η Αγάπη είναι μια γάτα από τα Νότια

ο Μπουκόφσκι είναι καλός σκύλος, κακό

στο τέλος ψόφο θα ‘χει

 

εγώ είμαι η γλώσσα

η οποία μ’ αποδόμησε

και το κενό στ’ οποίο έψαχνα πάτο να βαδίσω

 

εν τέλει βρήκα ελατήρια που με διαολοστείλανε στον κόσμο σας

– θα έλεγα πως είναι και δικός μου

 

αλλά εγώ συννεφιά είμαι που ντρέπεται να βρέξει

που δεν σας αξίζει

μα ούτε κι εμένα

 

γιατί όταν βρέχει

σε κάποια μέρη του κόσμου χορεύουνε

δεν κλαίνε

μήτε παραπονιούνται που χάσαν το μεσημεριανό τους μπάνιο

 

Οπότε πατσίσαμε κόσμε

γι’ άλλη μια φορά

καθρέφτες πάλι συναντώ

και μονίμως εξαπατούμαι

 

 

παγκάκι στα δεξιά παγκάκι στ’ αριστερά παγκάκι στα δεξιά παγκάκια όλα πιασμένα εννοώντας σ’ όλα υπάρχουν άνθρωποι καθιστοί και γύρω τους άλλοι όρθιοι όσο κοιτάω και κοιτάω πιο βαθιά το κενό ανάμεσα στα παγκάκια βλέπω ζωή βακτήρια πνεύματα και δαιμόνια να γελάνε πάνω απ’ τη σιωπή των ανθρώπων στο κενό ανάμεσα στα παγκάκια έχει πολλή φασαρία και δεν χωράς να κάτσεις κοιτάω κάτω τώρα δεν το ‘χω να μπερδεύω πάλι κόσμους βρίσκω ένα κέρμα το παίζω κορόνα γράμματα ποια απ’ τις δύο διαστάσεις είναι η πραγματική το κέρμα στριφογυρίζει μέχρι που σταθεροποιείται στην άσφαλτο και το πιο παράξενο απ’ όλα είναι πως το κέρμα δεν λέει να πέσει και φυσάει λιγάκι.

 

 

 

Υπερβατικές Παραιτήσεις / / Δυο Καρέ στο Ίδιο Σημείο

 

“Το μόνο που κουβάλαγε / μέτωπο γεμάτο ιδρώτα / και στα μανίκια / προσευχές.”

με το τζάμι του αυτοκινήτου

ανοιχτό μέχρι τη μέση

τα δάχτυλά του χτυπούσαν την οροφή

ρυθμό τον ρυθμό

κομμένα απ’ τον αέρα

 

του φάνηκε κάπως παράξενο

 

* *

 

με κοίταγε στα μάτια κι άρχισε να λέει τα δικά του

για Θεούς και Δαίμονες

κόσμους αόρατους

 

για πλέγματα που ενώνουν διαστάσεις και πιθανές ζωές

για τον θάνατο στη ζωή

και τη φυσικότητα αυτού

 

για την ευλυγισία του σώματος και της ψυχής

η οποία είναι ικανή να συντρίψει καθετί συμπαγές

“Η απόσταση / ανάμεσα στα σώματα / Η απόσταση / ανάμεσα στις καρδιές / Η απόσταση / ανάμεσα στα ψυγεία / Η απόσταση / γενικά.”

εάν υπάρχει κάτι τέτοιο στον κόσμο

 

για τη δύναμη των αντιθέτων

για δυο μάτια που κοιτάζουν

πέρα απ’ τον δυϊσμό

 

τον ρώτησα εάν πεινάει

είπε ναι

κι έπειτα φύγαμε

 

 

η σιγή τα βήματα

στίχοι: Kako (Bong Da City)

τη νύχτα η σιγή

ανάμεσα στα βήματα της νύχτας

 

άτρωτη κι απόλυτη

ειλικρίνεια σκεπάζοντας

το ψέμα τις κρύες νύχτες του χειμώνα

 

ατενίζοντας τη μεταβολή

του χρόνου σε χρόνο

καθώς συνοψίζεις το περιεχόμενο

των παρενθέσεων

 

 

Συχνά νιώθω όπως πολύ πιθανόν να ένιωθε ο Έζρα Πάουντ τις νύχτες που σερνόταν ο χρόνος μέσα–έξω απ’ το κελί του καθώς ο ίδιος ζητούσε συγχώρεση απ’ το σύμπαν και την πλάση ολόκληρη ζητούσε άφεση αμαρτιών απ’ τους κοντινούς του και τον κόσμο ολάκερο

Ζενέ των ονείρων μου να ‘ρχεσαι πού και πού τις μέρες που με πιάνουν στα πράσα να ψειρίζω να τους δωρίσουμε από μια όσια ροχάλα ο καθένας

Αλμπερτίν, από σένα ψυχή μου δεν είμαι σε θέση να ζητήσω τίποτα όλα τα ντράβαλα του κόσμου να βαραίνουν τους μικροσκοπικούς σου ώμους. Μερικές φορές οι ζωντανοί πρέπει να προσέχουμε τους νεκρούς κι όχι τ’ αντίθετο. Κάθε μέρα συναντώ κι από έναν Αλγέρη τσογλαναρά να σε θυμίζει

Μπέκετ, αγαπημένε φίλε, κάνε κάτι παραπάνω απ’ ό,τι έχεις ήδη κάνει – μη με λες άπληστο, σ’ ακούω

Μπιλ Μπάροουζ, αναθεματισμένε πρεζάκια, δώσ’ μου θάρρος να τη σβήσω με τη ρούχλα

Κέρουακ, δε γαμιέσαι λέω ‘γω

Μίλλερ, ρε μπαγάσα, διάβασε τ’ άστρα για πάρτη μου γιατί οι καμπαλιστές έχουν χάσει τ’ αβγά και τα πασχάλια

Μικρέ Ρεμπώ, μας κούρασες

Μεγάλε Ουίτμαν

Μεγάλε Θορώ

Μεγάλε Έμερσον

να μου θυμίζετε πού και πού

πως έχω ένα μονοπάτι που με διάλεξε

εφόσον κατάλαβα την ύπαρξή του και όλα τα υπόλοιπα συμβάντα είναι αδιανόητες σαχλαμάρες

μίας εκ θελήσεως τυφλής ανθρωπότητας.

Αμήν.

Ομ.

 

“Όλα σιγά-σιγά αρχίζουν να μοιάζουν Μπεκετικά. Το κρεβάτι, το στυλό, ο καπνός, η πρέζα, οι κινήσεις του σώματος, το κορνφλέηξ, οι πρίζες και καμιά φορά οι άνθρωποι. Μόνο οι γάτες δε μοιάζουν ποτέ Μπεκετικές. Οι γάτες μένουν πάντα γάτες.”

 


 

 

Φωτοπορτρέτο του Κ.Φ. διά χειρός της Kangela Tromokratisch

Ο Κόστας Φισέκου γεννήθηκε το 1991 στο Φιέρι της Αλβανίας και ζει στην Ελλάδα από το 1992. Συγγράφει, συνθέτει και συρρέει στην πόλη Αθήνα.

Όλα τα κείμενα, σχέδια και κολάζ ανήκουν στον Κ.Φ.. Τα λυρικά αποκόμματα προέρχονται απ’ την αυτοσχέδια ποιητική του συλλογή “μεσοδιάστημα” (2020). Την επιμέλεια του αφιερώματος έκανε ο Σάββας Κοκκινίδης.

 

 

 

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Ιστορήματα και Εικόνες του Γιάννη Μισουρίδη

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.