Γεγονός είναι ότι τα τρένα δεν συνδέουν πια τις χώρες. Αυτό που φάνταζε εντυπωσιακά ενδιαφέρον όταν ήσουνα 20 χρονών, είμαι 44, κάντε τον υπολογισμό, να πας ιντερέιλ μεταξύ εδώ και εκεί και εκεί και παραπέρα συμβαίνει μεν, αλλά… τα τρένα δεν περνάνε σύνορα.

Φεύγοντας λοιπόν από το Βουκουρέστι, πρωτεύουσα της Ρουμανίας, όπου οι ιστορίες για τις αρκούδες που θα έρθουν να σπάσουν την εξώθυρα του σπιτιού και θα φάνε όλο το ψυγείο μου/σου/μας, είχανε πρήξει λίγο τα αυτιά μου, και με έκαναν να αντιδρώ σαν ελληνάρας: δεν πιστεύω τους γηγενείς και τις αρκουδοιστορίες τους, γιατί «εμείς δεν είμαστε τουρίστες, γατάκια!!!». Βέβαια, όπως θα παραδεχτώ και παρακάτω: γατάκι νεογνό είμαι, που δεν θυμόμουν ότι η Ρουμανία είναι μεν στην ΕΕ αλλά όχι στο ευρώ… αλλά και αγέννητο γατάκι επίσης, γιατί η αρκούδα χτύπησε -κυριολεκτικά- την πόρτα του γείτονα, ο οποίος σήμανε συναγερμό στις 02:00 με σφυρίχτρες, ντενεκεδάκια και δυναμιτάκια!!! Και εγώ -νιάου- προσπαθώντας να δικαιολογηθώ στην παρέα που έκανα τον καμπόσο, είπα για τη χαμένη μου μαγκιά και καλά πολύ αντρίκεια, δηλαδή με ύφος σοβαρό αλλά και θλιμμένο σύναμμα: «Αλήθεια, δεν το περίμενα!!!». Το τρένο από το Βουκουρέστι, λοιπόν, που νόμιζα ότι έφευγε το απόγευμα για τη Σόφια, φεύγει σε 20 λεπτά, άρα λίγος καιρός να ξοδέψω τα τελευταία ρουμανικά χρήματα σε καπνούς, χαρτάκια και φιλτράκια, που μου χρησίμευσαν ταμάλα γιατί το τρένο έκανε ούτε λίγο ούτε πολύ 12 ώρες για να φτάσει στη βουλγαρική πρωτεύουσα!!! Εννοείται ότι στα σύνορα αλλάξαμε τρένο, τώρα το που ακριβώς δεν θυμάμαι. Ήτανε τέτοια η ντάγκλα από τη ζέστη, τα κουνούπια και τη θέα των εκατοντάδων χιλιομέτρων ηλιοτροπίων που έμαθα ότι φέτος δεν θα φτιάξουνε βιοκαύσιμο, αλλά ηλιέλαιο για να «τηγάνι-ζουν» οι λαοί της Ευρώπης. Στο τρένο, όμως, μπορούσες να καπνίσεις -κάπνισα-, χαμογέλαγα με κάτι άλλ@ νεαρ@ και νομάδ@ που ταξιδεύαν μαζί μου, ή εγώ μαζί τους. Μετά από δεκάδες σταθμούς και άρα στάσεις, προστέθηκαν κάτι βαγόνια που αργότερα κατάλαβα ότι είχαν κλιματισμό!!! Δεν πήγα, πεισματικά!!! Είπα άμα είναι να ζεις την εμπειρία να τη ζήσεις 100 τα 100!!! Έτσι είπα… λέω!

Φτάνοντας στη Βουλγαρία έβρεχε, η διαδρομή μπαίνοντας στην πόλη της Σόφιας με το τρένο είναι μαγευτική -αλήθεια μαγευτική- το τρένο περνάει μέσα από δέντρα, βουνά, ποτάμια, πάνω από γέφυρες, όπως άλλωστε πρέπει να κάνει ένα τρένο. Βέβαια το ίδιο -δεν- θα μπορούσαμε να πούμε και για τη διαδρομή από το Βουκουρέστι μέχρι τη Σοφία, αλλά πάλι κι ένα τρένο που περνάει στην πεδιάδα είναι ωραία θέα από μακριά, από μέσα, δεν είναι και τέλεια! Στην Σόφια έβρεχε και όπως είχα αποφασίσει να μη χρησιμοποιήσω την τεχνολογία ρώτησα για μια περιοχή που ήξερα ότι είχε youth hostel. Παρόλη την βροχή -σημ. είχα καινούργιο αδιάβροχο- βρήκα ένα youth hostel το οποίο μετά από 5 λεπτά στα οποία χτύπαγα το κουδούνι κάποιος μου άνοιξε. Ένας νεαρός ξανθός με σορτσάκι, ο οποίος χαμογελαστά μου έδειξε ότι στο κουδούνι έγραφε ένα κινητό τηλέφωνο, να το πάρεις με whatsup και να μην πληρώνεις: ολ@ έχουν κινητό με ιντερνέτ στην «ενωμένη» Ευρώπη.

Δεν θυμάμαι αν ξεκίνησα σωστά, κι αν σας είπα ότι τα τρένα δεν ενώνουν πια τις χώρες!!! Τα τρένα δεν ενώνουν πια τις χώρες! Στο youth hostel έμαθα ότι όλοι οι λαοί των Βαλκανίων μαζί με τους ευρωπαίους είναι γαμώ τα άτομα. Έμαθα ότι όσο και να ακούγονται δεξιά και αριστερά κορώνες συμπερίληψης και μη ρατσισμού οι βασικοί κανόνες ισχύουν πάντα, αν ρατσιστής ή μη συμπεριληπτικός είναι αυτός, αυτή ή αυτό που είναι στην ίδια οικονομική ή κοινωνική κατάσταση με σένα, Του τη λες!!! Αν όμως είναι αυτός που έχει το youth hostel δεν του την λες ή του την λες αλλά απέξω απέξω. Ο εν λόγω, δεν έμαθα το όνομά του, με ρώτησε: «Από που είσαι;». Του είπα Έλληνας… Greek από το Ελλάδα. Μου λέει: «Μάντεψε από που είμαι εγώ;» Κοιτώντας το τσιγκελωτό του μουστάκι, τα γυαλιά υπερμετρωπίας, το χαβανέζικο πουκάμισο και την όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήθελα να του πω: «Κάπου από τα Βαλκάνια ρε μεγάλε, χέσε με τώρα, είμαι μούσκεμα!!!» Δεν θυμάμαι ακριβώς τί ακριβώς του απάντησα,  χαμογέλασα… κάτι τέτοιο. Είμαι από την Μακεδονία μου λέει, από την βόρεια Μακεδονία. Με κοίταξε διερευνητικά: είναι σύνηθες άνθρωποι που έχουνε εμπειρία επαναληπτική, επαναλαμβανόμενη για το έθνος τους ή τη φυλή τους ή τη θρησκεία τους ή το φύλο τους ή ακόμα και για τα ρούχα τους να έχουνε μία προκάτ συμπεριφορά σε τέτοιου τύπου γνωριμίες. Ηθοποιοί την έχουνε για το επάγγελμα τους, χαμογελάνε, μειδιούν και λένε είμαι ηθοποιός σαν να λένε δεν με ξέρετε γιατί δεν είμαι γνωστός, αλλά αυτή είναι η δουλειά μου. Αν ένας στην παρέα σε έχει δει με το γιο του να παίζεις σε ένα παιδικό ξαφνικά είσαι ηθοποιός, αν κανένας στην παρέα δεν σε έχει δει, τότε: πάρε τα α*****α μου. Ο Βορειομακεδόνας, λοιπόν, αφού ξεκαθαρίσαμε ότι δεν με πολύ-νοιάζει που είναι Μακεδόνας και είμαι Έλληνας, αφού μου το επισήμανε κι αυτός πεντέξι φορές, ότι: οι λαοί δεν έχουν προβλήματα οι κυβερνήσεις έχουν, μου είπε που μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ. Μετά μου είπε να τον πληρώσω. Τον ρώτησα πόσο είναι; Με ρώτησε: «Θα πληρώσεις σε ευρώ ή σε λέβα; Εκεί ένιωσα άλλη μια φορά ηλίθιος!!! Το είπα και κάπου στην αρχή αυτής της διήγησης, αλήθεια τώρα!!! Έχοντας γράψει τόσα τουριστικά ρεπορτάζ, έχοντας επισκεφτεί την Βουλγαρία τόσες φορές, έχοντας μιλήσει με ρουμάνους/ες πριν πάω στη Ρουμανία, δεν θυμόμουν ότι δεν έχουν ευρώ κι αυτό είναι ένα ενδιαφέρον κομμάτι της συνειδητοποίησης του πώς επηρεαζόμαστε από το τριγύρω περιβάλλον όποι@ κι αν είμαστε!!! Και η λέξη κλειδί, είναι το «τριγύρω περιβάλλον», όχι το ποιος ή το ποια, θέλω να πω δεν πιστεύω ότι είμαι και κάνας φοβερά έξυπνος άνθρωπος, αλλά κάτι σκαλώματα τα ‘χω!!! Δηλαδή ότι δεν μου πέρασε καν από το μυαλό ότι πρέπει να αλλάξω νόμισμα γιατί όλα «αυτά» είναι στην Ευρώπη, ενώ ξέρω ότι δεν έχουνε μπει στην νομισματική ένωση είναι τρομακτικό!!! Θα σκεφτόμουν άλλα πράγματα.  Θα είχα το συναισθηματικό μου κόσμο, θρονιασμένο στο μυαλό μου και δεν θα μπορούσα να συγκεντρωθώ!!! Όπως και να ’χει δεν είχα λέβα. Του λέω: «Θα σε πληρώσω με ευρώ». Μου λέει: «Τότε πρέπει να σου δώσω ρέστα σε ευρώ» και αυτό διότι το δωμάτιο έκανε 8,25 €. Οπότε έχοντας δώσει δεκάρικο περίμενα να μου δώσει τα ρέστα.  Μου έδωσε 1 € μου έδωσε 10 λεπτά μου έδωσε 30 λεπτά και του λέω: «Δεν το κάνω γιατί είμαι κιμπάρης αλλά δε χρειάζεται, (ξέρω ότι αναρωτιέστε πώς μετέφρασα την λέξη κιμπάρης στα αγγλικά γιατί αγγλικά μιλάγαμε, όπως καταλαβαίνετε. Δεν την μετέφρασα. Τώρα το γράφω: κιμπάρης κιμπάρης κιμπάρης). Του λέω: «Δεν πειράζει, δεν είναι ότι έχω πολλά -ψέματα!-, αλλά δε χρειάζομαι τα 35 λεπτά που υπολείπονται. Επέμενε, ήθελε να είμαστε, επί ίσοις όροις, γι’ αυτό και με κέρασε μια μπύρα, εγώ αλκοόλ δεν πίνω οπότε του είπα ότι είμαι πολύ καλά με το νερό που ήπια από τη βρύση. Έβγαλα τα βρεγμένα μου ρούχα τα άπλωσα κάπου και έκατσα με τους υπόλοιπους. Ευτυχώς καπνίζαμε μέσα. Εννοείται καπνίζαμε μέσα!!! Βαλκάνια φίλε!!! Ήταν εκεί, όπως θα έλεγε κάποιος κάποτε: «Όλες οι φίλες του Ισραήλ». Τώρα πια το Ισραήλ δεν το πιάνουμε στο στόμα μας, που το ‘χουμε βάλει βαθιά μέσα στα στρώματα του κρεβατιού μας, ως κυβέρνηση! Όχι σα λαός! Πάντως, θυμάμαι ότι και μια άλλη φορά ή δύο, οι Ισραηλινοί που έχω γνωρίσει, ήτανε τόσο συμπαθητικοί, που νόμιζα ότι ήθελα να φύγω μαζί τους. Και βάζουν και ωραία μουσική: γιατί αυτό που έμαθα ότι κάνουν οι άνθρωποι όταν βρίσκονται μαζί και είναι από διαφορετικές εθνικότητες είναι ότι μιλάνε χάλια αγγλικά και έχουν ένα ασύρματο ηχειάκι (το μεγαλύτερο κερδίζει) το οποίο και μπαίνει στη μέση, συνδέονται όλοι μ’ αυτή τη μαλ***α και μετά μοιραζόμαστε τις μουσικές μας: εντάξει δεν ήταν άσχημα. Ψέμματα!!! Πέρασα πάρα πολύ καλά, μιλώντας με έναν Άγγλο που ήθελε να γίνει ή σκηνοθέτης ή να πάει στο στρατό. Ήτανε 18 χρονών και ήπιε μπροστά στα μάτια μου, μιλώντας και τρώγοντας χούμους με ψωμί του τοστ ολικής άλεσης, γύρω στα 2 λίτρα μπύρα και έπεσε ξερός. Δεν είχα ποτέ άλλοτε παρακολουθήσει από τόσο κοντά, άνθρωπο να το κάνει αυτό. Είχα ακούσει ότι το κάνουν, αλλά δεν το είχα δει. Αφού αποκοιμήθηκε οι άλλοι που ήτανε Ρώσοι, Δανοί, Βούλγαροι, Ισραηλίτες, Τούρκοι και νομίζω Αυστριακοί φύγανε σιγά-σιγά να πάνε στο κλαμπ. Δεν παρέλειψαν να κοροϊδέψουν πάρα πολύ τον Άγγλο που ενώ ήτανε ο πρώτος που μίλαγε για το κλαμπ ήτανε αυτός που κοιμήθηκε στον καναπέ πριν πάνε: κανένα από τα αστεία που -οριακά πάλι λόγω αλκοόλ- επιτρεπόντουσαν δεν ήταν συμπεριληπτικά. Και αν συμπεριλάβουμε και το δεδομένο ότι οι πλάκες που θέλαν να του κάνουν, ήταν με την πρόθεση -μην πω την προϋπόθεση- να βιντεοσκοπηθούν, έφεραν μια αναγούλα, αλλά δεν είναι και πολλές κοινωνικές εκφάνσεις που δεν έχουν αυτό το εφέ, ρίσεντλι (που λέμε και στο χωρίο μου).

Η νύχτα πέρασε με την αφεντιά μου να κοιμάται στην πάνω κουκέτα ενός δωματίου για τέσσερις. Το hostel, ήταν υπό κατασκευή κατά ένα μεγάλο μέρος του, οπότε, η εικόνα μας εκεί, ήταν ακόμα πιο αρμοστή με τα 100 εναπομένοντα δευτερόλεπτα -για τους ανθρώπους πάντα!- στο «Ρολόι της Αποκάλυψης», ή Doomsday Clock! Βέβαια αυτή την εικόνα την έχω πάντα όταν κάνω παρέα, ή απλά υπόκειμαι σε ανθρώπους που καταναλώνουν πολύ αλκοόλ, ναρκωτικά ή -τα τελευταία χρόνια και media. Ίσως είναι οι κρίσεις πανικού που δεν έχω καταφέρει να ρυθμίσω, που τα κάνουν όλα να είναι πιο επισφαλή. Ίσως η επισφάλεια είναι που φέρνει τις κρίσεις! Όπου λαλούν πολλά «ίσως» αργεί να φλεβαρίσει!!! Στην κουκέτα μου λοιπόν και αντιδιαμετρικά και κάτω, κοιμόταν (δηλ. έβλεπε ταινία στο κινητό του, με κάτι τεράστια ακουστικά, ένας Ασιάτης). Δεν επικοινωνήσαμε. Το πρωί, βρήκα διάφορους να κοιμούνται σε μέρη που είχε ακόμα έργα και σκέφτηκα ότι με αυτό τον τρόπο, γλύτωναν κάτι: ας πούμε να πληρώσουν τα 8 ευρώ και 25 λεπτά. Έφυγα, χωρίς κουβέντα σε κανέναν. Ήταν νωρίς για καλημέρες. Η πόλη χωρίς τη βροχή και το σκοτάδι φάνταζε τώρα πιο θελκτική, και χωρίς να το σκεφτώ, ούτε να προσέξω, παραλίγο να αργήσω και να χάσω το τρένο. Είχα πάρει όμως τα αγαπημένα μου πράγματα από Βουλγαρία: λασπωτό ψωμί, σάλτσα πιπεριάς και τυριά σε περίεργα γεωμετρικά σχήματα, μαζί με το μαχαίρι κουζίνας που αγόρασα στη Ρουμανία, ήμουν του κουτιού!

Το τρένο για το Σβίλενγκραντ, από τη βίκυ-μπεδία: «Το Σβίλενγκραντ (βουλγαρικά: Свиленград) είναι πόλη στην επαρχία Χάσκοβο, στη νοτιοκεντρική Βουλγαρία, που βρίσκεται στα σύνορα της Τουρκίας και της Ελλάδας. Είναι το διοικητικό κέντρο του ομώνυμου δήμου Σβίλενγκραντ. Από τον Δεκέμβριο του 2009, η πόλη έχει πληθυσμό 18.132 κατοίκους. Το Σβίλενγκραντ βρίσκεται κοντά στα οδικά όρια της Ελλάδας και της Τουρκίας –θεωρητικά– ένα από τα μεγαλύτερα οδικά τελωνεία στην Ευρώπη.» Στο παραπάνω, σας ορκίζομαι -σε ό,τι έχω ιερό, όπως λέει και η μάνα μου- ότι δεν παρενέβη, πέραν του να πλαγιάσω τη λέξη θεωρητικά! Στο Σβίλενγκραντ, έφτασα το μεσημέρι με ένα τρένο του τύπου προαστιακός σιδηρόδρομος. Οριακά, μπήκαν και οι αντίστοιχοι τοξικομανείς, όπως στους σταθμούς κοντά στο Μενίδι. Παρέα με μια κοπέλα που έμοιαζε με αυτόν το χαρακτήρα από το Mr. Robot και ένα δυο -κατ’ εικόνα νοικοκυραίοι/ες- που μοιάζαν να πηγαίνουν στη μαμά τους που μένει έξω από τη Σόφια. Στο Σβίλενγκραντ, έμαθα ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πάω στο Ορμένιο: μια διαδρομή 14,8 χλμ αν δεν πάρω ταξί για 40 ευρώ, δηλαδή 2 ευρώ και 70 λεπτά το χιλιόμετρο! Ο κακός υπολογισμός, εκείνη την ώρα, γιατί κάπως το είχα υπολογίσει ως 7 χλμ. και ο κακότροπος Βούλγαρος ταξιτζής, που ενώ καταλάβαινε ελληνικά, έκανε πως δεν, αλλά και η τρελή πεποίθηση ότι στην περιπέτεια και στην ταλαιπωρία κρύβεται η αλήθεια! Του είπα να βάλει το ταξί του στον κώλο του, και πήγα με τα πόδια. Μια φουσκάλα, και αρκετό ιδρώτα αργότερα, και μην έχοντας καταφέρει να με πάρει κανείς ή καμιά ωτοστόπ, έφτασα στα σύνορα. Αφού πέρασα στο duty free μαγαζί και πήρα πάλι καπνούς και χαρτάκια (δεν καπνίζω τόσο πολύ, απλά υλικά τόσο φορτισμένα όσο ο καπνός, που τα βρίσκεις κοντά στη μισή τιμή από Γαλλία και αρκετά πιο φθηνά από Ελλάδα, λειτουργούν στο ζαλισμένο φαντασιακό μου τέτοιες ώρες). Αφού πέρασα την εκπληκτική γούρνα που «απολυμαίνει» τα αυτοκίνητα όταν μπαίνουν και βγαίνουν από τη χώρα: αλήθεια το γράφω, μια γούρνα από νερό που -ίσως- ρίχνουν μια σταγόνα χλωρίνη ανά δεκαετία. Ωχ! Σκέφτηκα, στο θολωμένο μου μυαλό! Τώρα που φτάνω στο «θεωρητικά ένα από τα μεγαλύτερα οδικά τελωνεία στην Ευρώπη», χωρίς αμάξι, θα με κάνουν κόσκινο. Καλά! Δεν είχα τίποτα πάνω μου, αλλά νταξ, μόνο να γδυθώ: που βρώμαγα αρκετά, μου έκανε δυσάρεστο. Τελικά, μάλλον περνάνε πολλοί και πολλές τα σύνορα πεζή: ο Βούλγαρος τελωνειακός δεν με κοίταξε καν, και ο Έλλην συνάδελφός του, μου έκανε σήμα να περάσω μόλις είδε το ελληνικό διαβατήριο. Με αυτό διάβηκα τα σύνορα και κάνα 45λεπτο μετά, έφτασα στο Ορμένιο.

Ο σταθμός του τρένου στο Ορμένιο, στέκει κάπως στην άκρη της πόλης, είναι χρώματος σιδηροδρομικού σταθμού, αλλά δεν έχει κάτι άλλο εκτός από το κτίσμα με την ταμπέλα. Τριγύρω δεν ήταν ψυχή. Είχα πει ότι δεν θα χρησιμοποιήσω τεχνολογία, αλλά αναγκάστηκα να βγάλω το κινητό-προέκταση-του-είναι-μου και να ψάξω: 1. αν έχει τρένο, 2. το απλικασιόν της πρώην ΤρενΟσε, 3. το αστυνομικό τμήμα Ορμενίου και το τηλέφωνό του, 4. την πυροσβεστική της περιοχής και το τηλέφωνό της. Ας μην σας τα κάνω τσουρέκια! Δεν απάντησε κανείς. Στο μεσοδιάστημα, συνειδητοποίησα ότι δίπλα στο κιόσκι που καθόμουν, είχε ένα λάστιχο νερού εν λειτουργία και εφόσον ήταν ερημιά, έβγαλα σαπούνια και πετσέτες και έκανα μπάνιο ή ντους. Μέγκλα! Έχοντας κάνει τα μποτέ μου, άκουσα ένα μικρού κυβισμού αυτοκίνητο να πλησιάζει. Δεν έκανα γρήγορη κίνηση. Εξάλλου σύμφωνα με το πρόγραμμα του απλικασιόν της Ελλένικ Τρέιν, είχα ακόμα χρόνο μέχρι να έρθει το τρένο (σημ. η παιδική μου απορία, ήταν ότι αφού είμασταν στο -είτε- τέρμα, ή στην -υποτιθέμενη- αρχή, από που θα ερχόταν το γαμ**ι;;;!) Άφού λοιπόν ο κυριούλης, πάρκαρε το αυτοκινητάκι του δίπλα σε ένα κήπο σπιτιού και έκανε τις πρώτες κινήσεις που έμοιαζε ότι θα ποτίσει, τον ρώτησα: «Συγγνώμη! Το τρένο θα περάσει;» Παύση. Πάνω που ήμουν έτοιμος να το πω, ίσως πιο δυνατά, αρθρωμένα: «Τί να σου πω παιδάκι μου;;; Μια έρχεται τρένο… μια λεωφορείο… Και άμα έρθει λεωφορείο, θα έρθει στην άλλη άκρη του δρόμου στην πλατεία… που είναι 500 μέτρα από δω…». Η απόσταση ανάμεσά μας δεν άλλαξε, όμως η ζέστη, τα τζιτζίκια, το νερό του ντους που εξατμιζόταν από τα μαλλιά μου, δημιούργησε την αίσθηση μιας κίνησης, σαν την αρχή μια οφθαλμαπάτης στην έρημο. «Πώς θα μάθουμε αν θα έρθει τρένο ή λεωφορείο;» είπα, ξεκάθαρος για τις προθέσεις μου να φύγω εκείνο το απομεσήμερο από το Ορμένιο. «Αν έρθει λεωφορείο, δεν θα προλάβεις να φτάσεις στη στάση με τα πόδια, θα σε πάω όμως εγώ με το αμάξι! Μην ανησυχείς!», «Σε ευχαριστώ πολύ πατριώτη», απάντησα, συνειδητοποιώντας, ότι είμαι στα ξένα από τις 26 Ιουνίου (ήταν τέλη Ιουλίου), και όπως και να το κάνουμε μια οικειότητα των κυττάρων μου στους γνώριμους φθόγγους επιτρέπουν -ή επέτρεψαν- και μια ρομαντικότητα στη στιγμή και στα λόγια. Το τρένο ήρθε στην ώρα του. Το εισιτήριο το έβγαλα ονλάιν -μηχέσω- και όσο και να μην σας διαβάζεται πιστευτό: κούναγε σαν να είχε τρικυμία στις ράγες του. Η διαδρομή θα μπορούσε να είναι το μέλλον της χώρας: άδεια βαγόνια, χαμογελαστός εισπράκτορας -ίσως από τα λεξοτανίλ-, υπερβολικά πολύ κούνημα σε σημεία της διαδρομής. Τύπου, να κοπανάς το κεφάλι σου στο παράθυρο, ή σαν τρενάκι του τρόμου σε λούνα παρκ, κλιματιστικό και θέα τα αγκαθωτά βάτα. Μερικούς σταθμούς τους αναγνώρισα σαν ονόματα από τότε που ήμουν φαντάρος. Έφτασα στην Αλεξανδρούπολη.

Η πόλη δεν είχε αλλάξει από τα δικά μου παλιά χρόνια, αλλά ίδια δεν ήταν. Ο σταθμός του τρένου ίδιος. Είχα δει το πρώτο καλοκαίρι που πήγα Σαμοθράκη μια κοπέλα-αερικό-μαϊμού: έτρωγε ένα παγωτό θυμάμαι, μετά χάθηκε. Βγήκα στην πόλη και ρώτησα στα ξενοδοχεία για ένα δωμάτιο. Νταξ, είχα δει και λίγο στο κινητό, το παραδέχομαι: τα δωμάτια ήταν στις τιμές των 70 και 80 ευρώ (!) Εδώ δεν πήρα ταξί για το πείσμα της ταλαιπωρίας; Θα πάω να μείνω σε ξενοδοχείο από τις 22:00 μέχρι τις 06:00 που έπρεπε να πάω στο λιμάνι για το καράβι;

Α! Ναι!!! Για το καράβι που πάει στη Σαμοθράκη, ας σημειώσουμε ότι παρόλο που βγάζεις το εισιτήριό σου ονλάιν (!!!) πρέπει να πας να το πάρεις από το κισσέ το πρωί, άρα να κάνεις την ίδια ουρά που θα έκανες να το πάρεις από εκεί! Τέλεια. Για να τα πω όλα. Σάμπως έκρυψα και τίποτις! Έκανα και μια βόλτα ως το πλοίο, το οποίο ήταν ήδη εκεί, μπας και ο τυπάκος που ήταν στη μπούκα με άφηνε να κοιμηθώ μέσα και να φύγουμε «όποτε θέλαν, αλήθεια!», αλλά δεν γινόταν, αν και κάπως ισορρόπησε η ζυγαριά της σκατίλας και της μη-σκατίλας, γιατί ήταν γλύκας και μου είπε: «Φίλε, εγώ θα σε άφηνα στ’ αλήθεια, αλλά έχει και κάμερες και δεν γίνεται!!!». Πήγα λοιπόν να κοιμηθώ στο παγκάκι του σταθμού του τρένου, όχι όμως πριν πάω να πάρω μια αιώρα και μια κουνουπιέρα. Νταξ, ας ξαναπαραδεχτώ ότι κοίταξα στο ίντερνετ και μου έβγαζε όλα τα μαγαζιά κλειστά, ήταν Κυριακή. Αλλά από τα παλιά θυμόμουν ότι είχε το γνήσιο μαγαζί με στρατιωτικού τύπου ρούχα και είδη ψαρέματος κοντά στο σταθμό των τρένων. Και ναι. Ο τυπάς είναι ακόμα εκεί, δεν θυμάμαι αν ήταν ο ίδιος, αλλά το τρανζιστοράκι στο σκαμνί για τραπέζι, έπαιζε λαϊκά και η μαλαματίνα μισογεμάτη δίπλα του, φάνταζε σαν το γάλα μιας αρχαίας γιαγιάς τροφού. Δεν ήπια μαζί του, αν και ίσως το υπονόησε, πήρα αιώρα, κουνουπιέρα σε τιμή ευκαιρίας: «Ίδιες τιμές με πέρυσι έχω αφήσει! Στο λέω! Παρόλες τις ανατιμήσεις!» είπε. Τον καληνύχτισα, ταχτοποίησα τα «καινούργια μου» και πήγα πάλι στο σταθμό του τρένου. Η σκέψη της κοπέλας-φαντασίωσης πάλι ήταν στο μυαλό μου. Βράδυ πια, κάπνιζα και προσπαθούσα να καταλάβω από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πώς πρέπει να «στηθώ» για να κοιμηθώ στο παγκάκι. Ας σημειώσω, ότι στο σταθμό είχε νεανίες που κραύγαζαν συχνά πυκνά για κάποιο θέμα που ήταν πολύ σημαντικό γι’ αυτούς και έμοιαζε να εκπηγάζει από πληροφορίες αντλημένες από κάποια φορητή οθόνη, τύπου: Ρε σύ! είδες το βίντεο της τάδε; Τί ανέβασε ρε μαλάκα!!!; κτλ. Αυτοί σε συνδυασμό με κάποιες αρκετά πολυπληθείς ομάδες Ρομά, με έκαναν να σκεφτώ ότι ίσως, άλλο ένα ξενύχτι, θα έδινε περισσότερο ζουμί, χωρίς να αποκλείω ότι βγαίνει ζουμί και κατά τη διάρκεια του ύπνου! Την ώρα που σκεφτόμουν να κάνω άλλη μια βόλτα, γιατί είχα αρχίσει να μην αντλώ πληροφορίες, αλλά να εκνευρίζομαι από τις φωνές, έφτασαν!

Ήταν τρείς. Ήταν νέοι. Ήταν μπακ-πάκερζ! Ήταν ο λόγος που τα έκανα όλα αυτά! Είναι ο λόγος που γράφω αυτή τη διήγηση. Αυτοί και τα τρένα που δεν περνάνε πια τα σύνορα!

Ένας Βορειομακεδόνας, με ένα -επονομαζόμενο- σκουπόξυλο, αλλά καθόλου ξύλο, στραβωμένο πόδι σφουγγαρίστρας, θαρρώ και γένια και ύφος -και απλησιά- νέου σαμάνου. Ένας κοντύτερος, ξανθός, καλοχτενισμένος Ρώσος -που έμοιαζε με Γερμανό- και ένας Ουκρανός, με μικρότερο σακίδιο από τους άλλους δυο, συν μια πλαστική σακούλα ανά χείρας, προς το χοντρούλης και με μεγάλα γυαλιά μυωπίας. Φτάσαν σαν προσκυνητές. Και μιλώντας δυνατά σε κάποια από τις γλώσσες τους, κατάλαβα ότι ψάχναν πληροφορίες για τα τρένα… για το τρένο της μεγάλης φυγής. Είπα, μες το κεφάλι μου: «Ας πιάσω την κουβέντα, θα περάσει και η ώρα». Μιλήσαμε κακά αγγλικά και μου είπαν ότι θέλουν να πάνε Ιστανμπούλ. Τους πληροφόρησα ότι δεν υπάρχει πια τρένο που πάει Αλεξανδρούπολη – Ιστανμπούλ. Μα πώς; ρώτησαν, από δω δεν είναι η Ιστανμπούλ; δείχνοντας την κατεύθυνση με το χέρι. Ναι, από δω είναι, αλλά δεν πάει πια το τρένο! Άμα θέλετε, μπορείτε να πάρετε «δε μπας». Ναι ναι! Ξέραν για το λεωφορείο, αλλά θέλαν τρένο. Τους ρώτησα τί σκοπεύουν να κάνουν; και αν σκόπευαν να κοιμηθούν στο σταθμό, όπως εγώ. Είπαν ναι, αλλά ήθελαν να δουν και την πόλη, να φορτίσουν κινητά. Τους είπα, ότι μπορούμε να πάμε μαζί να πιούμε μια μπύρα, να περάσει η ώρα και να φορτίσουν κινητά, να κάνουν τουαλέτες κτλ. Ζαλωθήκαμε τα πάντα μας και φύγαμε. Στο δρόμο, μιλήσαμε για διάφορα. Τους είπα για την εποχή που ήμουν φαντάρος, πως είναι μια μικρή ψιλοσυντηρητική πόλη η Αλεξανδρούπολη. Θέμα που προέκυψε και όταν μου ζήτησαν να τους βρω κάνα τσιγάρο, από «τα καλά». Έμοιαζαν να με ακούν με προσοχή, που ίσως ήταν λόγω της κακής επικοινωνίας στα κακά αγγλικά. Ίσως γιατί έχω ένα αδιανόητα έντονο ύφος διδακτισμού σε κάθε επικοινωνία που μου το επιτρέπει. Όπως και να έχει, στο καφέ-μπαρ, στη νεανική μεριά της πόλης, ξετυλίχτηκε ο σκοπός τους και η ιστορίας τους. Ο σαμάνος έκανε μια επίθεση με ερωτήσεις τουριστικού και εθνολογικού τύπου, αλλά έχοντας ζήσει στη Γαλλία τα τελευταία χρόνια, την αντιμετώπισα με αντεπίθεση με ερωτήσεις προσωπικού ενδιαφέροντος που κρατάνε τον συνομιλητή σου σε σωστή απόσταση με καλοπροαίρετη διάθεση. Ο Ρώσος -σαν Γερμανός- αποκάλυψε ότι μένει και σπουδάζει στη Γερμανία για χρόνια, και ότι η ρωσική είναι μόνο μια εθνικότητα και τίποτα άλλο. Και ο Ουκρανός, υπονοώντας με νοήματα ότι δεν μιλάει και πολύ καλά αγγλικά, παρέμενε σιωπηλός και κάπως θλιμμένος ή αγχωμένος σαν εικόνα. Αφού μιλήσαμε, κατά του καπιταλισμού, της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων και των βρωμο-αμερικάνων, οι δυο, εκτός του Ουκρανού, έφυγαν να κάνουν «μια βόλτα – να ψάξουν για μπάφους». Μένοντας μόνος με τον Ουκρανό (δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, όπως και τόσα τόσα, τόσα άλλα), έμαθα ότι αυτός δεν τους ξέρει παρά 2 βδομάδες περίπου, και είναι «γαμώ τα παιδιά!!! αλήθεια!!! και του πληρώνουν τα πάντα γιατί δεν έχει πια λεφτά!!!» αλλά φοβάται, γιατί συχνά φεύγουν προς αναζήτηση της περιπέτειας και αυτός, που δεν είναι τέτοιος τύπος μένει μόνος και δεν ξέρει αν θα γυρίσουν. Αυτός ήτανε μια χαρά! Είχε την τηλεόρασή του και τον καναπέ του. Αλλά η μαμά του, η οποία είναι πολύ θρήσκα (διακοπή της αφήγησης, για να βγάλει 2 πλαστικοποιημένες εικονίτσες από τη τσέπη του σορτς του και να τις φιλήσει, ρυθμικά και δις) και αυτός είναι πολύ θρήσκος, αλλά όχι σαν τη μαμά του που θέλει να τον παντρέψει και έτσι… έφυγε!

Τον ρώτησα: «Συγγνώμη για αυτό, αλλά πώς έφυγες; Από που, από την Ουκρανία είσαι;» «Από το Ντονγκμπάς!» μου λέει, και βλέποντας το ύφος μου, το οποίο αδυνατώ να περιγράψω, μου λέει: «Α γιες! Γιου σι δε νιουζ!!! Πρέπει να καταλάβεις ότι αυτό που βλέπεις τώρα στις οθόνες, γίνεται από το 2014.» Του λέω: «Ναι, κάπως το έχω καταλάβει αυτό, αλλά πώς έφυγες;», «Πήρα το διαβατήριό μου, πήγα στο αεροδρόμιο και βρήκα την πιο φθηνή πτήση, που ήταν για την Κέρκυρα (ντόινγκ!!!) και έφυγα, γιατί η μαμά ήθελε να με παντρέψει». Εγώ, έχοντας μείνει στο τεχνικό κομμάτι του πώς έφυγε, επέμεινα: «Μα…», είπα. Με έκοψε. Αλήθεια πρέπει να υπερέβηκε εαυτόν, καθότι έμοιαζε πολύ φοβισμένος και συνεσταλμένος: «Κοίτα, πρέπει να καταλάβετε κάτι. Όποιος έχει λεφτά, φεύγει και πάει σε ένα μέρος που διαλέγει! Η οικογένειά μου δεν έχει λεφτά… σόου γουι γουιλ στέι το γκετ κονκερεντ μπάι δε Ράσιανς!»

Σωστά.

Στο υπόλοιπο της κουβέντας (κάποια στιγμή έφτασαν και οι άλλοι δυο, χωρίς να έχουν πετύχει τίποτα), έμαθα και πώς ένα αστυνομικός κοντά στην Ηγουμενίτσα, όπου και περπατούσαν αφού χάλασε το αμάξι και δεν φτιαχνόταν, τους σταμάτησε στο δρόμο, όπου κάναν ωτοστόπ, και όταν τους ζήτησε τα διαβατήρια και είδε τις εθνικότητές τους, τους είπε: «Μπατ!!! Γιού!!! Ράσιαν;;; εν-ντ Ουκρένιαν;;; Χάου;;;;!» Τα καλά της «ενημέρωσης» σε κάθε σπιθαμή του τόπου!!!

Τα παιδιά, ηλικίας 23 με 27 περίπου, πηγαίναν σε «ένα νέο βασίλειο» όπως λέει στην διαδικτυακή μπροσούρα: «Χτίζουμε ένα όμορφο μέρος για την κοινότητα των παγκόσμιων πολιτών σε 27 στρέμματα μαγικού δάσους. Θέλουμε να γίνουμε ένα επίκεντρο θετικών αλλαγών για τους ανθρώπους γύρω μας».  Αυτό, υπάρχει και είναι στη Γεωργία. Ο Ρώσσος και ο Σαμάνος θέλανε να πάνε εκεί, αφού πρώτα περάσουν από Κωνσταντινούπολη να βρουν κάτι φίλους. Ο Ουκρανός, τους ακολουθεί, ελλείψει χρημάτων, γιατί αν φτάσουν Τουρκία θα μπορέσει να ξαναπάει σπίτι του. Αν και δεν θέλει να παντρευτεί.

Με κάλεσαν να πάω κι εγώ. Είπα θα το σκεφτώ. Ο Σαμάνος μου είπε ότι χρειάζονται ανθρώπους σαν κι εμένα: μεγάλους ή μεγαλύτερους στην ηλικία μού φάνηκε να υπονοεί! «Δεν υπάρχει άλλη σωτηρία για τον κόσμο! Οι πόλεις μάς κάνουν κακό! Πρέπει να γλυτώσουμε, ή έστω να δούμε από ‘κει τί μπορεί να γίνει». Μιλάγαμε για όλο τον κόσμο και ίσως από αυτό, αλλά και από το ελαφρό αγιάζι της θάλασσας, είχα ανατριχιάσει. Ο Σαμάνος έβγαλε τη μισή πραμάτεια από το μπακ-πακ του για να βγει να μου δώσει ένα κρύσταλλο: ασβεστίτης.

Ο Ασβεστίτης ή Καλσίτης είναι ένα από τα πιο κοινά και διαδεδομένα ορυκτά του κόσμου. Ο ασβεστίτης είναι κυρίως λευκός αλλά μπορεί να πάρει διάφορες αποχρώσεις του μαύρου, μπλε, καστανού, πράσινου, γκρίζου, κόκκινου και κίτρινου χρώματος. Η ονομασία του οφείλεται στη χημική του σύσταση.

Ενεργειακές Ιδιότητες Ασβεστίτη

Φέρνει αισιοδοξία, δίνει θάρρος, αφθονία, θετική ενέργεια και απομακρύνει την αρνητικότητα. Ηρεμεί το μυαλό, ενισχύει τη μνήμη, βοηθά στη μελέτη και στις τέχνες. Φέρνει ανάπτυξη και πρόοδο στις επιχειρήσεις. Έχει θετική επίδραση κυρίως όταν κάποιος έχει χάσει την ελπίδα ή το κίνητρό του χάρη στην αντικαταθλιπτική του δράση. Μας υποστηρίζει σε περιόδους ψυχολογικών κρίσεων και κυρίως στην κρίση της μέσης ηλικίας. Είναι φύλακας και διώχνει το άγχος, τους αβάσιμους φόβους, τις αρνητικές σκέψεις και μετατρέπει τις ιδέες σε πράξεις.

Βοηθά τη ροή της ενέργειας και ξεμπλοκάρει τη συσσωρευμένη λιμνάζουσα ενέργεια. Απλά και μόνο έχοντας στο δωμάτιο έναν ασβεστίτη, καθαρίζετε τις αρνητικές ενέργειες από το περιβάλλον. Είναι ενεργοποιητής του νερού και προσφέρει χαλάρωση και ισορροπία. Ενισχύει τις θεραπείες Ρέικι και ρεφλεξολογίας. Έχει τη δυνατότητα να αντλεί πληροφορίες από τα Ακασικά Αρχεία αλλά και από άλλες διαστάσεις.

Τον έχω ακόμα… τον κρύσταλλο, όπως και τη θύμησή τους.

υγ. τους ξύπνησα το πρωί, γιατί θα χάναν το λεωφορείο και ίσως τους ξαναδώ.

.

Κείμενο-εικόνες: Κωνσταντής Μιζάρας