Αθήνα, 11.8.59

Λενούλα, λατρεία μου,

Σ’ αγαπώ πάρα πολύ, αγάπη μου, και σου γράφω με τόση χαρά παρ’ όλη την αμφιβολία μου ότι μπορεί πολλά από τα γράμματά μου να παραμένουν στις θυρίδες της American Express. Συ πώς περνάς; Πώς διασκεδάζεις; Φαντάζομαι ωραία. Το ξέρω, παντού όπου βρίσκεσαι δημιουργείς μίαν ατμόσφαιρα ζωής, απαλής ειρήνης, κι ομορφιάς και λεπτότητος. Εδώ κάνει μια φρικτή ζέστη. Πριν λίγο άκουγα κάτι τζιτζίκια που χαλούσανε τον κόσμο. Τώρα προσέχω και δεν τ’ ακούω πια. Φαίνεται απόκαναν και σταματήσαν κι αυτά. Το πρωί είχα τηλεφωνήματα για μπάνια. Όμως ήρθα στο εργαστήριο μου, και ζωγράφισα λίγο, μη βλέποντας την ώρα να πιάσω την πέννα. Με ρωτούσες να σου πω εντυπώσεις για τους φίλους μας. Πρέπει να στο αποκαλύψω πως από πολύν καιρό το έχω πάρει απόφαση ότι εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα από τους ανθρώπους. Αρκούμαι στο να τους προσφέρω τα μόνα πράγματα που μπορώ: την αγάπη μου και τη ζωγραφική μου. Γι’ αυτό άλλωστε και ζωγραφίζω, πιστεύοντας πως έτσι εκτελώ έναν «κοινωνικό» προορισμό, έναν προορισμό ενεργό. Άλλωστε με διασκεδάζει κιόλας και μου επιτρέπει, όσο είναι δυνατό, να είμαι ο λιγότερο ενοχλητικός. (Το καταφέρνω τάχα;). Συμπληρώνω με την επωδό του Villon: «Je crie a toutes gens mercis», όπου σημαίνει στα παλιά γαλλικά: «ζητώ απ’ όλους γύρω μου συγγνώμη» (1). Και μόνο Σένα αγαπώ, παράφορα, γιατί αντιπροσωπεύεις το πιο απόλυτό μου ιδανικό. Ιδανικό που ούτε τόλμησα ποτέ να φανταστώ, και που εσύ μου το αποκάλυψες. «Γιατί είσαι ωραία, έχεις την πιο ευγενική κι υπερήφανη ψυχή…» (2).

Χτες δεν σου έγραψα γιατί είχα μιάν οικτρή τσαντίλα, από τις λίγες, είμουνα γινομένος Τούρκος με τους παλιανθρώπους του Πολυτεχνείου. Φαντάσου ότι μου αναγγείλανε, comme si de rien n’ était (3), (δουλειές του Αθανασιάδη (4) προφανώς), πως η Σύγκλητός τους απέρριψε την αίτησή μου προαγωγής, γιατί η πρόταση του Συλλόγου δεν είτανε λέει διατυπωμένη καλά, δεν μνημόνευε δημοσίευση επιστημονικής εργασίας σχετικής με την έδρα! Και να πρωτοστατεί κει ο Γιαννάκης (5): φίλους που σου τους έχω! Και γνωρίζεις καλά τι εννοούν με επιστημονική εργασία: τίποτα αρθράκια  σε κουρελοπεριοδικά, σαν αυτά που γράφω μια ντουζίνα τη βδομάδα. Το αγνοούσανε! Χάλασα τον κόσμο, και τελικά μου στείλανε τον Βασιλείου, να με κατευνάσει με τα φαναριώτικα. Είχα μεγάλη όρεξη να τον σκυλοβρίσω και αυτόν, αλλά μου θύμιζε εσένα, με τους παραπειστικούς του δίσκους μουσικής και τις αδερφάδες (6). «Μα θα διορθωθεί», μου επαναλάμβανε, «θα διορθωθεί». Ναι, σε έξι, εφτά, δέκα μήνες, τρέχα γύρευε. Τους απαράτησα, αλλά αισθανόμουνα τόσο μειωμένος, όπως το αισθάνομαι και τώρα. Και λέω τι ένοχος που είμαι να σ’ ενοχλώ με τις αγάπες μου, εσένα τη μαθημένη, τη συνηθισμένη σε μια ζωή normale, με ανθρώπους στερεούς, ήρεμους, ανεξάρτητους, δυνατούς. Ma force vibrante de poete, να μην πω τώρα!… Είμαι απλούστατα ένα κλωτσοσκούφι, ένας ντενεκές.

Συχώρεσέ με
Φιλώ τα πόδια σου
Νίκος

[Υ.Γ.] Οι Αργυρόπουλοι θα τηλεφωνήσουν στη Μαμά σου, να μάθουν νέα σου.

Σε λατρεύω
Νίκος

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Επωδός από την «Μπαλάντα του Ευχαριστώ» (Balade de Mercy).  Χρησιμοποίησα την έκδοση: Francois Villon, Οι Μπαλάντες κι άλλα Ποιήματα. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Σπύρος Σκιαδαρέσεις. Δεύτερη έκδοση. Πλέθρον 1979, σ. 102-105. Ο Σκιαδαρέσης αποδίδει πιστότερα την επωδό: Σ’ όλον τον κόσμο κράζω ευχαριστώ.
2. Από το πεζό ποίημα του Εγγονόπουλου «Περί ύψους», της συλλογής Έν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω (1957).
3. (Γαλλικά): «σαν να μην έτρεχε τίποτα».
4. Γενικός γραμματέας του Πολυτεχνείου.
5. «Γιαννάκης»: Ο τότε πρύτανης του Πολυτεχνείου Ιωάννης Χατσόπουλος.
6. Φίλων Βασιλείου: Μαθηματικός, καθηγητής στο Πολυτεχνείο. Ζούσε με τις αδελφές του και καλούσε συχνά τη Λένα για ν’ ακούσουν μουσική.

.

Από το βιβλίο «Νίκος Εγγονόπουλος, …και σ’ αγαπώ παράφορα»,
σε επιμέλεια Δημήτρη Δασκαλόπουλου (Ίκαρος, 1993)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.