4+1 τυχαία επιλεγμένα ποιήματα για το σπίτι, για όσους ‒όλο και περισσότεροι‒ αφήνουν πίσω το σπίτι τους, χάνουν το σπίτι τους, ψάχνουν το σπίτι τους, θυμούνται το σπίτι τους ή προσπαθούν ‒μάταια‒ να το ξεχάσουν.
Αυτή η σιδερένια αλυσίδα/ που τόσο ζυγίζει,/ μού είναι ελαφριά/ όταν τη φορώ και δεν τη νιώθω./ Υπάρχει μια άλλη αλυσίδα φτιαγμένη/ από κύματα, χωράφια κι ανέμους,/ από ψίθυρους και χαμόγελα/ που με δένει δεν ξέρω πού,/ και με υποδουλώνει σ’ εκείνο τον άγνωστo/ αφέντη, σ’ εκείνο τον αφέντη…
Pedro Salinas
Μετάφραση – Ανθολόγηση: Νάνσυ Αγγελή
_________________________________________
Αυτό είναι το σπίτι μου
Δε χωράει αμφιβολία. Αυτό είναι το σπίτι μου,
εδώ συμβαίνω, εδώ
ξεγελώ αφάνταστα τον εαυτό μου.
Αυτό είναι το σπίτι μου, σταματημένο στο χρόνο.
.
Φτάνει το φθινόπωρο και με υπερασπίζεται,
Η άνοιξη με καταδικάζει.
Έχω εκατομμύρια φιλοξενούμενους
που γελάνε και τρώνε,
συνουσιάζονται και κοιμούνται,
παίζουν και σκέφτονται,
εκατομμύρια φιλοξενούμενους που βαριούνται
κι έχουν εφιάλτες και νευρικές κρίσεις.
.
Δε χωράει αμφιβολία. Αυτό είναι το σπίτι μου.
Όλοι οι σκύλοι και τα καμπαναριά
περνούν απέξω.
Αλλά το σπίτι μου χτυπούν οι κεραυνοί
και μια μέρα θα σπάσει στα δυο.
.
Και γω δεν θα ξέρω πού να προφυλαχτώ
γιατί όλες οι πόρτες οδηγούν έξω απ’ τον κόσμο.
Mario Benedetti
Τα σπίτια δεν είναι τοίχοι και μια πόρτα,
τα σπίτια είναι μια πόρτα με κλειδί και τοίχοι αδιαπέραστοι
‒ κι ακόμη, παράθυρα, απλά παράθυρα ‒
γιατί αν τα σπίτια ήταν από γυαλί θα καταλήγαμε σε μια γωνιά
να εκλιπαρούμε για τοίχους, συντετριμμένοι από τον ίλιγγο ενός σπιτιού
αντιμέτωπου με την απεραντοσύνη των άστρων.
Στρεφόμαστε προς τον ουρανό και τον ορίζοντα
αλλά έχουμε ανάγκη να κλείσουμε το παράθυρο και να βάλουμε τα λουλούδια στο βάζο.
Και να τα ατενίζουμε, συμπαγή, δικά μας,
δίχως ο κόσμος τους να μας αντιστρέφει την ερώτηση.
Teresa Colom
Σονέτο ΙΧΧΧV
[απόσπασμα]
Αυτό είναι το σπίτι, η θάλασσα και η σημαία.
Περιπλανιόμασταν απ’ άλλους τοίχους ψηλούς.
Δεν βρίσκαμε την πόρτα, ούτε τον ήχο
μέσα από την απουσία, όπως μέσα από τους νεκρούς.
Και στο τέλος το σπίτι ανοίγει την ησυχία του,
μπαίνουμε και πατάμε την σιωπή,
τα πεθαμένα ποντίκια, το άδειο αντίο,
το νερό που έκλαψε στις σωληνώσεις.
Έκλαψε, έκλαψε το σπίτι νύχτα και μέρα,
βόγγηξε με τις αράχνες, μισάνοιχτο,
μέτρησε τις ώρες με τα μαύρα του μάτια
και τώρα ξαφνικά το φέρνουμε στη ζωή,
το κατοικούμε μα δεν μας αναγνωρίζει:
Χρειάζεται ν’ ανθίσει και δεν θυμάται πώς.
Pablo Neruda
.
Για χρόνια έλειπα μακριά απ’ το σπίτι
και τώρα, μπροστά στη πόρτα
δεν τόλμησα ν’ ανοίξω, μην ένα πρόσωπο
που δεν γνωρίζω
κοιτάξει με βλέμμα κενό μες στο δικόμου
και με ρωτήσει τι θέλω εδώ.
Τι θέλω εδώ‒απλώς μια ζωή που άφησα,
μένει ακόμα εδώ;
Προχώρησα παρά την ταραχή μου,
έλεγξα τα κοντινά παράθυρα.
Η σιωπή σαν ωκεανός ξετυλίχτηκε
και ξέσπασε κόντρα στ’ αφτί μου.
Γέλασα μ’ ένα ψεύτικο γέλιο
που τάχα φοβόμουνα μια πόρτα,
εγώ που κίνδυνο και θάνατο είχα αντικρύσει,
αλλά ποτέ πριν δεν δείλιασα.
Ακούμπησα το σύρτη,
το χέρι μου, με τρεμάμενη επιφύλαξη,
έκανε πίσω μήπως η τρομερή πόρτα άνοιγε
αφήνοντας με να στέκομαι εκεί.
Τράβηξα μακριά τα δάχτυλα μου,
τόσο προσεκτικά σαν ν’ άγγιζα γυαλί,
και κράτησα τ’ αφτιά μου και, σαν κλέφτης,
έφυγα ασθμαίνοντας από το σπίτι.
Emily Dickinson