.

ΠΕΝΘΗ  

 

Η Άνοιξη εισέβαλε με διάθεση ανθοφόρο,

από μιας Μάνας βρέχεται το δακρυρρόο πόρο.

Αστείρευτο το δάκρυ της, σβήνει φωτιές στο τρένο

θρηνεί το βλασταράκι της το αδικοχαμένο.

Ποιο της ζωής το νόημα, τραπέζι για ποιο στρώνει,

πώς βρέθηκε το σπλάχνο της στο δεύτερο βαγόνι;

Ποια ρούχα η φροντίδα της να πλύνει και ν’ απλώσει,

ποι’ αταυτοποίητη σωρό να ντύσει πριν κρυώσει;

Που κατοικεί το υλικό από το dna

να στείλει τα καλούδια της και ηχηρό «Τις πταίει;»

Θρήνος και αγανάκτηση όλη η κοινωνία,

πολυλογού ασυνάρτητη, ωστόσο, η πολιτεία.

Κοίτα! Συστήνει επιτροπές με τη Δικαιοσύνη,

(αυτή έχει ήλιο λαμπερό π’ ουδέποτέ του σβήνει.)

Παραίτησε έναν υπουργό και ένιψε τα χείρας,

περίοδος εκίνησε της κάθε ψήφου θήρας.

Θα στείλει στο απόσπασμα έκθετο το σταθμάρχη,

Καλοντυμένο στην tv στήνει τον καναλάρχη,

Θα τιμωρήσει μερικούς μα όχι τους αιτίους,

που κρύφτηκαν επιμελώς μέσα στις εγκυκλίους.

Τα θεραπεύει τα δεινά ο πανδαμάτωρ χρόνος,

σιγά σιγά απαλύνεται ο αβάσταχρος ο πόνος.

Κι εμείς; Με ελαφρότητα και με βραχύβια μνήμη,

το δήθεν θα ημερέψουμε στο μέσα μας αγρίμι.

Ήσυχοι και κανονικοί θα στρέψουμε το βλέμμα,

θα λέμε: «Υπήρξε έγκλημα; Μού φαίνεται σαν ψέμα!»

Αλήθεια συμπολίτη μου, που τσίπα λες, πως έχεις,

ΑΛΗΘΕΙΑ, ΤΕΤΟΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΝΑ ΞΕΧΑΣΤΕΙ ΑΝΤΕΧΕΙΣ;

.

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Γεννήθηκε στην Κρήτη το 1974. Συλλέγει μανιωδώς κενά σημειωματάρια και τα γεμίζει ομοιοκατάληκτες ιστορίες της καθημερινότητας. Κάποιες παραμένουν μισοτελειωμένες, ώσπου να έρθει και γι' αυτές το πλήρωμα του χρόνου. Πηγή έμπνευσης, το γουργουρητό μιας γάτας.