Ξεκινώντας με προσευχή
που είναι συνώνυμη της επαιτείας
που είναι συνώνυμη της αρπαγής
αφού οι μεγαλύτεροι άρπαγες ως γνωστό ή μη
ήταν κι οι μεγαλύτεροι επαίτες
και η προσευχή προετοιμασία
λεηλασίας

νομίζοντας ότι θα κρατήσει για πάντα
αυτή η ησυχία
ότι δεν είναι απλώς ένα ιντερλούδιο
μες στην αιώνια φασαρία

ότι αυτά τα κυπαρίσσια
και τα μάρμαρα από κάτω στη σκιά τους
υπάρχουν για λόγους καθαρά διακοσμητικούς
να δίνει ωραίες φωτογραφίες το τοπίο

ότι ο κορμοράνος αυτός
στρίβει το κεφάλι μια δεξιά μια αριστερά
για να κοιτάξει δεξιά ή αριστερά
κι όχι για να κοιτάξει ολόϊσια μπροστά του

ότι αυτές οι τραμπάλες και οι τσουλήθρες
στην παιδική σου λύπη ή χαρά
δε θα σκουριάσουν ποτέ
αφού ποτέ δε σκούριασαν ώς τώρα

πιστεύοντας σε οπτασίες τεφρανάστασης
με τα ανασυγκροτημένα δόκανα των αφηγημάτων
που ξερνούν ασύστολα
αστραφτερές πιξελοθόνες

μαζεύοντας στάλα στάλα τη σκόνη της βροχής
κάτω από χειμωνιάτικα γεφύρια
ενώ τα υπερηχητικά αυτοκίνητα μας προσπερνούν
βαρυγκομούν τα φορτηγά και αδιαφορούν τα τραίνα

μεταναστεύοντας από τα βουνά στα χαμηλά
με τα κομμένα δάχτυλα θεριζομηχανής
να κλείνουν στο στήθος τις πληγές
που σώρευσαν σαραντατρείς χειμώνες

εγκαταλείποντας τ’ αρχαία ορυχεία
με τον ρόγχο της επανόδου στις ομορφιές
των καθιερωμένων κολακειών και την κατά τα φαινόμενα αβλαβή
κινητικότητα των αεροδρομίων

διακυρήσσοντας ότι ποτέ δεν ήταν δυνατό
το εγώ να λυγίσει
κάτω από την αδιάψευστη ένταση
της κατάρρευσης των πλαισίων
εκκωφαντικών μυθοπαραθύρων

διακωμωδώντας την περιφορά
των σκήπτρων των γκολπόστ
με το στυλό του χασάπη στις αποβάθρες
των συμπληγάδων ρίσκων

ποδοπατώντας σβώλους από ξερό χώμα
τις μνήμες στα θερισμένα χωράφια
απωθώντας αγγέλους πεσμένους και όρθιους
συλλήβδην στον πλησιέστερο Καιάδα

με το βήχα των ερυθροδέρμων
στα παγωμένα χόρτα
και τις αργόσυρτες νεκροπομπές
αλγοριθμισμένων υπερβατράχων

απερίγραπτα αλαφροίσκιωτοι άρρωστοι
επιλέγουν τους γκρεμούς
απ’ όπου θα ρίξουν όσο προλάβουν πιο πολλούς
πριν αποφασίσουν να πηδήξουν κι οι ίδιοι

ο άνεμος ξυπνάει αδύναμες φωνές
τα εργοστάσια καπνίζουν από πάνω προς τα κάτω
η ομίχλη γεμίζει με τη βραχνάδα των ταγών
που χάσανε τη γη κάτω από τα πόδια

αλλοπαρμένα αλληλοκοιτάζονται τα λουλούδια
ο ουρανός φτερνίζεται παγωμένη φρεσκάδα
και τα παιδιά όπως πάντα προχωρούν
κλωτσώντας άδεια τενεκεδάκια

με τη βαρυθυμία μιας αποδημητικής έκφανσης
του αποδομητικού πνεύματος
και τους υδρατμούς στα βαλτοτόπια
γύρω από πόλεις και χωριά
που τα κατάπιε η νύχτα

και όλ’ αυτά μαζί
συγκλίνουν
στη μαύρη τρύπα
της ψυχής του ατόμου
που μαζί με τ’ άλλα άτομα συγκροτεί τη μεγάλη μαύρη τρύπα
στην οποία περιδινούμενα εγκατακρημνίζονται
τα διανοητικά ενεργήματα των ευαίσθητων κοινωνικά
αναίσθητων ατομικά
και ευαίσθητων ατομικά
αναίσθητων κοινωνικά
μελανημονούντων

όταν δηλαδή και όπου
ήθελε καταστεί δυνατή η συνάντηση
που θα καταστήσει δυνατή την αφομοίωση
της παρουσίας υπό της απουσίας
που παρότι θα ’ναι σαν να ’ταν χθες
στην πραγματικότητα θα ’χουν περάσει αιώνες
πράγμα που καταδηλώνει ότι η αιωνιότητα
είναι δομικό συστατικό της παρουσίας
άνευ της οποίας είναι αδιανόητη η συγκρότηση
της απουσίας ως βιώματος ικανού ν’ αποτελέσει
το θεμέλιο της διηνεκούς ενόρμησης καταστροφής
άνευ της οποίας είναι αδύνατο να εκπηγάσει
ζώσα αλλά όχι θνησιγενής
η όποια ενόρμηση ζωής
ως ζωογόνος
ενδοστρεφής
και καταστροφική
μανία

κι ο ένας θεός φέρνει τον άλλο θεό
η μια αμαρτία φέρνει την άλλη αμαρτία
ο ένας ιός φέρνει τον άλλον ιό
το ένα πουλί φέρνει το άλλο πουλί
το άλλο πουλί που φέρνει ένα λουλούδι
ένα λουλούδι που φέρνει την άνοιξη
μια άνοιξη που φέρνει κι άλλο λουλούδι
κι ο ένας θάνατος φέρνει τον άλλο θάνατο
η μια ζωή φέρνει την άλλη ζωή
κι ο κάθε θάνατος φέρνει μια ζωή
που για να ’ναι ζωή
πρέπει να φέρνει
κι ένα τουλάχιστον
θάνατο

και η μια απορία οδηγεί σε άλλη απορία
η μια σκέψη οδηγεί σε άλλη σκέψη
η μια πορεία οδηγεί σε άλλη πορεία
μια πορεία που οδηγεί σε επιστροφή
και η επιστροφή οδηγεί σε φυγή
μια φυγή που πάντα ονειρεύεται και γεννά
επιστροφή
μια επιστροφή που ανάβει φωτιά
μια φωτιά που θα φέρει κι άλλη φωτιά
μια φωτιά που σέρνει τη ζωή από τα μαλλιά
μια φωτιά που καίει ένα δέντρο
το ένα δέντρο καίει το άλλο δέντρο
και η ζωή καίγεται
μόνη της

κι ο ένας δρόμος οδηγεί σε άλλο δρόμο
η μια θάλασσα ανοίγεται σε άλλη θάλασσα
μια θάλασσα που τρώει τη στεριά
μια στεριά που τρώει τη θάλασσα
και το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό
το μικρό που περιμένει να φάει από το μεγάλο
όταν βρεθεί να το φάει άλλο πιο μεγάλο
και όλα τα ψάρια μαζί τα τρώει η θάλασσα
αυτή είναι η μαγεία της θάλασσας που είναι πραγματική
γιατί δεν βρίσκεται παρά μέσα στην πραγματική
και όχι φανταστική για να λυτρώνει από πόθους
ούτ’ ερμηνευμένη για ν’ αποκτάει νόημα
πραγματικότητα

κι ο ένας Ινδιάνος φέρνει τον άλλον Ινδιάνο
και κατεβαίνουν μαζί τον ποταμό
που φέρνει κι άλλους Ινδιάνους
και μαζί μ’ αυτούς Αφγανούς Ινδούς Πακιστανούς
Τζαμαϊκανούς Μπαλινέζους Αϊβοριανούς
Άραβες Κινέζους Αφρικανούς
Ρώσσους Ευρωπαίους Αμερικανούς
γάτες σκύλους ποντικούς
λύκους αλεπούδες λαγούς
γιδοπρόβατα γαϊδουρομούλαρα ασβούς
πιράνχας καρχαρίες ροφούς
γαύρους μαρίδες κοκοβιούς
κουκουβάγιες παπαγάλους ερωδιούς
γύπες κοράκια αητούς
ρινόκερους ελέφαντες ιπποπόταμους
βροντόσαυρους τυρρανόσαυρους δεινόσαυρους
και εν γένει ανθρώπους πολλούς
βάσανα πίκρες χαρές
γέλια γλέντια φωνές
ντέρτια πόνους θυμό
φωτιά νερό
και θάνατο

φωτιά νερό και χώμα.

 

εικόνα εξωφύλλου: «Ο Κορμοράνος» (1974), της Elisabeth Frink

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Παίζουμε με τη Μοίρα μας

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.