Το Ποίημα της Μπάλας
του Τζων Μπέρρυμαν
Τ’ είναι τ’ αγόρι τώρα, που έχασε την μπάλα του.
Τι, τι πρέπει να κάνει; Την είδα να κυλά,
Γκελάροντας χαρωπά, κάτω στο δρόμο, κι έπειτα
Χαρωπά ν’ αναπηδά – νά’ τη μες στο νερό τώρα!
Mάταιο να πεις “Ω, υπάρχουν κι άλλες μπάλες”:
Mια θλίψη απόλυτη, δονούμενη, ακινητοποιεί τ’ αγόρι
Έτσι όπως στέκετ’ άκαμπτο, τρεμάμενο, κοιτώντας κάτω
Όλα τα χρόνια της νεότητάς του μες στο λιμάνι, όπου
Έπεσε η μπάλα του. Εγώ δε θα το διέκοπτα,
Μία δεκάρα, μι’ άλλη μπάλα, δεν έχουν σημασία. Τώρα
Aισθάνεται πρώτη φορά ευθύνη
Μες σ’ έναν κόσμο ιδιοκτησιών. Άνθρωποι θα παίρνουν μπάλες,
Πάντα οι μπάλες θα χάνονται, πιτσιρίκο,
Και κανείς δεν μπορεί ν’ αγοράσει μια μπάλα πίσω. Tα λεφτά είν’ εξωτερικός παράγοντας.
Mαθαίνει, για τα καλά πίσω από τ’ απεγνωσμένα μάτια του,
Την επιστημολογία της απώλειας, πώς να σηκώνετ’ όρθιος
Γνωρίζοντας αυτό που πρέπει κάθε άνθρωπος να γνωρίζει μια μέρα
Κι οι περισσότεροι το γνωρίζουν και περισσότερες μέρες, πώς να σηκώνετ’ όρθιος·
Και το φως επιστρέφει σταδιακά στο δρόμο,
Ακούγεται μια σφυρίχτρα, η μπάλα είν’ εκτός οπτικού πεδίου.
Σύντομα ένα κομμάτι μου θα εξερευνήσει το βαθύ και σκοτεινό
Πάτωμα του λιμανιού . . Είμαι παντού,
Υποφέρω και κινούμαι, το μυαλό κι η καρδιά μου κινούνται,
Με όλ’ αυτά να με κινούν, είτε κάτω απ’ το νερό
Είτε σφυρίζοντας, εγώ δεν είμαι πιτσιρίκος.

εξώφυλλο: φωτογραφική σύνθεση του Thomas Wheeler