Στο πλάι της αυλής υπήρχε η τουαλέτα, ένα μικρό δωματιάκι όπως αυτά που υπήρχαν παλιά, μόνο νεροχύτης και λεκάνη, όμως ανακαινισμένο πρόσφατα και γουστόζικα. Η αυλή κι αυτή μ’ ένα τρόπο ανακαινισμένη. Παλιά, θα υπήρχε κάτω χώμα, στη μία άκρη ένα αυτοσχέδιο κοτέτσι φτιαγμένο από σύρμα και τσίγκο, στην άλλη άκρη ένας μικρός κήπος, μαρούλια, ντομάτες, ίσως και κάτι ακόμη. Σήμερα υπήρχε ένα απ’ αυτά τα γκαζόν που δεν χρειάζονται πολύ πότισμα και μερικά ψηλά δέντρα διάσπαρτα εδώ κι εκεί. Η αυλή εκείνη τη μέρα ήταν στολισμένη, ροτόντες και καρέκλες ντυμένες με λευκό ύφασμα, σε μια γωνία η θέση του dj και μια μικρή απλωσιά για πίστα, απέναντι βάθος ο μπουφές και παντού τριγύρω σε ισορροπημένες και καλόγουστες δόσεις κορδέλες και μπαλόνια. Στην αυλή του σπιτιού του παππού τους, σε ένα μακρινό ορεινό χωριό στην ηπειρωτικής Ελλάδας, γινόταν το γλέντι του γάμου. Εμείς ήμαστε εκεί οικογενειακώς κι εγώ πρέπει να ‘μουν κάπου μεταξύ 25 και 30, δηλαδή μεγάλος, όχι μεγάλος μεγάλος, αλλά σίγουρα αρκετά μεγάλος για να καταγράφονται και να μετράνε οι λέξεις, οι πράξεις και οι εξευτελισμοί.
Είναι ήδη αργά, αλλά όχι αρκετά αργά. Κατουριέμαι. Σηκώνομαι απ’ το τραπέζι και κατευθύνομαι προς την τουαλέτα. Με το που σηκώνομαι νιώθω την ελαφριά πίεση στα μηνίγγια, το εσωτερικό απ’ τα μάγουλα να τραβάει λίγο, το στομάχι να κινείται περισσότερο απ’ ότι πρέπει και κυρίως αυτό το είδος της ανισορροπίας που δεν μπορείς ακριβώς να υπολογίσεις πόσο προχωρημένο είναι. Στο τρίτο βήμα, το ένα πόδι φεύγει λίγο πιο δεξιά και αμέσως σκέφτομαι α, ζαλίστηκα μάλλον, αλλά οκ είναι λίγο, το ‘χω, στην τουαλέτα θα ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου και μετά μια κοκακόλα. Τα βήματά μου όμως δεν συντονίζονται όσο κι αν δίνω διαρκείς εντολές για να διανυθεί ευθεία η απόσταση. Δεν υπάρχει ευθεία, η καμπύλη είναι η μόνη δυνατή γραμμή, καμπύλη είναι ο χρόνος, καμπύλη είναι η σωματογραμμή της κοπέλας που χορεύει, καμπύλη είναι η στάση του ίδιου μου του κορμιού. Όμως η απόσταση είναι μικρή και φτάνω στην τουαλέτα. Χτυπάω, κάποιος είναι μέσα, λίγο υπομονή, λίγο ακόμη υπομονή, όμως ανακατεύομαι πια στ’ αλήθεια, θα ξεφτιλιστώ κι είναι κρίμα, θα πρέπει να κρατηθώ, να κρατηθώ λίγο ακόμη, λίγη υπομονή τι είναι τέλος πάντων, τίποτα δύσκολο;
Στέκομαι όρθιος, παλατζάρω ελαφρά, αλλά νομίζω όχι σε σημείο που να με καταλάβει όποιος με κοιτάξει φευγαλέα. Περιμένω, και την ώρα εκείνη της αναμονής το παλατζάρισμα πικάρει απότομα, δεν το έχω υπολογίσει ότι θα γείρω προς τα μπρος τόσο πολύ και βάζω αυτόματα δύναμη ανάποδη, προς τα πίσω, για να ισορροπήσω. Ατυχής κίνηση. Πίσω μου η αυλή τελειώνει. Δεν υπάρχει όμως μάντρα, φράχτης, άλλη αυλή. Πίσω μου υπάρχει ένα μικρό ρέμα, κάτι σαν τάφρος, μόνο που είναι ολοκληρωτικά γεμάτη με βάτα. Ατυχής κίνηση, αυτή η προσπάθεια να ισορροπήσω προς τα πίσω, γιατί όντως το κορμί πάει προς τα πίσω, η δύναμή μου έφτανε μόνο μέχρι εκεί, δεν μπορεί να βάλει φρένο, δεν προλαβαίνει να σκεφτεί ότι χρειάζεται φρένο. Με παίρνει ο κατήφορος, ανάποδες κωλοτούμπες με καλό παντελόνι και λεπτό άσπρο πουκάμισο, βουτιά κανονική σε μια θάλασσα από βάτα. Πονάω αλλά κυρίως ζαλίζομαι. Όταν σταματάω, μερικά δευτερόλεπτα αργότερα δηλαδή, είμαι ξαπλωμένος με την πλάτη και περικυκλωμένος γύρω γύρω από βάτα. Οι γρατζουνιές τσούζουν και εγώ κοιτάζω ευθεία ψηλά, εκεί που στο τέλος της καμπύλης βγήκε ο προηγούμενος απ’ την τουαλέτα. Είναι όμως σκοτάδι και κατηφόρα στον τόπο του μαρτυρίου και δεν φαίνομαι. Τουλάχιστον δε με είδε κανείς.
Στο γάμο και στο γλέντι περνάω όλη την ώρα επιβεβαιώνοντας ότι η αδερφή της νύφης είναι πανέμορφη, είναι γοητευτική και έχει τις χάρες όλες. Χιούμορ, πρόσωπο, ατμόσφαιρα. Οι νιόπαντροι και η υπόλοιπη παρέα είναι μερικά χρόνια μεγαλύτεροι. Ως μικρός απολαμβάνω μερικά προνόμια. Αμέριστη προσοχή, ανοχή στα χοντροκομμένα αστεία και πολλά σφηνάκια λευκής τεκίλας. Τα πίνω με την ταχύτητα και την ευκολία ενός ανθρώπου, ο οποίος ανακαλύπτει ότι το αλκοόλ είναι μια βουτιά διαύγειας στην αλήθεια του αντικειμένου του πόθου. Αλλά τα πίνω και με την ευκολία του ανθρώπου που ξεχνά ότι αν ένα πράγμα δεν αντέχω, αυτό είναι η τεκίλα.
Είμαι εγκλωβισμένος μες στα βάτα. Ο κώλος ή τα πόδια μου δεν ακουμπούν έδαφος. Είμαι στον αέρα κρατημένος μόνο απ’ τα κλαδιά των βάτων. Δεν μπορώ να στηριχτώ πουθενά, ούτε να πιαστώ, αφού τα χέρια μου θα πρέπει να κρατηθούν απευθείας απ’ τα αγκάθια. Κοιτάζω τα δυο τρία μέτρα αγκάθινης ανηφόρας που πρέπει να διαβώ για να ξαναβγώ στην επιφάνεια της αυλής και της αξιοπρέπειας. Σκέφτομαι το αντικείμενο του πόθου. Με είδε; Με ψάχνει; Κατάλαβε ότι άργησα; Με παρατήρησε να παραπατώ φεύγοντας απ’ το τραπέζι; Γελάει με το μικρό μεθυσμένο στερεότυπο; Παίρνω μια τελευταία ανάσα και επιχειρώ μια πανάθλια ανάβαση. Μπαίνω σχεδόν τρέχοντας στην τουαλέτα, ξερνάω (το φύλαγα τόση ώρα) και πλένομαι. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και βλέπω ένα συνονθύλευμα γρατζουνιών, μικρών φύλλων και πρασινάδων στα μαλλιά, το πρόσωπο, το πουκάμισο. Σουλουπώνομαι όσο μπορώ γιατί έχω να αντιμετωπίσω την απόρριψη του αντικειμένου του πόθου, την κριτική της οικογένειας και την χλεύη των πολλών. Βγαίνω έξω κάνοντας υπερπροσπάθεια να μοιάζω φυσιολογικός, ένας καλεσμένος που περνάει καλά, έχοντας πιει ένα δυο ποτηράκια, σε ευθυμία αλλά διατηρώντας τέλος πάντων τη γοητεία του.
Από κει και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα. Πόση ώρα διήρκησε ακόμη το γλέντι, πόση ώρα κάθισα, τι έκανα, με ποιον μιλούσα. Θυμάμαι μόνο την διαδρομή από την αυλή στο αυτοκίνητο, ένας 25χρονος που είχε μετατραπεί ξανά σε μωρό, σε ένα πλάσμα αβοήθητο να διανύσει την παραμικρή απόσταση χωρίς το υποστηρικτικό αλλά και τυραννικό χέρι των γονιών του.
Κι επειδή δεν θυμάμαι τίποτα, επιλέγω να θυμάμαι ότι αυτή δεν είδε και δεν κατάλαβε τίποτα απ’ αυτή την τεκίλεια πτώση στα βάτα. Επειδή το μυστικό της συντήρησης στα ρηχά της μνήμης, μιας συνάντησης ως ανεκπλήρωτου έρωτα, είναι ο χρόνος. Η ιδέα ότι με έναν άνθρωπο, έναν τόπο ή μια συνθήκη, υπάρχει όλος ο χρόνος άθικτος, ολόκληρο το μέλλον κι ολόκληρο το παρελθόν. Ούτε πτώσεις, ούτε ξεφτιλίκια εγγράφονται και ανακυκλώνονται ως αναμνήσεις. Ο χρόνος πρέπει να παραμένει άθικτος.