Από αρχιεπίσκοπος… αντάρτης αρχαιολόγος

Η ναοκεντρική ζωή του Δημήτριου Πάλλα και το Βουνό

ΤονΓενάρη συμπληρώθηκαν εκατόν δεκαέξι χρόνια από τη γέννηση (5.1.1907), ενώ σε δυο μήνες (11.5.1995) συμπληρώνονται είκοσι οκτώ χρόνια από τον θάνατο του διαπρεπούς σαλαμίνιου αρχαιολόγου, Δημητρίου Ι. Πάλλα. Σε αυτόν οφείλεται η ανακάλυψη της μεγαλύτερης παλαιοχριστιανικής τρίκλιτης βασιλικής εκκλησίας στον ελλαδικό χώρο, εκείνης του Επισκόπου Αθηνών Λεωνίδη. Πρόκειται για το σημαντικότερο παλαιοχριστιανικό μνημείο της Πελοποννήσου και καταλαμβάνει έκταση συνολικά έντεκα στρεμμάτων στον δυτικό βραχίονα του Αρχαίου Λιμανιού του Λεχαίου. Το μνημείο είχε  πεντάκλιτο εγκάρσιο κλίτος και τρούλο, νάρθηκα, διπλό αίθριο, τριμερές βαπτιστήριο, κλιμακοστάσια και μεγάλο αριθμό προσκτισμάτων. Το 1985 ο Πάλλας τιμήθηκε με το διεθνούς φήμης βραβείο Gottfried-von-Herder στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, επειδή με τη ζωή και το έργο του συνέβαλε στην πολιτιστική κατανόηση των ευρωπαϊκών χωρών και στις ειρηνικές μεταξύ τους σχέσεις.

Καταγόμενος από ιερατική οικογένεια ήταν ένας άνθρωπος ευσεβής, που διήγε μια έντονη ναοκεντρική ζωή, όχι μόνο στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Σαλαμίνας, τον οποίο θεωρούσε, όπως ο ίδιος έλεγε, δεύτερο σπίτι του, αλλά και σε όλον του τον βίο, ανθρώπινο και επιστημονικό. Ως έφηβος περιφρονούσε τις εκκλησίες και την αξία των εικόνων· γι’ αυτόν υπήρχε μόνον ο αρχαίος κόσμος. Κάποτε, μαζί με έναν δάσκαλό του,  επισκέφτηκαν το Βυζαντινό Μουσείο, που τότε βρισκόταν στο υπόγειο της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Το Μουσείο αυτό ήταν για εκείνον μια αποκάλυψη· τα εκκλησιαστικά αντικείμενα, τα χριστιανικά γλυπτά, τα ξυλόγλυπτα, τα ιερατικά άμφια, όλα αυτά που εκείνος περιφρονούσε και που ήταν για εκείνον η καταπιεστική καθημερινότητα της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, ήταν αντικείμενα μουσειακά και άξια μελέτης και δημοσιεύσεων.

Σταδιακά αφοσιώθηκε στη μελέτη της Βυζαντινής Αρχαιολογίας και με την παρότρυνση των γονιών του σπούδασε Θεολογία, γιατί, όπως έλεγε και ο ίδιος χαριτολογώντας, με προόριζαν για Αρχιεπίσκοπο,… πού να ’ξεραν ότι θ’ ανέβαινα στο Βουνό! Η δύσκολη οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του τον ανάγκασε να εργαστεί ως έκτακτος υπάλληλος στο Βυζαντινό Μουσείο. Η ηλικία του και τα προσόντα που απαιτούνταν για τη συγκεκριμένη θέση (εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων) δεν δικαιολογούσαν την πρόσληψή του. Με την προτροπή και την ανοχή του Γεωργίου Α. Σωτηρίου, Καθηγητή της Χριστιανικής Αρχαιολογίας στη Θεολογική Αθηνών και Διευθυντή του Βυζαντινού Μουσείου, ο οποίος τον εκτιμούσε πολύ για την ευρύτητα των γνώσεών του, ο Πάλλας τελικά προσελήφθη με έναν ιδιαίτερο ευφυή τρόπο. Παρακάλεσε έναν συνονόματό του συγγενή από την Κούλουρη  να προχωρήσει στη σύνταξη της αίτησης, γεγονός που έγινε. Έτσι, ο Πάλλας προσλήφθηκε ως γραφέας και μπόρεσε να συντηρήσει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και τον αδελφό του, Λάμπρο, που σπούδαζε τότε Μαθηματικά.

Στο Βυζαντινό Μουσείο ήρθε σε επαφή με τον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος ύστερα από μια δοκιμή βυζαντινισμού είχε προσληφθεί ως ημερομίσθιος συντηρητής εικόνων. Οξύς παρατηρητής ο Πάλλας δεν σχημάτισε την καλύτερη γνώμη για εκείνον όσον αφορά στα θέματα αποκατάστασης και συντήρησης των εικόνων. Σχετικά γράφει ότι ως συντηρητής, ο Φ. Κόντογλου άρχισε να εργάζεται στο Βυζαντινό Μουσείο τελείως απροετοίμαστος, εμπειρικά, και οι επεμβάσεις του στις εικόνες ήταν κάποτε πολύ επιζήμιες. Καθώς του ήσαν άγνωστες οι μέθοδοι της εργασίας αυτής, που είχαν εφαρμοστεί για πρώτη φορά σε εικόνες στη δεκαετία του 1920 στη Σοβιετική Ένωση, προχωρούσε στον καθαρισμό τους χωρίς αναστολές και με χονδροειδή τρόπο· χωρίς την υπομονή της λεπτόλογης ενασχόλησης και χωρίς να διστάζει να αφαιρεί χρωματικές επιφάνειες, με εμπιστοσύνη προς τον εαυτό του ότι ήταν ικανός να τις αποκαταστήσει «πιστά» με βάση μικρό τμήμα που μπορεί να είχε απομείνει και να αντιπροσωπεύει είτε τη μία είτε την άλλη από τις δύο βασικές τεχνοτροπίες της βυζαντινής ζωγραφικής. Έτσι σε αρκετές από τις εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου μέρη τους προέρχονται από τις επεμβάσεις του Κόντογλου. Στις τοιχογραφίες της Περιβλέπτου του Μυστρά συμπλήρωνε (!) τα μέρη που είχαν εκπέσει, για να αποδώσει στο μνημείο την αρχική του καλλιτεχνική πληρότητα. Αργότερα πρόβαλε τη δικαιολογία, δίκαια, ότι του ανέθεσαν εργασίες χωρίς καθοδήγηση (αντιθέτως, επαφιόταν στις τεχνικές του γνώσεις).[1]

Το 1933 ο Πάλλας διορίστηκε, μετά από διαγωνισμό, ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ατυχώς, η φυματίωση, που μάστιζε τον πληθυσμό εκείνη την περίοδο, προσέβαλε τον ίδιο και τον αδελφό του. Κατάλοιπο της ασθένειας ήταν το ιδιαίτερο περπάτημά του. Ο αδελφός του, Λάμπρος, έφυγε από τη ζωή (1935), ενώ ο Πάλλας παρέμεινε για τέσσερα χρόνια σε νοσοκομείο, όπου και ανέρρωσε (1938).

Στην Κατοχή αποποιήθηκε εκπαιδευτική άδεια που του προσέφερε η Υπηρεσία του για τη Γερμανία, ενώ στη Σαλαμίνα ίδρυσε τριμελείς αντιστασιακές ομάδες με έναν κοινό πρόσωπο-σύνδεσμο η μία με την άλλην. Σε μια δύσκολη, μάλιστα, περίσταση κατά τη διάρκεια της Κατοχής  ενημερώθηκε εμπιστευτικά από τον αξιωματικό χωροφυλακής της Σαλαμίνας, Ι. Στεφανάκη, να ειδοποιήσει όσα μέλη των ομάδων μπορούσε, ώστε να εγκαταλείψουν το νησί, πράγμα που έκανε όσο ήταν δυνατό. Ο ίδιος αποφάσισε τότε να καταφύγει στην Αθήνα, παίρνοντας μαζί του τον πλήρη κατάλογο με τα ονόματα των Σαλαμινίων που συμμετείχαν στις τριμελείς επιτροπές. Στο Πέραμα συναντήθηκε με έναν  σαλαμίνιο, προσκείμενο των Γερμανών, ο οποίος κατευθυνόταν στη Σαλαμίνα και γνώριζε ότι θα γίνονταν συλλήψεις στο νησί. Ο σαλαμίνιος εκείνος κατάφερε να μεταπείσει τον Πάλλα να επιστρέψει στην Κούλουρη, όπου, όμως, επί της σημερινής Λεωφ. Φανερωμένης συνελήφθη από τους Γερμανούς.

Ο Νίκος Ι. Σαλτάρης, λαογράφος και λογοτέχνης, γνώριζε ότι ο Πάλλας έφερε πάνω του τον κατάλογο με τα ονόματα των αντιστασιακών και κατάφερε με έναν ιδιαίτερα θεατρικό τρόπο να αποσπάσει το έγγραφο από τον Πάλλα. Φωνάζοντας στη μέση του δρόμου: Δημητράκη, πού σε πάνε; Σε χάνουμε! και άλλα παρόμοια, τον αγκάλιασε και του απέσπασε  από το εσωτερικό του σακακιού του τον κατάλογο. Ο Πάλλας κατάφερε να φύγει από τη Σαλαμίνα και ανέβηκε στο Βουνό, όπου και εντάχθηκε στον Ελληνικό Λαϊκό  Απελευθερωτικό Στρατό (Ε.Λ.Α.Σ.), εκπονώντας εκεί σχέδιο διάσωσης των βυζαντινών μνημείων.

Το 1944 βρέθηκε στο χωριό Κορυσχάδες Ευρυτανίας, όπου το Ε.Α.Μ. είχε συστήσει τη λεγόμενη Κυβέρνηση του Βουνού. Το Εθνικό Συμβούλιο με Πρόεδρο τον στρατηγό Νεόκοσμο Γρηγοριάδη, Γραμματέα τον Κώστα Καραγεώργη και με την παρουσία μεγάλων προσωπικοτήτων του Αγώνα συζήτησαν δημοκρατικά όλα τα ζητήματα της Ελεύθερης Ελλάδας και καθόρισαν ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και ασκούνται από τον  λαό. Εκ μέρους της Σαλαμίνας ως Εθνοσύμβουλος ήταν ο Πάλλας.

Η ζωή στο Βουνό κλόνισε για δεύτερη φορά την ευαίσθητη υγεία του. Από το 1946 έως το 1948 παρέμεινε κατά περιόδους και πάλι σε νοσοκομείο. Οι πολιτικές του πεποιθήσεις τον απέκλεισαν συχνά από υψηλόβαθμες υπηρεσιακές θέσεις. Η διδακτορική του διατριβή «Η Θάλασσα των εκκλησιών» (1952) δεν υποβλήθηκε τελικά ποτέ, διότι ο Γ. Σωτηρίου τον απέτρεψε θεωρώντας ότι ήταν ανατρεπτική για το πνεύμα της σχολής. Από το 1966 έως και το 1968 διετέλεσε Καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το οποίο απολύθηκε από το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου. Την απόλυσή του πληροφορήθηκε ο ίδιος τυχαία από το ραδιόφωνο.

Συχνά αναφερόταν με πικρία για τη συμπεριφορά των συμπατριωτών του απέναντί του μετά το τέλος του Εμφυλίου, καθώς και σε σχετικό περιστατικό ασθένειας του πατέρα του, ο οποίος εξέπνευσε κατά τη μεταφορά του σε νοσοκομείο της Αθήνας, επειδή ο γιατρός που κλήθηκε δεν παρουσιάστηκε για τις πρώτες βοήθειες.

Προς το τέλος της ζωή του και κάτω από την αίσθηση ότι ο θάνατος πλησίαζε, επέσπευσε τη διευθέτηση όλων των επιστημονικών εκκρεμοτήτων που σχετίζονταν με τη Σαλαμίνα. Προχώρησε σε ανασκαφές σε περιοχές με βυζαντινό ενδιαφέρον και στη σύνταξη άρθρων σχετικών με τη μεσαιωνική ιστορία της Σαλαμίνας, ενώ μετά τον θάνατό του δημοσιεύτηκαν τα «Σαλαμινιακά Έγγραφα»,  τα οποία κατείχε από φοιτητής και μετέγραψε τα τελευταία χρόνια πριν φύγει από τη ζωή.

Πέθανε στην Αθήνα στις 11.5.1995. Η εξόδιος ακολουθία έγινε στις 15.5.1995 στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Σαλαμίνας, στο δεύτερο σπίτι του, όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσε τον Ναό αυτόν. Τον επικήδειο λόγο εκ μέρους της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών εκφώνησε ο Καθηγητής Νικόλαος Γκιολές και εκ μέρους του Φιλολογικού Συλλόγου Ο Παρνασσός και της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών ο Καθηγητής Νικόλαος Λιβαδάρας.

Ετάφη σε οικογενειακό τάφο στο Δημοτικό Κοιμητήριο Σαλαμίνας.

 


[1] Δημητρίου Ι. Πάλλα, ΑΠΟΦΟΡΗΤΑ, Πρώιμος χριστιανικός και μεσαιωνικός ελληνικός κόσμος, επιμέλεια Ευγενίας Χαλκιά. Δρ. Φ. Αρχαιολόγου και Δημητρίου Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Κύπρου, Αθήνα 2007, εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ, σελ. 282.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Με ξεγέννησε μαμμή στο Καματερό της Σαλαμίνας το καλοκαίρι του 1969. Διαβάζω έγγραφα του 17ου και του 18ου αιώνα και βρίσκω στοιχεία της μικροϊστορίας των τόπων. Σε ένα από τα χρόνια της διδασκαλίας μου έτυχε να είμαι συνάδελφος με τον καθηγητή που με άφησε στην Α΄ Λυκείου.