Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων
λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω,
γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον.
Α’ Επιστολή προς Κορινθίους

Σε ποια γλώσσα εισερχόμαστε όταν διαλύεται ο αυτεξούσιος εαυτός στην ικεσία, στην επίκληση, στην παράκληση, όταν είσαι γονατιστός ή γερμένος σε κάποιον και αδημονείς να αρθεί το βάρος, αυτό του εαυτού, άρα στ’ αλήθεια να παραμείνεις στην κατάσταση που ήδη βρίσκεσαι, αφαιρώντας από την ικεσία τον λογισμό, καθιστώντας την παραλήρημα αλλά παραλήρημα που ξέρει πολύ καλά τι ζητά. Είναι η γλώσσα των φαντασμάτων. Ηχητικά, ακούγεται σαν ψίθυρος αυτή η γλώσσα και είναι ψίθυρος. Οι ψίθυροι, οι συνωμοσίες που φτιάχνουν αυτοί, είναι η γλώσσα των φαντασμάτων.

Η πιο λεπτή, προσεκτική δουλειά είναι αυτή της διαλογής των φαντασμάτων που επικαλείσαι στον κόσμο των ζωντανών, τη στιγμή που όλα ικετεύουν και ψιθυρίζουν “Μου λείπεις. Μου λείπεις”. Σε όλα λείπουμε. Ποιο να πρωτοδιαλέξεις; Μια τέτοια προσεκτική δουλειά, συμβαίνει στο Μπάγκειο στην Ομόνοια, στην παράσταση – performance – εικαστική εγκατάσταση “Αγάπη”. Ή. Φαντάσματα. Ενός μη τόπου. Η αγάπη με τις ευκολίες και τις δυσκολίες της, τις ελλείψεις και τις φανερώσεις της, δε συσσωρεύει φαντάσματα για τον άνθρωπο, ο άνθρωπος συσσωρεύει φαντάσματα για την αγάπη. Αυτό μαζί με λίγα ακόμα πράγματα, όπως είναι η ανάγκη της Ποίησης (για ανάγκες των ανθρώπων μιλούμε), αποτελούν πράγματα οικουμενικά που σημαδεύουν το ανθρώπινο, που έχει τρομερή ανάγκη τα φαντάσματά του. Έχει τρομερή ανάγκη τις σεάνς, τις επικλήσεις. Τις θύμησες. Που όπως και η κήδευση, είναι όλα φροντίδες. Κι ας πονούν. Εξάλλου, οι φροντίδες που απευθύνονται κάπου, πονούν αυτόν που τις απευθύνει. Αλλά αν δεν το κάνει, δεν μπορεί.

Τα φαντάσματα, πάλι, είναι διαφορετικά, ζητούν φροντίδα, ζητούν παιχνίδι· ξέρετε, δεν είναι το στοίχειωμά τους τρομακτικό, όταν τρομάζει είναι απλά κακή μετάφραση. Στην πραγματικότητα παίζουν. Λένε ιστορίες, όπως λέμε εμείς γι’ αυτά. Και συνωμοτούν. Όπως τα παιδιά. Γιατί τα φαντάσματα είναι κάπως σαν παιδιά. Ανήκουν ολοκληρωτικά στο παιδικό, όχι στο άχρονο. Τη διάσταση του άχρονου τη δίνει ο λόγος -για- τα φαντάσματα, που και πάλι, χρονολογείται. Από τον άνθρωπο και πίσω σε αυτόν. Ο χώρος τους είναι ίδιος με τον χρόνο. Όταν το Μπάγκειο στοιχειώνεται από το φάντασμα της Αγάπης, αυτό σημαίνει ότι στοιχειώνεται από όλα τα φαντάσματα που έχουν συσσωρευθεί σε αυτή. Δηλαδή φαντάσματα φαντασμάτων. Όλα αυτά τα πλήθη είναι μια κεντρομόλος δύναμη. Ασκείται σε εμάς, που όμως, κι εμείς θα στοιχειώσουμε τον χώρο. Ο χώρος, δεν είναι ready-made στοιχειωμένος όπως το θέλει το “Ruin Porn”, η τάση της αισθητικής εξέτασης των αστικών ερειπίων, εδώ δεν εισέρχεσαι σε ένα στοιχειωμένο ξενοδοχείο, αλλά έρχεσαι να το στοιχειώσεις. Και με το που προσέρχεσαι κι αυτό ικετεύει και ζητάει κι άλλο κι άλλο κι άλλο.

Ας μην παρεξηγούμε όμως τις καταστάσεις. Όλα αυτά έχουν να κάνουν περισσότερο με τη ζωή, παρά με το θάνατο. Ο θάνατος δεν έχει κίνδυνο. Μόνο η ζωή έχει. Κι όλα τα υπόλοιπα την ακολουθούν. Οπότε και η αγάπη και το παιχνίδι και οι ψίθυροι, που μπορεί να μην ακουστούν καθαρά, να περαστεί ένα λάθος μήνυμα, παράδειγμα “Δε μου λείπεις”, είναι άκρως επικίνδυνα. Δεν πρόκειται για κάποια Disneyland της Αγάπης. Τουναντίον, ακόμα και το νερό σε αυτό το ξενοδοχείο είναι επικίνδυνο. Βυζαίνεται από τη Στύγα, και σαν ορός της αλήθειας κάνει το φάντασμα που είσαι εσύ να λέει μόνο αλήθειες που κι αυτές με τη σειρά τους, άπαξ και ειπωθούν (δε χρειάζεται ούτε να ακουστούν, ούτε να διαβαστούν, και η Έλεν Κέλλερ στοιχειώθηκε), αποκτούν φασματικότητα δική τους. Αυτονομούνται. Πληθαίνουν μέχρι που και φασματικά ακόμα ασφυκτιά το μη δέρμα. Η μη ακοή. Η μη όραση.

Μόνον ένας χώρος υφίσταται που τα δάκρυα ξεγλιστρούν από ανακούφιση, που ξεγλιστράς από κινδύνους άνισους. Ένα safe space. Ο μη τόπος που είναι η ετεροτοπία του καθρέφτη. Εκεί ξαναγίνεσαι άνθρωπος από την αρχή. Στο στάδιο του καθρέφτη που έρχεται να εξηγήσει το unheimlich (ανοίκειο) και να το συσσωρεύσει εκ νέου, για να φτιαχτούν κι άλλα φαντάσματα. Amor fati. Για αυτό και πραγματικά στο τέλος αυτής της performance, θέλεις να κλάψεις, χωρίς να συνειδητοποιείς γιατί. Έχει τεθεί ξανά μια επιθυμία, όχι ανάγκη. Η επιθυμία να μεταμορφωθεί η ανάγκη σε επιθυμία. Γι’ αυτό ο καθρέφτης, δε σε τρομάζει, δεν του αφιερώνεις χρόνο ματαιοδοξίας. Αντίθετα, πιο κει, στον ίδιο χώρο, βρίσκονται παιχνίδια. Τα κορίτσια παίρνουν τον καθρέφτη και περιποιούνται με αυτόν τις φίλες τους. Τους χτενίζουν τα μαλλιά και τις θαυμάζουν με μια τελειότητα. Και τα αγόρια, παίρνουν έναν δεινόσαυρο και τον θέτουν μπροστά στον καθρέφτη για να τον θαυμάσει, ετούτον τον ατελή. Τον ατελεύτητο.

Το ξενοδοχείο ανταποδίδει το στοίχειωμα και όταν εγκαταλείπεις την παράσταση, έχει διαλέξει αυτό για σένα, προσποιείται δηλαδή ότι το έκανε, αυτή είναι η ανταπόδοσή του, από τι θα στοιχειωθείς, είναι ακριβώς μέσα σε αυτή τη φασματολογία που ψιθυρίζεις στον εαυτό συνωμοτικά: “ζω!”. Εμένα με στοιχειώνει ένας Τυραννόσαυρος Ρεξ, με μικρά χεράκια, που αρκούν για να αγκαλιάσουν, εντούτοις, όχι για να διπλώσουν κάποιον.

Νίκος Δασκαλόπουλος

 

Ιδέα -Σύνθεση-Σκηνοθεσία- Επιμέλεια: Ελένη Καλαρά
Σύμβουλος δραματουργικής σύνθεσης: Μάριος Χατζηπροκοπίου
Σύμβουλος επιμέλειας έκθεσης: Θεόφιλος Τραμπούλης
Σκηνική επιμέλεια χώρου, κοστούμια: Kenny MacLellan
Σχεδιασμός ήχου: Ελένη Καβούκη
Video: Ιάσων Αθανασιάδης/Iason Athanasiadis
Επιμέλεια κίνησης: Μυρτώ Δελημιχάλη
Σχεδιασμός φωτισμού: Χάρης Δάλλας

 

Ηθοποιοί-χορευτές/περφόρμερ: Ηλίας Βογιατζηδάκης, Ορφέας Γεωργίου, Μυρτώ Δελημιχάλη, Ελένη Καλαρά, Αναστασία Κατσιναβάκη, Βαγγέλης Παπαδάκης, Ευαγγελή Φίλη, Χάρης Φραγκούλης, Αλεξάνδρα Χασάνη.

Εικαστικοί: Μαργαρίτα Αθανασίου, Αντώνης Αντωνίου, Μανώλης Δασκαλάκης-Λεμός, Γιάννης Ισιδώρου, Αλεξία Καραβέλα, Χριστίνα Κατσάρη, Καρολίνα Κρασούλη, Άννα Λάσκαρη, Κυριακή Μαυρογεώργη, Βασίλης Παπαγεωργίου.

Μπάγκειον
ως τις 26 Γενάρη 2020

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Νίκος Δασκαλόπουλος (Αθήνα, 1988) σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ και τελείωσε το πρόγραμμα Cultural Studies του Queen Margaret University. Εργάζεται ως δημοσιογράφος.