O Γοργίας ο Λεοντίνος είχε διατυπώσει τον 5ο π.χ. αιώνα ένα τριμερές επιχείρημα που έμεινε ονομαστό. Υποστήριζε λοιπόν ο μέγας σοφιστής:

    • Τίποτε δεν υπάρχει.
    • Αλλά και αν υπάρχει, δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε.
    • Αλλά και αν μπορούμε να το γνωρίσουμε, δεν μπορούμε να το κοινοποιήσουμε με τον λόγο.

Ασφαλώς ο Γοργίας είχε δίκιο… Με μικρές προσαρμογές στις σημερινές συνθήκες μπορούμε να διαπιστώσουμε το ακλόνητο των θέσεών του, αναδιατυπώνοντάς τες ως εξής:

    • Καμία πολιτική τοποθέτηση δεν έχει νόημα.
    • Αλλά και αν έχει, αυτό δεν είναι το διακηρυγμένο.
    • Αλλά και αν είναι, αυτό σε τίποτε δεν επηρεάζει την πράξη.

Δεν είναι δύσκολο να πειστούμε για τα ανωτέρω, ρίχνοντας τριγύρω μας μια ματιά στην κυριαρχία του Θεάματος, την επικράτηση της “μοναδικής σκέψης” και την διάχυτη ευτέλεια – στοιχεία που οπωσδήποτε επιδεινώνει παρ’ ημίν το κλίμα “βαλκανικού χωριού”, όπου όλοι γνωρίζουν τις βρωμιές ολωνών και κανείς δεν εγκαλεί κανέναν ως προς τη συνέπεια των λόγων και των πράξεων του.

Αβάδιστα, και προπάντων αδάπανα όλα…

Υπάρχει βέβαια πάντα κάτι που γίνεται στην πολιτική. Αλλά είναι βουβό και δύσμορφο: κάτι σαν το Πραγματικό του Λακάν, κάτι σαν μετανάστης που τον ξυλοφορτώνουν μες στη νύχτα, σαν νέος που εγκαταλείπει τη χώρα για το εξωτερικό, σαν άλλο ένα μαγαζί που βάζει ρολά ή άλλη μία αμερικανική βάση που ξεφυτρώνει στην επικράτεια.

Στο επίπεδο του Συμβολικού, πάλι, τα πράγματα είναι λιγότερο πεζά: οι πολιτικές δυνάμεις διεξάγουν ναυμαχίες ολόκληρες μέσα σε ένα φλιτζάνι, αντιμαχόμενες λυσσαλέα για το επιφαινόμενο, όσο ταυτόχρονα κρατούν εκτός συζήτησης τις βαθύτερες συναινέσεις τους. Η πολιτική γίνεται έτσι ο χώρος όπου ο ένας πρωταγωνιστής κάτι επικοινωνεί ενώ ο άλλος επιστρέφει μιαν αγέρωχη απάντηση – και από κοινού μετά κοιτούν στις δημοσκοπήσεις αν όλο αυτό διαπέρασε με κάποιον τρόπο το φράγμα της προσοχής των υποτελών.

Και το “ανταγωνιστικό κίνημα”; Η Αριστερά (όπως και αν θέλει να την ορίσει κανείς); Κάνει αντιφασισμό. Κάνει αντιρατσισμό. Κάνει αντισεξισμό. Που είναι ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι δεν κάνει πολιτική. Υπερασπίζεται μια ταυτότητα, με όρους ηθικούς ή αισθητικούς, για να συγκαλύψει δεκαετίες στρατηγικής αφωνίας και απώλειας κάθε επαφής, ακόμη και χωροταξικής, με τους πληβείους του κόσμου τούτου.

Αλλά ο ύπνος της πολιτικής γεννά τέρατα χειρότερα και από του Γκόγια. Ως πολιτισμική σημαία διανοητικά εργαζόμενων νέων μικροαστών με ευαισθησίες, υπό την απειλή υποβάθμισης, η στάση αυτή δεν είναι απλώς ανεπαρκής. Εξελίσσεται, όπως μόνο ίσως ο Γοργίας θα κατανοούσε, σε ιδεώδες πρόσχημα για την προσχώρηση στις γραμμές του αντιπάλου.

Διότι τι είδους αντιφασισμός είναι αυτός που “ξαναζεί την εμπειρία” της καταδίκης της Χρυσής Αυγής, διαδηλώνοντας στο Εφετείο, ενώ απαξιώνει να κινητοποιηθεί κατά τρόπο αντίστοιχο απέναντι σε όσα πρωτοφανή (εκτός και αν ανατρέξουμε στην εποχή του ιστορικού φασισμού) συμβαίνουν τις ίδιες αυτές μέρες στους ίδιους αυτούς δρόμους;

Τι αντιφασισμός είναι αυτός που δεν τον θέτει σε συναγερμό η βιοπολιτική μικροδιαχείριση της καθημερινότητας από το κράτος, η δημιουργία κατηγοριών πληθυσμού “ειδικού χειρισμού”, η επιβράβευση των καταγεγραμμένα υπάκουων με “προνόμια”, ο διαρκής βομβαρδισμός από διαδοχικά αναιρούμενες πληροφορίες και εντολές που έχουν χάσει εμφανώς κάθε σχέση με την υγιειονομική τους πρώτη δικαιολόγηση;

Από πότε χάθηκε το ελευθεριακό αντανακλαστικό απέναντι σε μιαν εξουσία που όχι μόνο δεν τελεί υπό λαϊκό έλεγχο, αλλά δρομολογεί την απογείωση της καταστολής και την κατάλυση κάθε κοινωνικού κράτους;

Και κυρίως: πώς τα καταφέρνουν οι “αντιφασίστες” των ημερών να εξασφαλίζουν την ναρκισσιστική τους επιβεβαίωση, φαντασιωνόμενοι ότι δίνουν αγώνα κατά του ακροδεξιού ανορθολογικού σκότους, όταν συντάσσονται με την (ανορθολογική ασφαλώς) εξουσία εναντίον των πληβείων και των ανεπίδεκτων συμμόρφωσης;

Η πανδημική κρίση λειτουργεί ως η θρυαλλίδα της μεγαλύτερης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στα χρονικά, με κολοσσιαία μεταφορά πλούτου προς την κορυφή, αναμόρφωση όλων των σχέσεων παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής, καθώς και κατάλυση της καθιερωμένης επιστημονικής και θεραπευτικής πρακτικής. Απέναντι σε αυτήν, η πλειοψηφία της εγχώριας και διεθνούς αριστεράς αποφάσισε ότι το μόνο που την απασχολεί είναι η πιο στενή υγιειονομική εκδοχή των πραγμάτων, εκτός συμφραζομένων και με εμμονική προσκόλληση σε άνωθεν προσφερόμενα σχήματα του τύπου “εμβολιαστές / αντιεμβολιαστές”. Τόσοι και τόσοι αριστεροί με δημοσιεύσεις στον Φουκώ, για να απομείνουμε με συνδικαλιστικές ψευτοαντιστάσεις, γενεαλογημένες από τον μαρξισμό της προτεραιότητας των παραγωγικών δυνάμεων, του τύπου “Δώστε ΜΕΘ σε όλο τον λαό”…

Στην λυσσαλέα διαμάχη που διαπερνά τους ισχυρούς του κόσμου τούτου και χρωμάτισε καθοριστικά και την πρόσληψη της πανδημικής κρίσης, ο διεθνής “τραμπισμός” των παραδοσιακών καπιταλιστών και μικροεργοδοτών επικαλείται την “ελευθερία” των “πολλών”, απέναντι στο φιλελεύθερο “ακραίο κέντρο” της επιθετικής παγκοσμιοποίησης, που πια και καταστατικά αρνείται την έννοια της δημοκρατίας, καταγγέλλοντας τον “δημοψηφισματισμό” και την αμφισβήτηση των “ειδικών” από τα κάθε είδους “κίτρινα γιλέκα”, την ίδια ώρα που αποθεώνει την ταυτοτική “πολυχρωμία”.

Η πλειοψηφία της εγχώριας και διεθνούς αριστεράς αποφάσισε ότι είναι μέρος αυτού του διλήμματος, που άλλοτε θα χαρακτήριζε πλαστό αναδεικνύοντας το άρρητο κοινό έδαφος των “μονομάχων”. Αποφάσισε ότι είναι με το “ακραίο κέντρο”, διότι προέχει το feel good της υπεράσπισης του ιδεολογικού “φωτός”.

Θα την οδηγήσει βέβαια αυτό να σύρεται ταπεινωτικά κάθε φορά, “ειδικά αυτή τη φορά”, πίσω από ένα όλο και πιο δύσμορφο “μικρότερο κακό”. Αλλά δεν ξέρεις. Κάποια AOC θα βρεθεί μια μέρα και για εμάς.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Διονύσιος Καλιντέρης γεννήθηκε, ζει και ατυχώς εργάζεται στην Αθήνα. Οι σπουδές του ήταν φιλολογικές. Αρέσκεται να φωτογραφίζει στους δρόμους, να σχολιάζει λοξά την επικαιρότητα και ενίοτε να στιχουργεί, παραδιδόμενος στους πειρασμούς της φόρμας.