«Είναι τρία αδέρφια, δύο κορίτσια κι ένα αγόρι, έχουν πεθάνει οι γονείς τους, πρόσφατα έχει πεθάνει η μητέρα τους, και το αγόρι θέλει να πουλήσουν το πατρικό τους σπίτι, που είναι μια απλή κλασική αθηναϊκή μονοκατοικία, γιατί δεν αποφέρει τίποτα. Η μεγάλη αδερφή αντιδρά εντελώς αρνητικά, «δε γίνεται να τα πουλάμε όλα, η Αθήνα έχει καταντήσει μια πόλη με αλτσχάιμερ» λέει, ενώ η μεσαία είναι συναισθηματικά με τη μεγάλη της αδερφή και πρακτικά με το μικρό της αδερφό. Η πώληση του σπιτιού με σκοπό να γκρεμιστεί και να ανεγερθεί ένα μοντέρνο κτήριο είναι ουσιαστικά η αφορμή γι` αυτά τα τρία αδέρφια να βρουν τις πραγματικές σχέσεις που τους συνδέουν μεταξύ τους, να αναμοχλεύσουν τα όποια τραύματα της παιδικής τους ηλικίας και να καταλάβουν αυτό που συμβαίνει σήμερα, ότι δηλαδή νομίζουμε ότι βλέπουμε και ακούμε τους άλλους, αλλά ούτε τους βλέπουμε ούτε τους ακούμε.
Τα γυρίσματα της ταινίας γίνανε το φθινόπωρο του 2008. Δομικό στοιχείο του σεναρίου ήταν ένα παιδικό τραγουδάκι που τα τρία αδέρφια θυμούνται από τη μαμά τους, που τους το τραγουδούσε όταν ήτανε παιδάκια. Αρχικά είχα σκεφτεί κάποια παιδικά τραγουδάκια, ώσπου μια μέρα που δούλευα το σενάριο έβαλα το cd «2.000 μ.Χ.» – έχω σχεδόν ό,τι υπάρχει του Μάνου Χατζιδάκι, είναι πολύ σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μου, παρ` ότι δεν τον γνώρισα ποτέ – και ακούω το συγκεκριμένο τραγούδι, που το` χα ακούσει τόσες φορές, αλλά δεν είχε πάει καθόλου ο νους μου σ’ αυτό. Με το που ξεκίνησε η μελωδία είπα: «Αυτό είναι». Το διάλεξα γιατί μου ακούστηκε σα μια προσευχή. Μια προσευχή ενός παιδιού.
Από την επόμενη μέρα άρχισα να αναζητώ τον κ. Γιώργο Χατζιδάκι για να μου δώσει την άδεια να το χρησιμοποιήσω με την εκτέλεση του Μάνου Χατζιδάκι. Χρειαζόμουν την άδεια πριν γυριστεί η ταινία, γιατί το τραγούδι είναι δομικό στοιχείο του σεναρίου. Αυτό το τραγούδι, σε διάφορα σημεία της ταινίας, οι τρεις ήρωες προσπαθούν να το ανακαλέσουν στη μνήμη τους, ψιθυρίζοντάς το, παίζοντάς το στο πιάνο, μουρμουρίζοντάς το, με διάφορους τρόπους. Οπότε έπρεπε να έχω την άδεια να το χρησιμοποιήσω από την αρχή, πριν ξεκινήσω το γύρισμα. Ο κ. Γιώργος Χατζιδάκις διάβασε το σενάριο, συναντηθήκαμε και μιλήσαμε και είχε τη γενναιοδωρία να μου δώσει την άδεια να χρησιμοποιήσω το τραγούδι, χωρίς χρήματα. Μου ζήτησε μόνο, όταν θα ακούγεται ολόκληρο – που ακούγεται μόνο στους τίτλους του τέλους – να είναι η εκτέλεση του Χατζιδάκι.
Για το Βαγγέλη Ροζακέα ξέρω μόνο ότι είναι ο στιχουργός αυτού του τραγουδιού. Μου είχε πει την όχι και τόσο ευχάριστη ιστορία του ο κ. Γιώργος Χατζιδάκις. Μου είχε πει ότι ήταν ένας νεαρός που άφηνε κάθε τόσο φακέλους στο σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι, με στίχους προφανώς, χωρίς να εμφανίζεται ποτέ, και κάποια στιγμή σε έναν από τους φακέλους αυτούς υπήρχε το «Κύριε». Τον έψαξε μετά ο Μάνος Χατζιδάκις, με κάποιον τρόπο τον βρήκε. Είχε περάσει από ψυχιατρεία, μετά εξαφανίστηκε. Και ο Χατζιδάκις έμαθε ότι πέθανε, χωρίς να έχει κάποια άλλη λεπτομέρεια.»
[Τα πλάνα από την ταινία «Χρυσόσκονη» προβάλλονται έπειτα από άδεια της Μαργαρίτας Μαντά στο ΑΣΣΟΔΥΟ]