Πριν από οχτώ χρόνια δούλεψα λίγο σε μια σωστική ανασκαφή στη Φθιώτιδα. Για να πάρω τη δουλειά έπρεπε να κάνω ψευδή δήλωση στοιχείων και να κρύψω πως είχα πτυχίο Παντείου. Μου άρεσε τόσο πολύ η παρασπονδία που από τότε κρύβω γενικώς πως τελείωσα πανεπιστήμιο όταν γνωρίζω κόσμο. Την δουλειά πάντως την πήρα κι αυτό είναι το θέμα που με αφορά τώρα. Και συγκεκριμένα πως στο σκάμμα το δικό μου είχαμε γίνει δίδυμο με το Θύμιο. Ο Θύμιος ήταν γύρω στα 65 και όλη τη μέρα μίλαγε για λεφτά, έκανε μαζί μου υπολογισμούς για το μισθό που θα πάρουμε, αφαιρούσε, πρόσθετε, έλεγε αστεία για τα χρήματα, ανέφερε τις νέες εκπτώσεις στα super market, τις οικονομικές ανάγκες των παιδιών του, τη μικρή αγροτική παραγωγή ρυζιού που έκανε και λοιπά και λοιπά. Ήταν ίσως ο πιο αδιάφορος άνθρωπος που είχα γνωρίσει. Αλλά χωρίς ομιλίες δεν πέρναγε η μέρα στο σκάψιμο, ειδικά αν ήταν ημέρες με υπερωρίες, που σχεδόν μας ανάγκαζαν να τις κάνουμε, με το αζημίωτο βέβαια, γιατί υπήρχε μεγάλη πίεση από τον υπεύθυνο του οδικού έργου να τελειώνουμε. Στην αρχή προσπαθούσα να αλλάζω τη συζήτηση προς κάτι πιο ενδιαφέρον αλλά ο Θύμιος είχε την ευφυΐα του αγράμματου να κατευθύνει με τρεις ατάκες τη συζήτηση πάντα προς τα εκεί που ήθελε. Στα λεφτά. Του είχε γίνει εμμονή. Οπότε σύντομα παραιτήθηκα της προσπάθειάς μου και απλώς άκουγα όλα τα οικονομικά ζητήματα που τον απασχολούσαν, μετρώντας από μέσα μου τις μέρες της επιστροφής μου στην πόλη. Κι όταν αυτή συνέβη, θυμάμαι πως μου τηλεφωνούσε και στην Αθήνα. Την πρώτη φορά το σήκωσα αλλά την δεύτερη όχι. Και κάπως έτσι χαθήκαμε για πάντα. Σχεδόν για πάντα. Για την ακρίβεια ούτε μια στιγμή. Γιατί ήρθε και με βρήκε στην Αθήνα.
Ήταν η στιγμή που άρχισε η λεγόμενη κρίση και από τότε δεν πάψαμε να βομβαρδιζόμαστε συνεχώς από οικονομικές ειδήσεις, και μισθούς, και γιούρογκρουπ, και δόσεις, και φορολογίες και περικοπές. Φαινόταν αθώο στην αρχή αλλά όλος αυτός ο οικονομισμός ασυνείδητα πέρασε και στην καθημερινότητά μας, σε τέτοιο βαθμό που στο πρόσωπο του Θύμιου αντικρίζω πια όλη την Ελλάδα. Ο γείτονάς μου πια είναι ο Θύμιος. Μέχρι το περίπτερο πάω και ακούω συζητήσεις Θύμιων για τη σύνταξη τους, για τη μισή τιμή στον Κωτσόβολο ή για το φτηνότερο βενζινάδικο της Καλλιθέας. Η κρίση έκανε τους ανθρώπους μίζερους. Με τους φίλους μου δεν παίρνουμε τρίτο ποτό. Φεύγουμε νωρίτερα. «Γεια σας Θύμιοι», τους λέω καθώς τους αποχαιρετώ. «Καληνύχτα και σένα, Θύμιο» μου ανταπαντούν. Έγινα και γω στο τέλος ένας Θύμιος. Μα δυστυχώς τώρα δεν έχω το τηλέφωνό του για να τον πάρω πίσω.
Γιατί κατάλαβα πως ο Θύμιος δεν είναι ο πιο αδιάφορος άνθρωπος στον κόσμο που νόμιζα. Είναι απλά ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος. Και ποτέ δε μίλησε για λεφτά, αλλά για επιβίωση. Κάπως έτσι πέσαμε όλοι στην παγίδα της λιτότητας. Και ζούμε με την κρυφή ελπίδα όλοι μας, σαν ταπεινωμένοι συνταξιούχοι στην ουρά, πως μπορούμε να της ξεφύγουμε. Και τάχα της ξεφεύγουμε όταν καταφέρνουμε να βρούμε μια δωρεάν πρόσκληση στο θέατρο, ή μια μεγάλη έκπτωση στα ταξιδιωτικά εισιτήρια, μα ακριβώς αυτή η χαρά είναι η πνευματική φτώχεια της ζωής αφού την καθορίζει η βία της οικονομίας. Πορευόμαστε παντού με ένα κόστος ευκαιρίας. Μας έχουν καταπιεί τα νούμερα. Εξατμίστηκε η ποιότητα της ζωής. Μειώθηκε ο στοχασμός. Μετονομάστηκε σε νεκρός χρόνος. Το βλέμμα μας κοστολογεί ενστικτωδώς τα πάντα λες και αντικρίζει έναν τιμοκατάλογο διαρκείας. Έγινε η ανατριχίλα αντικείμενο πολιτικής οικονομίας. Πονηρέψαμε ως κοινωνία. Μάθαμε να ελισσόμαστε. Η καχυποψία έγινε εμμονή καθολική. Η μικροψυχία συμβουλή επιβίωσης. Εν τέλει αλλοιώθηκε η προσωπικότητά μας. Κι αυτό είναι μη αναστρέψιμο, όσο επιτυχημένο κι αν είναι το επόμενο Γιούρογκρουπ.
Ο Θύμιος φταίει λοιπόν; Πού να βρεις τις αντοχές να αντιπαλέψεις τέτοιο κακό; Τι ακριβώς ελπίζουμε από το Γιούρογκρουπ τώρα; Τι διάλογο να ανοίξεις με μια ελπίδα που είναι καταδικασμένη σε αργό θάνατο από τα μικρόβια του χαρτονομίσματος που τρώνε το μυαλό μας; Γι’ αυτό σου λέω:
«Πάμε να φύγουμε.
Πάμε να δούμε φρούτα»
‘
(ο στίχος στα εισαγωγικά ανήκει στον ποιητή Τάκη Παυλοστάθη | εικονογράφηση: maguma)