Φθινόπωρο στις Αλβανικές Άλπεις

Ανταπόκριση από τα Δυτικά Βαλκάνια, Μέρος Α´

.

Η διάσχιση της Αλβανίας από το Νότο έως τον Βορρά δεν χρειάζεται παρά μια μεγάλη ανάσα τεσσάρων ωρών. Όπως σε κάθε διάσχιση το ίδιο κι εδώ, από την Κακαβιά στο Αργυρόκαστρο, από εκεί στο Δυρράχιο και από εκεί στη Σκόδρα, τοπία παρόμοια, στο βλέμμα σου γεννιούνται και πεθαίνουν: η επανάληψη της απλότητας εδώ ποτέ δεν κούρασε κανέναν. Κυρίαρχο στοιχείο εδώ είναι το κενό, ο άδειος χώρος.

Εδώ η πατρίδα της λέξης, ο καιρός της εδώ.

Το καλοκαίρι πέρασε και άφησε πίσω του κάμπους και κάμπους γυμνούς, κι άδεια ποτάμια, πολλά ποτάμια, που αποκαλύπτοντας τις όχθες τους αποκαλύπτουν και λογής-λογιών όμορφα χρωματιστά σκουπίδια. Για κάποιον που έχει ζήσει στην Αλβανία, οι σακούλες που κρέμονται στη βλάστηση κάθε ασημένιας όχθης είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Μικρή εμπειρία χρειάζεται για να γνωρίζεις τι να περιμένεις: αυτό το τοπίο με τις απλωμένες ανάμεσα στα βουνά κοιλάδες και τα μικρά σκουπίδια ξεκινάει ήδη από την Κόνιτσα και το φέρνει μαζί του ο Αώος. Η διάσχιση της Αλβανίας από το Νότο έως τον Βορρά δεν είναι κάτι που κρατάει πολύ. Η διάσχιση της Αλβανίας δεν είναι κάτι που σαν εμπειρία, μπορείς να κατατάξεις: στους παγκόσμιους πίνακες θα την ονομάσουν «δεύτερη» χώρα λόγω του καθεστωτικού της παρελθόντος, το ίδιο και τις περισσότερες από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Στις δικές σου αισθήσεις βέβαια, το απομεινάρι δεν είναι παρά ο ξηρός αέρας ο γεμάτος φως, το βουνό όλο πέτρα που μαβίζει αργά όσο έρχεται το βράδυ.

Τούτο τον κόσμο στον άγγελο να εξυμνήσεις, όχι το ανείπωτο,
δεν τον θαμπώνεις εκείνον με το υπέροχα αισθαντικό είσαι αρχάριος
μέσα στο σύμπαν, αυτός το αισθάνεται αισθαντικότατος.
Δείξ’ του λοιπόν το απλό, το δουλεμένο, πάππου προς πάππου,

Η εθνική οδός που ελπίζεις να περάσεις με μεγάλη ταχύτητα διακόπτεται από κατοίκους χωριών που ψήνουν καλαμπόκια ή πουλάνε τα καλά του κήπου τους στην άκρη του δρόμου και διατρέχεται από λεύκες, το εθνικό δέντρο της χώρας, κατά την αντίληψή μου. Όποιος έχει μάθει να αντέχει την περήφανα ευθυτενή όψη και τον απόκοσμο ήχο της λεύκας, ξέρει να αντέχει δεύτερες χώρες και την διαχρονικά παλιά τους όψη, κατά την αντίληψή μου. Μικρά φύλλα παράδοξα για το μεγάλο κορμό, θαμπό πράσινο που γίνεται ασημί και πάντα θρόισμα θλιμμένο. Οι λεύκες είναι μοναχικές και δεν ανήκουν σε δάση, ζουν μόνες ή σε μικρές συστοιχίες όπως οι δεύτερες χώρες και σπάνια, πολύ σπάνια μπορείς να τις εντάξεις.

Αντέχει η καρδιά μας
μες στα σφυριά, όπως γλώσσα
μέσα στα δόντια, που ωστόσο πάντα,
πάντοτε αυτή εξυμνεί.

Το φθινόπωρο στην Αλβανία, ξεκινώντας από τον Νότο έως τον Βορρά έχει για εργασία του, ύμνο και σημείο αναφοράς του το ρακί. Από τα βαθυμώβ σκληρόπετσα σταφύλια της ελληνικής Ηπείρου και του Αργυροκάστρου, έως το ρακί από άγρια κορόμηλα μέσα στις χαράδρες των Αλβανικών Άλπεων, η διαδικασία απόσταξης παραμένει ίδια, γνήσια, και παράγει ποικιλίες διαφορετικού αρώματος αλλά ίδιας ακριβώς δυναμικής: τουλάχιστον 20 γράδα. Εκτός από τη δύναμη του πιοτού, εκείνο που ενώνει τους ορεσίβιους καθολικούς του βορρά με τους λιγότερο ορεινούς κατοίκους του νότου είναι η δύναμη του πιστού: καθολικοί και ορθόδοξοι τρέφουν εκ των προτέρων εκτίμηση οι μεν για τους δε, αφού έχουν τον ίδιο θεό. Άγνωστο σε ποιο βαθμό μοιάζουν στο τέλος μεταξύ τους. Οι μουσουλμάνοι, σκορπισμένοι σε όλη τη χώρα, λένε πως ο θεός είναι ένας αλλά αν δεν πληροίς κάποιες προϋποθέσεις ίσως να μην σε πάρουν και πολύ στα σοβαρά.

Για κάποιον που έχει ζήσει στην Αλβανία, γίνεται φανερό πως τελικά όλοι αναμειγνύονται με όλους, και μόνο κριτήριο κατάταξης ανθρώπων παραμένει πρακτικά κι εδώ, η οικονομική κατάστασή τους. Το χάσμα μεταξύ των δύο άκρων ενδέχεται να είναι ακραία έκδηλο, σε κάθε βήμα που κάνεις σε μια σύγχρονη πόλη της χώρας: ουρανοξύστες, χωματόδρομοι, εμπορικά κέντρα αλλά και υπαίθριοι πωλητές ντομάτας στο καλάθι του ποδηλάτου τους. Η Σκόδρα μοιάζει με παλιά ιταλική αποικία πάνω στην οποία προστέθηκαν μικρά σοβιετικά μπλοκ με την ιδιαιτέρως ανεξήγητη έλλειψη αισθητικής τους. Γύρω από την μεγάλη Λίμνη και όσο κατευθύνεσαι έξω από την πόλη, τα μουσουλμανικά χωριά μοιάζουν κάπως εξαθλιωμένα. Για μια στιγμή, ίσως σκεφτείς πως το πιο ζωηρά συνεκτικό τοπίο είναι εκείνο του νεκροταφείου. Σχεδόν χορευτικό:

Μουσουλμανικό Νεκροταφείο στα Περίχωρα της Σκόδρας (Οκτώβριος ’22)

Και παρ’ όλα αυτά, νιώθεις ζεστά και οικεία. Εδώ η ύπαιθρος ως χώρος δράσης του ανθρώπου, πλαισιώνεται από την άγρια κι αγέρωχη ομορφιά της. Εδώ το τετριμμένο δεν είναι τετριμμένο, το να τραγουδάς τη φύση και την απλότητα παραμένει αξιόλογο, και οι πόλεις δεν μοιάζουν παρά με ένα κολλάζ της επαρχίας.

Είμαστε άραγε εδώ για να πούμε: σπίτι,
γεφύρι, πηγάδι, πύλη, κανάτι, οπωροφόρο, παράθυρο,
έστω και κίονας, πύργος… μα να μιλήσουμε, κατάλαβέ το,
ω, να μιλήσουμε τόσο βαθιά που τα ίδια τα πράγματα
δεν θα το πίστευαν πως θα ’ταν τέτοια.

Όσο διασχίζεις, η αλβανική σημαία ποτέ δεν κουράζει, κυματίζει το ίδιο περήφανα σε κάστρα όπως και σε ξενοδοχεία, βενζινάδικα, πλυντήρια αυτοκινήτων. Αποτυπώνεται επάνω στο καπάκι της Coca-Cola προμηνύοντας ότι τελικά θα μάθεις να βλέπεις και την αμερικανική σημαία σχεδόν το ίδιο συχνά, ενώ θα καλπάζετε ταυτόχρονα εσύ, κάρα με μουλάρια αλλά και ογκώδη φρέσκα τζιπ που σε προσπερνούν από αριστερά την ώρα που ήδη προσπαθείς να κάνεις προσπέραση. Επικίνδυνο στην αρχή, αλλά το συνηθίζεις. Ενίοτε, το άγαλμα της ελευθερίας θα κάνει κι αυτό την εμφάνισή του:

Λαϊκή Αγορά στη Σκόδρα (Οκτώβριος ’22)

Όσο προχωράς προς τον βορρά το τοπίο σκουραίνει και γίνεται βαθύτερο. Μεγαλύτερες χαράδρες, ψηλές κορυφές, και πολλά ζώα. Ο άνθρωπος στα Καταραμένα Βουνά της Μαλσίας μυρίζει γάλα και το απρόσμενα πλούσιο τοπίο ελάτων δεν διακόπτεται παρά μόνο από λίγα γυαλιστερά χαρτάκια κρουασάν και συσκευασίες ενεργειακών ποτών δίπλα στους καταρράχτες. Ο άνθρωπος εδώ μετά τη συνταξιοδότηση μοιράζει τη μέρα του ανάμεσα σε λίγα πρόβατα, μια αγελάδα και πόση ρακιού από άγρια κορόμηλα. Το σπίτι του είναι παλιό με μεγάλη μασίνα που καίει όλη μέρα και δύο μόνο δωμάτια ανακαινισμένα: συνθετικές γυαλιστερές κουρτίνες και πολύχρωμες τούρκικες κουβέρτες, για τους επισκέπτες. Ο ίδιος ο άνθρωπος κοιμάται σε σκηνή δίπλα στα πρόβατα το βράδυ. Επάνω στη μασίνα κάθε μέρα ανεξαιρέτως χύνεται το γάλα γιατί κανένας δεν το προλαβαίνει την ώρα που φουσκώνει, κι έτσι οι τοίχοι κι οι κουρτίνες κι η μασίνα, όλα μυρίζουν γάλα.

Την ίδια στιγμή, ακόμα και εδώ, στο πιο αποκομμένο ορεινό χωριό μιας χώρας που ορίζεται ανεξίτηλα από τα σύνορά της, ο άνθρωπος γνωρίζει πώς το όνειρο της Ελλάδας ως μεταναστευτικού προορισμού έχει ξεθωριάσει, πώς η Ιταλία διατηρεί ακόμα λίγη από την αίγλη της, και πώς η Γερμανία και η Αμερική είναι βιομηχανίες ανθρώπων μύθοι, ώστε αν έχεις άνθρωπο εκεί, βρίσκεσαι ήδη κάποια σκαλιά υψηλότερα στην ύπαρξη.

Η εικόνα της Αλβανίας ίσως να είναι τόσο υπερρεαλιστική και τόσο οικεία ταυτόχρονα γιατί αφήνει εντελώς γυμνή όλη εκείνη την αλήθεια που άλλες χώρες των Βαλκανίων έχουν καταφέρει να κρύψουν πίσω από τα περισσότερο καλαίσθητα τουριστικά θέρετρά τους. Εδώ τα θέρετρα ανήκουν περισσότερο στη Φύση:

Bjeshkët e Nemuna ή Αλβανικές Άλπεις (Οκτώβριος ’22)

Για να βγεις από τα βουνά της Μαλσίας χρειάζεσαι βενζίνη που θα αγοράσεις σε εστιατόρια, σε μπιτόνια 3 και 5 λίτρων, αφού δεν υπάρχουν βενζινάδικα, και να διασχίσεις πολλά χιλόμετρα στροφών.

Και τούτα τα πράγματα, που ζουν απ’ την αποδημία,
σαν τα δοξάζεις το νιώθουν όντας εφήμερα έχουνε πίστη
και προσδοκία σ’ εμάς, τους πλέον εφήμερους, για κάτι σωτήριο.
Επιθυμούν να τα τρέψουμε πλήρως μες στην καρδιά την αθέατη,
σε -ω αιώνιο- σε εαυτό μας! Όποιοι κι αν είμαστε εντέλει.

Πλησιάζεις το Μαυροβούνιο και πίσω σου αφήνεις μια ύπαιθρο ατόφια που όταν πιάνει το φθινόπωρο και μόλις οι βροχές αρχίσουν, οι κάμποι πλημμυρίζουν και το τοπίο μυρίζει καταστροφή καθαρτική, όπως όταν μέσα σου, πάνω που είχες μόλις αρχίσει να συνηθίζεις τη θλίψη του κενού, γεμίζεις από απροσκάλεστο, ταραχώδες συναίσθημα. Εδώ η ομορφιά είναι αγέρωχη, δεν εξευμενίζεται και δεν ζητάει παρά τη συμμετοχή σου. Συμμετέχεις, πριν να έρθουν ξανά οι πόλεις. Πλησιάζεις το Μαυροβούνιο και για πολλά χιλιόμετρα, το τοπίο δεν αλλάζει.

Εκδήλωση Παραδοσιακών Χορών στη Σκόδρα (Οκτώβριος ’22)

 


Οι στίχοι προέρχονται από την «Ένατη Ελεγεία» του Ραίνερ Μ. Ρίλκε, σε μετάφραση Μαρίας Τοπάλη
Οι Ελεγείες του Ντουίνο» (δίγλωσση έκδοση), Εκδόσεις Πατάκη, 2011).

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Χρυσάνθη Νίκα είναι χειρώνακτας. Γεννήθηκε το 1990, ολοκλήρωσε σπουδές μηχανικού και ακόμα δεν ζει μόνιμα πουθενά.