσότερη έμφαση το γεγονός ότι το έφτιαχνε η ίδια.

Η χειρονομία αυτή δεν θα ‘ταν αρκετή ώστε να εξοστρακιστεί ο μικρούλης θυμός που ‘χε καθίσει δίπλα σε μερικές δεκάδες άλλους, μικρούς και μεγάλους θυμούς, κάπου σε κάποια γωνιά του στέρνου ή της κοιλιάς μου.

Το κρασί είχε αδύναμο κοκκινωπό χρώμα, ενώ από το βάθος του μαγαζιού δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή να με παρακολουθεί ο σύζυγος της γυναίκας, ένας άντρας με πολύ χλωμό πρόσωπο, καλυμμένο ολοσχερώς από μια αγωνία σαν να προσπαθούσε να διακρίνει αν ήμουν εγώ το ίδιο πρόσωπο με κάποια παλιά και δυσοίωνη γνωριμία του.

Το κρασί ήταν πολύ γλυκό και δυνατό, ήταν μεσημέρι, και μαζί με τη γενναιοδωρία της προσφοράς του κάτι μέσα στα σπλάχνα μου έδειξε κάποια διάθεση για χαλάρωση, παρόλο που ο χλωμός άντρας δεν σταμάτησε στιγμή να γρατζουνάει με το βλέμμα του το πρόσωπό μου.

Κοιτώντας τον κι εγώ χαλαρά και κατάματα, αναρωτήθηκα μήπως έπασχε από κάποια ασθένεια των ματιών και τελικά όλο αυτό ήταν απλά ο αγώνας του άντρα να διακρίνει σχήματα μέσα από την ομίχλη που τον περιέβαλλε.

Όπως και να ‘χει, τα πάντα διαψεύστηκαν μέσα σε μια στιγμή, αφού ο άντρας, μ’ αναπάντεχη αποφασιστικότητα και ακρίβεια, όρμηξε προς το μέρος μου και με το ένα χέρι άδειασε πάνω μου το ποτήρι που κρατούσε, ενώ με το άλλο μου ‘ριξε ένα απίστευτα δυνατό χαστούκι, κάτι που σε καμιά περίπτωση δεν ταίριαζε κατά τον αστραπιαίο συλλογισμό μου στη χλομάδα του προσώπου του.

Μέσα σε δύο το πολύ δευτερόλεπτα όρμηξε και η γυναίκα, με το πρόσωπο παραμορφωμένο απ’ τον τρόμο, άρπαξε τον άντρα δίνοντάς του πάρα πολλά χτυπήματα στο πρόσωπο, τόσα πολλά και δυνατά ώστε ο άντρας οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας και σωριάστηκε μ’ άκαμπτο σώμα στην πολυθρόνα που καθόταν αρχικά.

Δεν σταμάτησα ούτε στιγμή να σκέφτομαι και να μεταφράζω με λάθος λέξεις τα αισθήματά μου εκείνης της στιγμής. Συνειδητοποίησα ότι για κάποιον παράξενο λόγο, το χαστούκι που με χτύπησε στο πρόσωπο δεν με τρόμαξε ούτε και με θύμωσε, ούτε προκάλεσε κάποια άλλη αντίδραση, αλλά αντίθετα με προσγείωσε σ’ αυτήν την εφήμερη πραγματικότητα, που ήταν η πραγματικότητα των δύο αυτών ανθρώπων, μαζί με τη δική μου αυθαίρετη και παράλογη προσθήκη.

Άκουγα τον άντρα να σιγοκλαίει με ισχνά νιαουρίσματα και η γυναίκα να με κοιτάζει με θλίψη, υποθέτοντας πως κάθε ίχνος καλής ανθρώπινης διάθεσης θα είχε εξατμιστεί από μέσα μου. Κοίταξα τα απαλά γαλάζια της μάτια, τα κίτρινα ταλαίπωρα μαλλιά της και τις περιποιημένες ρυτίδες γύρω από τα χείλη και τα μάτια.

Όσο κι αν γνωρίζω ότι μετά από ένα τέτοιο γεγονός αναδύεται αυτόματα μια ανάγκη για ερμηνεία των χαρακτήρων και συμπεριφορών, μ’ ένα είδος γενναιοδωρίας προς τον αναγνώστη αποφασίζω να κλείσω εδώ την παράθεση των γεγονότων κι ερμηνειών, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, με το βλέμμα της γυναίκας πάνω μου, τον πνιχτό ήχο από τους λυγμούς του άντρα, και μ’ εμένα τον ίδιο ακίνητο, μ’ όλες μου τις αισθήσεις σε εγρήγορση, να παρατηρώ γύρω μου και ν’ αναρωτιέμαι πού να πήγε ο θυμός για το τηγανητό κοτόπουλο, για τα βρεγμένα ρούχα μου και το κόκκινο μάγουλό μου, ο θυμός για τη μαμά των παιδιών μου, για του φίλους που με πλήγωσαν, για τα εγχειρήματα που δεν επαινέθηκαν και για τον εαυτό μου τον ίδιο τον γκρινιάρη, ενώ την ίδια στιγμή ένα σαρδόνιο χαμόγελο θ’ αρχίζει να διαγράφεται στο πρόσωπό μου.

 

 

[ β′ ]

Ο κουρέας μου είναι απ’ το Ιράν και δίπλα του βρίσκεται ένα μικρο καφέ που συχνάζουν Γεωργιανοί, παραδίπλα είναι το θέατρο Άττις του Τερζόπουλου, πιο δίπλα η γκαλερί της Καμχή, απέναντι πιο κάτω το αιγυπτιακό καφέ Ραμσής, κλπ.

Δίπλα λοιπόν στον Ραμσή, έχοντας πάντα τη μηχανή στο χέρι και λίγο πριν το κούρεμα, είδα έναν άνδρα, του ‘γνεψα, του ‘δειξα τη μηχανή, αυτός συγκατάνευσε κι έτσι τράβηξα την εικόνα. Μετά μου έκανε νόημα να πάω κοντά. Είχε όρεξη για λόγια κι ένιωσα πως του το χρωστούσα.

Τον ρώτησα το όνομά του και απάντησε Κώστας. Του λέω, α! γιορτάζεις. Όχι σήμερα, απαντά. Μα είναι 21 σήμερα, λέω. Ααα πότε πρόλαβε, λέει! Κι έτσι ξεκίνησε μια κουβέντα, άνοιξα και την κάμερα και την κατέγραψα με τη συγκατάθεσή του αλλά είναι αδύνατον να την αναπαράγω εδώ ή ίσως να μην μπορεί ν’ αναπαραχθεί και πουθενά. Εξηγούμαι: η πρώτη ερώτηση που μου έκανε είναι αν ήμουν “ανώμαλος”. Του λέω: δεν πιστεύω γενικώς σε τέτοιες έννοιες. Αλλά όχι, δεν είμαι ανώμαλος. “Γιατί εγώ είμαι”, λέει, “και δεν το θεωρώ προσβλητικό.”

Κι έτσι ο Κώστας άρχισε να μου απαριθμεί τις ανωμαλίες του, συνήθειες που είχαν να κάνουν με το σεξ, τις απεκκρίσεις και τα σκατά, τη βρόμα και τα ούρα και πολλά πολλά άλλα που δεν πίστευα στ’ αφτιά μου, όχι για την ύπαρξή τους, αλλά για την ευθύτητα με την οποία ομολογούνταν. Πράγματι, ήταν απ’ τις πιο παράξενες λεκτικές εμπειρίες του τελευταίου καιρού αυτή η κουβέντα με τον Κώστα, που στο τέλος μου είπε πως περίμενε να έρθει μια νεαρή Ρωσίδα στο απέναντι πορνείο, που με δέκα ευρώ παραπάνω θα του ικανοποιούσε τα βίτσια του, όποια κι αν ήταν και που δεν θα χρειαζόταν να πω περισσότερα.

Όλα αυτά με έναν Κώστα, ανήμερα στη γιορτή του, ενώ αυτός δεν ήξερε πως γιόρταζε. Δεν έχω σκοπό να ηθικολογήσω. Ο κόσμος είναι τεράστιος και οι ιδιαιτερότητες του είδους μας είναι τόσες όσοι και οι κόκκοι της άμμου στην παραλία που ξαπλώναμε μικροί…

 

 

Όπως ο άνθρωπος της ρουτίνας εξυψώνει το πάθος σαν ύψιστη αισθητική αρετή, έτσι κι ο φωτογράφος αναζητά στον δρόμο το απρόοπτο που θα τον εκτρέψει απ’ την τροχοπέδη των φόβων του. Αναζητά το συμβάν που θα δημιουργήσει μια ρωγμή που θα τον “καταπιεί”.

Λάθος; Δεν είναι έτσι; Κανείς δεν αναζητά κάτι τέτοιο; Μόνο εγώ, που αφού εξάντλησα τις γειτονιές της πόλης που γεννήθηκα, εξαφανίστηκα διαπαντός;

 

 

[ γ′ ]

Στη Σουραμπάγια, βρέθηκα σ’ έναν βουδιστικό ναό, μιας και η πόλη έχει σεβαστό αριθμό Κινέζων. Ήταν το καλοκαίρι πριν τον μεγάλο χωρισμό. Ήμουν σε τέτοιο άγχος και πανικό γι’ αυτό που έβλεπα ξεκάθαρα να επέρχεται, που έκανα επικλήσεις ακόμα και στον Βούδα. Σε κάθε ταξίδι πάντως, όπως και σ’ αυτό, υπήρχε λίγος χρόνος για ένα γρήγορο σκίτσο. Και πάντα υπάρχει χρόνος για επίσκεψη στο κουρείο.

Όπως και μερικές ακόμα ιδιωτικές στιγμές που μοιάζουν να ‘χουν και κάποια φιλοσοφική υπόκρουση, έτσι και η επίσκεψη στον κουρέα είναι κοινότοπη και ιδιαίτερη κάθε φορά. Είναι μοναχική και δημόσια. Έχει μια υπόσχεση ανακούφισης και καθαρμού, ενώ ταυτόχρονα έχεις τη δυνατότητα να διεισδύεις στον κόσμο του άλλου, τη στιγμή που ο άλλος διατρέχει την πιο μύχια επιφάνεια σου. Είναι μια στιγμή περιθωρίου ανάμεσα σε δύο πράξεις, όπου ο χρόνος αποκτά την πιο φιλοσοφικά συμπυκνωμένη του εκδοχή, εντός του ανύποπτου βίου.

Δεν θυμάμαι τον κουρέα της Σουραμπάγια. Έχουν περάσει ήδη εννιά χρόνια από τότε. Θυμάμαι τις ανώφελες προσευχές στον Βούδα και κάτι απ’ την εικόνα, τον γνωστό και άγνωστο σβέρκο μου, το αγαπημένο μου σημείο για τρυφερά δαγκώματα, εκεί που κατ’ επανάληψη δάγκωνα τα παιδιά μου κι όποιον άλλον αγαπημένο μπορούσα να έχω στην αγκαλιά μου…

 

 

[ δ′ ]

Όταν έφτασα στο νησί, υπήρχε φως διάχυτο από μια βαθιά συννεφιά, όχι όμως εκείνη τη συννεφιά που σε τυφλώνει, αλλά μια χαμηλότονη συννεφιά που όσο καθολικά κι αν επιβάλλεται απλά επιστρώνει τ’ αντικείμενα με μια ζελατίνα ακινησίας.

Η άμμος ήταν λευκότερη απ’ ό,τι περίμενα και τα κτίσματα αραιότερα από τα δάκτυλα των ποδιών μου. Αμέσως μετά απ’ όλα αυτά άρχισε να βρέχει. Κάποιοι σκύλοι καβγάδιζαν και σταγόνες έπεφταν στον βαρύ τηλεφακό που κουβάλησα μαζί μου. Αργότερα, μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας τραγούδησε τραγούδι που με δάκρυσε λίγο. Η μητέρα μου έζησε λίγα χρόνια πριν και λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο σ’ αυτό το νησί.

Είναι απίστευτη η τεθλασμένη γραμμή της ζωής μας. Κι εγώ επιμένω να σκέφτομαι τα παιδιά μου σαν έρωτες και να λέω πως οι έρωτες μας κινούνται ερήμην μας πολύ πριν τους αντιληφθούμε, σαν μεγάλα έντομα, πίσω από το ψυγείο, κατακαλόκαιρο…

 

 

Αυτό που θέλω να πω με λίγα λόγια είναι πως αν είναι να φωτογραφίζεις έναν ζητιάνο, φωτογράφισέ τον επειδή τον βρίσκεις όμορφο, αν φωτογραφίζεις τον θάνατο, φωτογράφισέ τον όμορφο, μην ομορφαίνεις τη σκηνογραφία του.

Ξέρω την απάνθρωπη πλευρά της φρίκης. Δείξε μου την ανθρώπινη πλευρά της για να υπερασπιστώ την ανθρωπότητα. Οι εικόνες του θανάτου από τα πρακτορεία ειδήσεων είναι απλά εφήμερες εικόνες.

υ.γ. Ξέρω πως υπάρχουν και μικρές εξαιρέσεις.

 

 

Όλα τα κείμενα, φωτογραφίες, σκίτσα κι επισχεδιασμοί ανήκουν στον Γιάννη Μισουρίδη. Την επιμέλεια έκανε ο Σάββας Κοκκινίδης. 

 

.

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Χάπια για την κολπίτιδα

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.