Οι «Σκηνές μποέμικης ζωής» (1851) του Γάλλου λογοτέχνη Ανρί Μυρζέ (Henry Murger) αποτελούν μια σειρά ιστοριών που διαδραματίζονται στο Παρίσι της δεκαετίας του 1840, γύρω από τη συνοικία Καρτιέ Λατέν, και φανερώνουν το αστικό περιθώριο, την δυσκολοδιάβατη ζωή και την υπαρξιακή πάλη των καλλιτεχνών ενάντια στον κομφορμισμό. Οι «μποέμ» του Μυρζέ θα αποκτήσουν με την πάροδο των χρόνων μεγάλη δημοφιλία και θα φτάσουν να εμπνεύσουν τον Τζιάκομο Πουτσίνι στην όπερα «Λα Μποέμ» (1896). Στην Ελλάδα ο Μυρζέ γίνεται επίσης πασίγνωστος και οι ομότεχνοί του αναρωτιούνται αν υπάρχουν αντιστοιχίες «μποέμικης ζωής» στην Αθήνα. Ο νεαρός λογοτέχνης Γιώργος Τσουκαλάς θα παραδώσει στις αρχές του 1922 στην εφημερίδα «Αθηναϊκή» το σχετικό του ραπόρτο, που διαβάζουμε ακολούθως.

ΟΙ ΜΠΟΕΜ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Υπάρχουν και στην Αθήνα μποέμ; Να μια ερώτησις, η οποία συχνάκις έρχεται στη σκέψη μας. Υπάρχουν και εδώ μποέμικοι τύποι σαν τους περίφημους εκείνους του Μυρζέ; Ασφαλώς ναι. Βεβαίως, από την πόλη μας λείπει η ιδιαίτερη συνοικία των καλλιτεχνών, όπως είναι στο Παρίσι το Καρτιέ-Λατέν, λείπουν καλλιτεχνικά κέντρα σαν το Καφέ-Βασέι και το Καφέ-ντε-Λαπαί, λείπουν τα μπαρ με τη νυχτερινή ζωή, λείπουν οι κοκότες που αγαπούν τους φτωχούς καλλιτέχνες, λείπουν πολλά άλλα συστατικά, μπορούμε να πούμε, της καθαρής μποέμικης ζωής. Ωστόσο, όμως, η μποέμικη ζωή δεν μας λείπει εντελώς. Και πρώτα πρώτα, πριν προχωρήσουμε στα καθέκαστα της ζωής των ξεχωριστών αυτών ανθρώπων, τι είναι μποέμ;

Ο ορισμός του Μυρζέ είναι ο επιτυχέστερος όλων. «Είναι», λέγει, «η τάξη των φτωχών εκείνων καλλιτεχνών, η οποία ζει στις σοφίτες, περιμένοντας τη δόξα και τελειοποιούντες την τέχνη τού να ξυπνάει νηστική και να κοιμάται χορτάτη». Οι μποέμ ζούνε ξεχωριστή ζωή, παράδοξη, φανταστική. Ζωή, η οποία έχει πολλά θέλγητρα για εκείνον, ο οποίος δύναται να την εννοήσει κατά βάθος. Βεβαίως και η ζωή αυτή, όπως και κάθε ζωή, έχει την άσχημη όψη της. Μα οι άνθρωποι αυτοί ξέρουν να βρίσκουν την ομορφιά ακόμη και στο άσχημο.

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΠΑΛΗΑ ΚΑΙ ΝΕΑ

Από το 1900 ως τώρα, ως κυρίως φιλολογικά κέντρα διεκρίθησαν: το Νέον Κέντρον, τα καφενεία Καρατζά, Βύρων, Ζαχαράτου, η πλατεία Εξαρχείων, τα Ηνωμένα Βουστάσια, το Πανελλήνιον, η Δεξαμενή, κλπ. Στα καφενεία όμως αυτά, ως επί το πλείστον, σύχναζαν οι παλιοί λόγιοι. Από το 1917 και εκείθεν, κέντρο των νεαρών λογίων εγένετο ο Μαύρος Γάτος (Ακαδημίας 40). Σ’ αυτό μαζεύονταν όλοι οι νεαροί καλλιτέχνες, ποιητές, διηγηματογράφοι, κριτικοί, μουσικοί, ηθοποιοί, και, και, και… Εξ άλλου η Ακρόπολις (στον κήπο του Κλαυθμώνος) έχει καταντήσει η φωληά των νεαρών αναρχικών. Εκεί, κάτω από τα πεύκα, γύρω από τα σιδερένια τραπεζάκια του καφενείου, γίνονται κοινωνιστικές συζητήσεις, τίθενται οι βάσεις νέων πολιτευμάτων, αναπτύσσονται νέα διοικητικά συστήματα, ανατρέπεται το σύμπαν.

ΟΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΑΒΕΡΝΕΣ

Το βράδυ από τις εννιά κι έπειτα, η Ν. Αγορά λαβαίνει… νέαν μορφή. Στα βρώμικα μαγειριά της, ψηλά, στα κατασκονισμένα πατάρια, μαζεύονται οι μποέμ. Μακρυά μαλλιά, ξουρισμένα πρόσωπα, μεγάλη μαύρη γραβάτα φλοτάν, ενδυμασία εξαντρίκ. Αυτά είναι τα γνωρίσματα ενός μποέμ. Ξέχασα να προσθέσω και το μονόκλ. Διότι, και πρέπει να το γνωρίζετε, οι περισσότεροι από αυτούς τους νεαρούς μας καλλιτέχνες ακολουθούν τη μόδα του Μορεάς.

Εκεί λοιπόν, σε μια ατμόσφαιρα θολή από τους καπνούς των τσιγάρων και μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο των ανθρώπων που τρώνε, που πίνουν, που τραγουδούν, υπό τους ήχους της λατέρνας, απαγγέλλονται ποιήματα, διαβάζονται διηγήματα, εκφέρονται γνώμες, ως επί το πλείστον τολμηρές, γκρεμίζονται είδωλα φιλολογικά, διαγράφονται νέες τεχνοτροπίες, εγείρονται προπόσεις υπέρ της τέχνης, υπέρ των μουσών κλπ.

Μια  άλλη ταβέρνα που συγκεντρώνει πολλούς λογίους είναι η περίφημη ταβέρνα του Δημητρού στην οδό Τζωρτζ (πλατεία Κάνιγγος) την οποία απαθανάτισε σ’ ένα ποίημα του ο Φιλήντας: «να του Δημήτρη η αυλή ανθισμένη…»

ΚΑΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ

Από τα μεσάνυχτα και πέρα οι ταβέρνες κενώνονται και οι μποέμ καταφεύγουν στα κέντρα της Ομόνοιας, στα «Κυβέλεια», στα «Ηνωμένα Βουστάσια», στα «Ολύμπια». Και το γλέντι εξακολουθεί. Τσιγαρέττα ποτισμένα με αιθέρα και με μικρή δόση χασίς υποβοηθούν τη διέγερση των νεύρων.

Όταν είναι φεγγάρι και η νύχτα είναι γλυκειά, μια παρέα από γνωστούς νέους μποέμ συνηθίζει να πηγαίνει στο νεκροταφείο, από την πίσω πόρτα, που είναι ανοιχτή, και το να ρίχνει κονιάκ πάνω στους τάφους. Είναι γνωστό, ανάμεσα στους κύκλους των ξενύχτηδων, ένα ανέκδοτο κάποιου νέου ποιητή της παρέας αυτής, ο οποίος ένα βράδυ απεκόμισε στο δωμάτιό του ένα κρανίο και όλο τ’ απόγευμα της επομένης είχε κλειστεί μέσα, είχε ανάψει δυο πελώριες λαμπάδες και… ερέμβαζε.

ΤΑ ΜΠΑΡ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΝΥΧΤΟΥΝ

Το «Υποβρύχιον» μπαρ της οδού Σταδίου φιλοξενεί τακτικά νεαρούς ξενύχτηδες. Αι σπονδαί εις τον Βάκχον γίνονται κατανυκτικώτατα, η φαντασία εξάπτεται, η ευγλωττία δίνει και παίρνει.

Μα δυστυχώς, όλα σ’ αυτό τον κόσμο έχουν ένα τέλος. Το μπαρ κλείνει στις 2 ή 3 το πρωί και οι μποέμ αναγκάζονται να εξακολουθήσουν το γλέντι τους στους δρόμους. Κανένα κέντρον δεν είναι ανοικτό την ώρα αυτή. Η πόλις κοιμάται, οι δρόμοι είναι ερημωμένοι. Κι αρχίζει τότε η άσκοπος περιπλάνηση στις σκοτεινές συνοικίες, εις το Ζάππειο και εις την Ακρόπολιν.

Έως ότου τρεμολάμψει η Αυγή. Το γλέντι παύει. Οι μποέμ γυρνούν στις σοφίτες τους.

                                    Γ.Τ.