Το άλογο είναι δεμένο μακριά στον αχυρώνα, έχει ήδη σνιφάρει το βραδινό του τσάι και γλυκοκοιμάται – δεν χρειάζεται πια κανέναν, και κανένας δεν το χρειάζεται. Ο σκύλος βηματίζει μηχανικά πάνω απ’ το σπίτι, γαβγίζει από βαρεμάρα στις νυχτερίδες και τις κάργιες και διώχνει τους επισκέπτες και τους θαμώνες. Ο λαγός ελεύθερος κάνει βόλτες μέσα στη νύχτα. Βγαίνει στο σκοτάδι ν’ αναζητήσει την τύχη, και τα καταφέρνει.
Ταξίδια στο σπίτι ( Ι )
Η κουρτίνα που κρέμασα χθες κατά λάθος στο σαλόνι του γείτονα καμαρώνει τις φαρδιές της κοιλιές και χύνεται όπως–όπως πάνω στο τζάμι του αστικού παραθύρου που βλεμματικώς μας ενώνει. Μου θυμίζει ένα ταξίδι με τρένο, που για ώρες πολλές είχα κολλήσει τα μάτια πάνω στο τζάμι και τάιζα τους δακρυϊκούς αδένες πεδιάδες και δροσερή ομορφιά, και μια στάση σ’ ένα ξύλινο καπηλειό που τόσο με προκαλούσε να τ’ αφήσω όλα και να ξεκινήσω εκεί χωρίς ταυτότητα και παρελθόν.
Αναμένεται ακόμα μια βασική βροχή, ένας βασικός φίλος, μια βασική στιχομυθία κι ο βασικός μισθός για ένα ακόμα βασικό καλοκαίρι στα νότια παράλια μιας αγάπης ποτέ πια βασικής.
Στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού παραμένουμε νηφάλιες κι αυταναφλεγείς και έκαστη στο είδος της οι κουρτίνες κι εγώ και η ξαπλώστρα και η άμμος που δεν πρόλαβα να προμηθευτώ για το δεύτερο λοκντάουν, που θα με βρει ξάπλα με βιβλία στα πατώματα, με τσιγάρα πάνω από κατσαρόλες μεταμεσονύχτιες, κι εξοχή χωρίς αλλεργία χωρίς ιππικό χωρίς προσδοκία _ και ήλιο καπιτονέ _
_ηλιανάτειλε_
αχόρταγα να με χορεύει στα γόνατά του _ η μόνη ασχήμια σήμερα είναι η ασχήμια του δεν έχω να δώσω, δεν έχω μάσκα που να σε χωράει, δεν έχω να νιώσω. Μόνη ασχήμια η άσχημη μοναχικότητα _ εκτός κι αν κοιμάσαι καλά στ’ άσχημα μαξιλάρια σου.
Και περιμένουμε πάλι στα περβάζια που λες, ανακατεύοντας πότε τα μαλλιά, πότε την άμμο και πότε τον γάτο σαν μάλλινη σβούρα, σαν πολύτιμα κειμήλια και σαν τσιντσιλά, έτοιμα προς πώληση στα μαυραγορίτικα σέκοντ χαντζ της καρδιάς μας, μπας και φύγουμε για ένα ταξίδι κι εμείς, όπως τότε που μέσα σε μια νύχτα τα μάζεψα όλα, τα παράτησα όλα, κι έφυγα για ένα ταξίδι απ’ το οποίο δεν επέστρεψα πραγματικά ποτέ. Και περιμένουμε σαν φουγάρα της εργατιάς απ’ το ξημέρωμα, όπως και κάθε μήνα την ίδια μέρα, ν’ αλλάξει η όψη του τοπίου, ν’ αλλάξουν χρώματα οι τοίχοι και οι καναπέδες να χωρούν περισσότερους στα κρυφά πια, ν’ αλλάξει φήμη η πανσέληνος, να τα φέρει όλα τούμπα χωρίς ν’ αναποδογυρίσει τίποτα από εκνευρισμό και συνήθεια, και τη ματαιότητα να πλανάται μόνο στην ατμόσφαιρα κι όχι να χοντροκάθεται σαν κατακάθι και βαρύ αστοδιάολοπια.
♦
Είχα κοιμίσει ζεστά ένα περίστροφο στα χέρια μου
Απαραίτητη προϋπόθεση τα χέρια να παραμείνουν καθαρά
Όταν τη συνείδηση
σπιλώνει η μοναξιά
Χτύπησα το κεφάλι μου στις φωτογραφίες σου μέχρι το αίμα να ξεπηδήσει
απ’ την πηγή της λαιμαργίας και του πόνου
τύλιξα γύρω απ’ τον λαιμό μου τις εύθραυστες κουρτίνες της γιαγιάς σου
Έμοιαζα σαν εκκρεμές χωρίς τον κούκο χωρίς το λιβάδι χωρίς την καλύβα
Μάζεψα όσα μπόρεσα
Μην πατήσει κανείς το πόδι του στη βομβαρδισμένη μου χώρα
Μέρες που ’ναι
Ποτέ δεν γνώρισα την αφιλόξενη εαυτή μου
Μόνο κάνα δυο φορές κάποιοι αισχροί με ξενέρωσαν
Και τους πάτησα
Αν και βομβαρδισμένη
Είχα μια χώρα με μυστικά για όλα τα γούστα
Πίσω λοιπόν στα δικά μας
Θέλησα να σου στείλω ένα φιλί με κάποια περιστέρα
Όμως το χιούμορ μου δεν ήταν του γούστου σου κι έκανα πίσω
Θα μπορούσα να σε κρεμάσω απ’ το μπαλκόνι στον πέμπτο
Δηλαδή τις φωτογραφίες σου όχι εσένα
Να χαζεύουν οι γείτονες παρελθόν και μανία
Αποφασίζω για πρώτη φορά να με αφήσετε όλοι ήσυχη
Υπόσχομαι να πλένω τα δόντια μου ώσπου να ματώσουν
Να πλένω τα σημάδια σου ώσπου να εξαφανιστούν
Να πλένω τα ρούχα μου
Σαν να είναι τα τελευταία που θα φορέσω
Δεν θα φάω ψάρι στην κηδεία διότι φτάνει πια με τις δολοφονίες
Σαν να βαρέθηκα να είμαι αυτός ο άνθρωπος
Αυτός αυτή αυτό
Από άνθρωπος σε ζώο
Από ζώο σε αντικείμενο
Θα ήταν προτιμότερο να κρυφτώ μέχρι την επόμενη περίοδο ειρήνης κι ανθρωπιάς
Ώς τότε
Μυστικά, κεριά και γατιά
Ώς τα γηρατειά
Ο κόσμος στη στεριά μουδιάζει, παραμιλάει, και περιμένει τον καρνάβαλο να ξεκινήσει τον αγώνα του κι αυτός με το καλό.
♦
Τα παράθυρα έγιναν γαλάζια
Ήταν όμως ερμητικά κλειστά
Κάθε φορά που ήθελα να τελειώσω
Φαντασιωνόμουν ένα λευκό σπίτι
χαμηλά πάνω στην αμμουδιά
πάνω σ’ ένα χαλί από θάλασσα
πνιγμένο στ’ αλμυρίκια
να με πνίγει στα φιλιά
Η ηδονή παρόλα αυτά ήταν πάντοτε
καυτά βότσαλα του πρωινού
μεταξύ 10 και 4
μεταξύ αλήθειας και πλάνης
μεταξύ μας πάντα.
Η Σοφία Ανδρόνικος γεννήθηκε το 1989 στο Λασίθι της Κρήτης και είναι απόφοιτος του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Κείμενα και περφόρμανς της έχουν παρουσιαστεί στα πλαίσια ποικίλων φεστιβάλ και εγχειρημάτων.
Όλα τα ποιήματα, πεζά, αποσπάσματα και φωτογραφίες ανήκουν στην ίδια. Την επιλογή και επιμέλεια του αφιερώματος έκανε ο Σάββας Κοκκινίδης.