– Πού είδες ομορφιά;
Βασιλική πληγή μέσα σ’ αυτό το χάος;

Τέσσερα χρόνια μετά τη Μόρα, την πρώτη του σύνθεση σε ρητή συμφωνία με το «μοντέρνο επικό» είδος της ποιητικής γραφής, ο Δημήτρης Πέτρου επιστρέφει με μια ανάλογη απόπειρα σύμπηξης και αναδομής των λογοτεχνικών του στοιχείων προς επίτευξιν μιας καθηλωτικής, αυτόνομης και ενιαίας φόρμας λυρικού ειρμού.

Ο Εικοστός κόσμος –συμφύροντας εδώ τη χωροχρονική σημασιολογία του βιβλικού αἰῶνος– διαβιβάζεται κατά τεσσάρων: το προλογικό, στοιχειοθετικό ποίημα της έναρξης, όπου εποχή και ποιητικός αφηγητής αναμιγνύονται ώστε να υψώσει η αυλαία· τη «Ραψωδία για το Βεληνεκές», πρώτο μείζον στέλεχος, όπου ιστορείται το ξέσπασμα, η απολωλυία ψυχή και ο κατατρεγμός στους προμαχώνες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου· την «Κάθοδο», την ανήσυχη περιήγηση στο πριν, μετά και γύρω των συρράξεων· και, τέλος, την «Ευγονική», το επιζών, σύγχρονο ανθρώπινο θραύσμα αυτών των πτώσεων, το κλείσιμο του ακατασίγαστου σκηνικού της βίας.

[…] Ο καθρέφτης της κοινωνίας μου ράγισε.
Κοιτάζω από τις ρωγμές.
Φωτογραφίες ξεθωριάζουν απότομα.
Περίλυπος ώς τα βάθη της σάρκας μου εγώ –
το έσπασα το άγαλμά μου
το πούλησα, με γέλασε.
Θα ήταν κάποτε αλλιώς τα πράγματα.
Ποιος πιστεύει; Ποιος θυμάται; […]

Ο Πέτρου, κλείνοντας πλέον μία δεκαετία σχεδόν εκδοτικής παρουσίας με την Α´ Παθολογική να εμφανίζεται το 2013, εντάσσεται μ’ έναν ιδιόρρυθμο και αναζωογονητικό τρόπο στις επάλξεις και λαγούμια της Γενιάς του 2000. Ασύνηθα εγκρατής προς τις γλωσσοκεντρικές εξάρσεις που κληροδοτεί το πρόσφατο ποιητικό παρελθόν, τολμηρότατος εν ταυτώ στο εξακόντισμα των ποιητικών του εικόνων, συνιστά μία σπάνια, λιγομελή πρόταση μεταεξπρεσιονιστικής ποίησης στον ελληνικό κανόνα. Αν και το πρωτεύον και αναπόφευκτο παράδειγμα του Μίλτου Σαχτούρη αποτελεί έναν στέρεο παραλληλισμό για έργα και δημιουργούς αυτής της τροπής, η συγγένεια των δύο είναι κατά πολύ ποιοτικότερη και εκλεκτικότερη απ’ ό,τι μία ευθεία αντιπαραβολή θα καταδείκνυε.

Τόσο στην Α´ Παθολογική, όσο και στα κατοπινά Χωματουργικά (2016) και Μόρα (2018), ο Πέτρου μετέρχεται καίριων σταθμών και μέτρων της εξπρεσιονιστικής υποβολής στον λόγο· η περίφραξη χωρικών και ιστορικών τοπολογιών υπό όρους που οι ίδιες, αφ’ εαυτών αντιδονούν με κραδασμούς συναισθημάτων και θελήσεως:

[…] Βενζινάδικα με λάμπες
σαν αρπακτικά.

Σκύδρα, Αετοχώρι, Σφόδυλος
κι ο κάμπος δραπέτης μανιακός.

Έφευγε, επέστρεφε
στα στροβιλιστά νερά μιας Τρίτης.

(«Παλιά Εθνική Οδός», Χωματουργικά)

Ο αναφαίρετος αφουγκρασμός του ολέθρου, η επιμήκυνση ενός μηδενιστικού θρησκεύματος μέχρι τα άκρα που ο κόσμος εξαντλεί ολοκληρωτικά τον εαυτό του, τόσο από αγιότητα όσο και από μοχθηρία:

[…] Μονάχα δυο χτένες πλαστικές
κι ένα φανελάκι
στον τενεκεδένιο άνεμο.

Όχι πια οι κουμαριές.
Ο κρότος, η λάμψη, η αναμονή.

Όχι ο θάνατος.

(«Επιλύχνιο», Μόρα)

Με μόνη πιθανή επιζώσα την αχανή, αήττητη αγωνία του ανθρώπινου είδους:

[…] Ο χειμώνας έρχεται σούρνοντας
                     και σκαρφαλώνει στις πλάτες μου.

Βαραίνω επικίνδυνα

Μα είμαι άντρας
Και πρέπει να βάψω τους τοίχους.

(«Εξώφυλλο», Α´Παθολογική)

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις»

Όλες αυτές οι προκείμενες επιστρέφουν ρωμαλέες, το ίδιο βέβαιες και ανευλαβείς, και στο επικό σύνθεμα του Εικοστού κόσμου. Ως περαιτέρω ιδιάζον, μέχρι στιγμής, στίγμα της προσωπικής υφολογίας και θέασης του Πέτρου, θα πρέπει να προσμετρήσουμε και την εν γένει αποκαθαίρεση των κλασικών συμβόλων – όπως αυτά ίσταντο στα πρώτα ρεύματα του εξπρεσιονισμού και αλλαχού. Μιλώντας για τα ελληνικά γράμματα, η ανάπτυξη της αφηγηματικής, πεζότροπης ροής της Γενιάς του ’70, το αποτράβηγμα από τον χειρισμό θεμελιακών συμβόλων μες στη δομή του λόγου, φαίνεται πως επηρέασε, αλλού θετικότερα κι αλλού αρνητικότερα, το άνοιγμα προς μια πιο συγχρονισμένη με τη μοντέρνα, εύληπτη κινητικότητα ποίηση και μεταρσίωση του λόγου.

Ο συχνά οιονεί κινηματογραφόφιλος, αναπαραστασιακά συγκινητικός λόγος των Γ. Μαρκόπουλου και Γ. Κοντού, φερειπείν, με μιαν έμφαση σε μακρές σκηνές εικονικής αφήγησης ή σε σφιχτά καρέ κάποιων έμπλουτων νοήματος στιγμών, είναι ένας άξονας που κεντρίζει, ιδιόφωνα, και ο Πέτρου. Τα ποιητικά του αναπτύγματα φέρουν συχνά την επίγευση ενός προσεκτικού, αργόρυθμου εικονικού και ηχητικού ντοκουμέντου, την εκδίπλωση μιας απορροφητικής, προσεγμένης οπτικής του κόσμου:

[…] κάπου σ’ ένα ρυάκι στον Σάαρ ένα ψαράκι
ξαφνικά τρέμει – διστάζει –
δεν είναι ήπειρος, γριά σκύλα – δεν είναι επανάληψη – κορίτσια
αινιγματικά –

ένα θηλαστικό τρέχει μέσα από τα μπαρ
για να προλάβει – ήσυχα δέντρα,

βροχερά βουνά.

(«Κάθοδος – Ι», Εικοστός κόσμος)

.

Ο Εικοστός κόσμος λοιπόν συσφίγγεται τρεις προοδευτικούς κορμούς: η «Ραψωδία για το Βεληνεκές» επαναφέρει την πολεμική, ομηρική καταγωγή του ποιητικού λόγου, το μουδιασμένο, καταχτυπημένο μέλος της ψυχής που στέριωσε και εισακούστηκε καταμεσής των χαλασμάτων. Η βίαιη συσχέτιση μεταξύ της ωρίμανσης της ποιητικής καρδιάς και του μεγαλύτερου τρόμου της ανθρώπινης ιστορίας, η παράδοξη, σχεδόν βέβηλη διαπίστωση πως η λεηλασία επί των ανθρώπινων φωνών πυροδότησε την απαρχή της ποιητικής παράδοσης, είναι η διελκυστίνδα που η Ραψωδία επιτείνει:

[…] και είδα

τα μεγάλα πτηνά μέσα στα στάχυα νωχελικά βαδίζοντας
το ύψος των εργοστασίων και τη Μέκκα των προαστίων
την πρώτη σήραγγα και το μέλος που εξαρθρώθηκε

την έχθρα που ακολούθησε

κι έφτασα στο επίτευγμα
ο άνθρωπος που για ανθρώπους δάσκαλος λογίζεται
και ο άνθρωπος ο μοναχικός που διψούσε για μάθηση
ο μόνος που έφτασε κι ο τελευταίος που χάθηκε

εγώ του κόσμου το άλλοθι
κι ο κόσμος που ράγισε

Όπου η γέννηση της καταγραφής του πνεύματος, η ποίηση, του κόσμου το άλλοθι, κατήλθε ατέγκτως ως μοιραία σύντροφος της διάλυσης και του πανικού των όπλων. Η προαιώνια απειλή της βίας επί της ανθρώπινης κατάστασης, ο ατέρμων βόγκος του αποτελειώματος της ψυχικής φωνής, γέννησε πλάσμα ανθρώπινο, ανθρωπινό, που φέρει κάθε σήμα της κατάρρευσης στη δημιουργό γαστήρ του:

[…] Ποτάμι, πώς να σε πω
και να μην πέσουν μέσα βόμβες;
Τρωκτικά, δανείστε μου τ’ αυτιά σας.
Χιόνι, συντήρησε ακόμα ένα πτώμα.
Αυτή η πόλη δεν πρέπει να πέσει.
Τα τρακτέρ και τα πάρκα,
τα αγάλματα με τα σπασμένα δάχτυλα –
αυτή η πόλη θα πάψει να υπάρχει
όμως πρώτα θα δώσει τη συμβουλή της:
Μη μετράς νεκρούς, μη μετράς μίλια.
Μέτρα μονάχα αυτούς που σκότωσες. […]

.

Επακολουθεί το σκέλος της Καθόδου, μία τρόπον τινά επαναφορά των μοτίβων της προγενέστερης, εντοπιότερης Μόρας, στο επίπεδο αυτή τη φορά της υφήλιας ανησυχίας και παραζάλης. Η παράδοξη, δαιμονική θήλεια φιγούρα που καθοδήγησε το προηγούμενο ποιητικό του βιβλίο και ανάπτυγμα, επανέρχεται εδώ ως επίκεντρο της επιθυμίας και ορμητικότητας των ηθοποιών της ιστορίας, αντάμα της απληστίας, της παράβασης, της ανεξέλεγκτης αυτοκαταστροφής τους:

[…] Θυμηθείτε:
Τι αξία έχει η πάλη των ιδεών;
Τα τελευταία μέτρα της Συμφωνίας Έξι του Τσαϊκόφσκι –
Το άρωμα της πασχαλιάς δέκα λεπτά πριν την Ανάσταση –
η συνέχεια των ερειπίων που μας συναρπάζει –

καθώς ο ταύρος
για τελευταία φορά ρουθουνίζει –

τόσο ανεπαίσθητα – τόσο ονειρικά –
ξηλώνεται η εικόνα
μιας πρώην ερωμένης.

Αυτό το συνεχές κυνηγητό και απώλεια της ανθρώπινης φιλοδοξίας, η περιδίνηση προς την πρόοδο, την αχόρταγη εξέλιξη και υπερδιόγκωση, η φαυλότητα και ο απροσμάχητος μαζί πειρασμός της εξάπλωσης –ή και της αποίκησης, είν’ η αλήθεια– του εμβατηριακού ανθρώπινου γένους:

[…] μέχρι την υγιεινή διατροφή
στους τοίχους ενός άφλα-άλφα διαμερίσματος – στα πάρκα
με τα γκρίζα παιδιά
που ισορροπούν πάνω σε στέγες και κιγκλιδώματα –

ο άνεμος φέρνει το κάλεσμα του ρακοσυλλέκτη γλάρου
– τη βραχνή κόρνα του οχηματαγωγού «Γαλήνη» –

ώς τις ξέρες της Καραϊβικής με τις υγρές διαδρομές – όπου
χάνονται επιπόλαιοι αρχειοθέτες –

είναι ο άνεμος που κουβαλά
τις προσευχές της γηραιάς κυρίας.

.

Κατακλείοντας στην Ευγονική, την αυτανάκλαση του πρωταγωνιστικού –και αμετάκλητα παρασκηνιακού– ανθρώπινου προσωπείου της σύγχρονης ιστορίας, την παραδοχή του για το αμέτοχο των καιρών, την αδυναμία, την τρομακτική του απουσία απ’ τα σημαίνοντα των χρόνων:

[…] Όμως, μαζί μ’ εμένα, στους δρόμους
πάντα κάτι έλειπε.
Όχι η φύση, τα πουλιά –
κάτι άλλο, πιο καίριο.
Πού να βρούμε μια πτώση να οδηγεί στη σιωπή;
Στον τρελό που ισώνει σύρματα και οριοθετεί
την επικράτειά του. […]

Με ανυποχώρητη την επίγνωση της αφεντίας του χαμού στην ανθρώπινη και ποιητική καρδιά, του ερχομού και της αδήριτης επανόδου της συμφοράς από χέρια θνητά, ανενδοίαστα μπρος στο ατελές ακόμη έργο της εξέγερσης, του κινδύνου, της αντίρροπης ορμής τους:

[…] άδικος, συνένοχος, εργάτης και εργατικός,
εγκαταλείπω.

Ο αιώνας είναι ακόμη εικοστός.

             όπως το φως πέφτει πάνω στο σίδερο
             μέρα χειμωνιάτικη σκληραίνει την όραση
             πλήθος απόκληρο σηκώνεται όρθιο
             και σκάβει με τα νύχια τα βουνά.

Μεγάλη βοή –

*

Ο Εικοστός κόσμος είναι ένα πολεμικό και πολιτικό άσμα, μία βλοσυρή και σύννους επισήμανση πάνω στην τροχιά της ποίησης και την τρωθείσα της συμμετοχή και σύζευξη με την κακότητα των συλλογικών, ανθρώπινων συμβάντων. Ένα γαζοφόρο άρπισμα κάτω από τις κλαγγές, ανήμπορο ν’ αποσχιστεί ποτέ από τη μνήμη της θηριωδίας τους, τους αρειμάνιους κι ολέθριους μαγνητικούς του πόλους.

Ο Πέτρου συνέραψε σ’ ένα αυστηρότατο σύνολο τη βαθύτητα και προεκτάσεις των ιδεών που ο προηγούμενος, θλιβερότερος όλων αιώνας κόμισε, συγκράτησε με τη στρωτή, ιδιόρρυθμα ευπαθή των μεγεθών φωνή του τις απόμαχες χαρακιές που η Γη δοξάζουσα ακόμη φέρει.

Ο Εικοστός κόσμος συντονίζει με ακρίβεια τα συστατικά της ποιητικής του, αποκαλύπτει ευρύτερα τις εσωτερικές ρυθμίσεις του θεωρείν του και προσφέρει ένα τρομώδες, πλην όμως ακέραιο και αποφασιστικό ανάθεμα στα αναβρύσματα του τραγουδιού της λύρας, όπου και πόθεν αυτό εκσπά.


εικόνα εξωφύλλου: «Παρελθόν: Λησμονημένο-Καταβυθισμένο» του Alfred Kubin (1903)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σάββας Κοκκινίδης γεννήθηκε το 1991 στην Κοζάνη και είναι απόφοιτος του Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Μελέτες, ποιήματα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.