Είναι άνοιξη του 1983, και στο περιοδικό “Ντέφι” (τεύχος 6, Απρίλιος – Μάιος)  ο Χρήστος Βακαλόπουλος παρουσιάζει ένα προς ένα τα τραγούδια από τον καινούριο δίσκο (και τελευταίο σημαντικό κατά πολλούς) του Διονύση Σαββόπουλου, τα “Τραπεζάκια Έξω”. Το κείμενο του Βακαλόπουλου εξελίσσεται σε κάτι που ξεφεύγει από τα όρια της κριτικής. Γίνεται ένα προσωπικό αφήγημα, μια ιστορία ανθρώπων, συνηθειών, αναγκών, στιγμών, επιθυμιών. Με λίγα λόγια, ο Βακαλόπουλος ξεδιπλώνει στο χαρτί τις σκέψεις που όλοι κάνουμε, καθώς ένας δίσκος μαζί με τα τραγούδια του, “μεγαλώνει” σιγά σιγά μέσα μας.


 

(Τα τραγούδια που μου ανοίγουν τις πύλες τους είναι διαδρομές που με οδηγούν, είναι πέτρες που δημιουργούν παράλληλους κύκλους στη λίμνη του νου μου. Έρχονται από μακριά κουβαλώντας μνήμες και προφητείες και μου κάνουν ένα νεύμα να τα ακολουθήσω).

«Νέο Κύμα» Αν δεν ήταν τραγούδι θα ήταν μια μοναχική διαδρομή με τον ηλεκτρικό στην Κηφισιά. Κάθομαι στο άδειο βαγόνι και θέλω να εξομολογηθώ σε κάποιον, στο τέλος όμως τα λέω στον εαυτό μου ανάβοντας παράνομο τσιγαράκι. Στο τέρμα της διαδρομής σκέφτομαι πάντα ότι υπάρχει περίπτωση κάποιος να έχει φανταστεί τη ζωή μας από την πρώτη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, ακριβώς όπως ο υπεύθυνος της εταιρείας δίσκων σκαρφίστηκε τον όρο «Νέο Κύμα».

«Μας βαράνε ντέφια» Η Αθήνα έγραψε αυτό το κομμάτι, αυτή η μυστηριώδης πόλη που ξέρει ακόμα να ανάβει ολόκληρη όταν χρειάζεται, ακριβώς όπως η κοπέλα που αναφέρεται στους στίχους. Αυτό το δημώδες rap ηχεί σαν τον ύμνο της βαθύτερης επικοινωνίας. Τραγούδι για το πρωινό ξύπνημα, εκεί γύρω στις δύο το μεσημέρι, όταν ο καφές έχει τελειώσει και η ζέστη του καλοκαιριού δε συγκρίνεται με τίποτα με την απίστευτη θέρμη των ψυχών και των σωμάτων. Επίσης, ιδανικό για τα τζουκ μποξ στα παραλιακά κέντρα (όσα αντιστέκονται και επιμένουν ακόμα).

«Χουλιγκάνοι» Χειμερινό άσμα, ο νεαρός που το ακούει είναι σκεπτικός, φοράει τα γάντια του κι είναι έτοιμος να βγει έξω και να τα σπάσει. Κρυώνει και δεν έχει να πληρώσει το νοίκι. Θαυμάζει τις αμερικάνικες ταινίες, η ψυχή του όμως είναι εδώ, κολλημένη στην άσφαλτο. Αυτή τη σκηνή θα τη θυμηθεί πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο γιος του θα τον ρωτήσει “Μπαμπά, τι είναι αυτός ο δίσκος με τον ουρανό και τα τραπεζάκια;”. Υποψιάζομαι ότι θα απαντήσει: “Τίποτα, έχει ένα ωραίο κομμάτι, που το άκουγα όταν έκανε πολύ κρύο”.
Όπως παρατήρησε σωστά ο Γιώργος Κουτσονάσιος, η ορχήστρα στο τέλος ηχεί σαν την απογειωμένη φασαρία που συνοδεύει τις λαϊκές φίρμες στα μεγάλα μπουζουξίδικα. Εγώ θα πρόσθετα την κυκλοφορία της φωνής από τη μοναξιά του κοντέρ στο πάθος του ντισκ τζόκεϋ.

«Μυστικό τοπίο» Νυχτερινή προσευχή, απ’ αυτές που σου σφίγγουν το στομάχι όταν τις ακούς τυχαία ανοίγοντας το ραδιόφωνο ενώ ορμάς σα διάβολος στην Εθνική, τα καύσιμα έχουν τελειώσει κι όλα τα βενζινάδικα είναι κλειστά. Η Χαρά που οδηγεί δίπλα μου είναι αμίλητη κι ο Γιώργος στο πίσω κάθισμα πίνει μια γουλιά βότκα. Αυτοί οι δύο είχαν γνωριστεί παλιά στο Κύτταρο, όταν είχε κυκλοφορήσει το «Βρόμικο ψωμί». Τώρα πια είναι φίλοι κι έχουν σταθεί πολλές φορές μπροστά στην πολαρόιντ γελαστοί. Έχουν περάσει δέκα χρόνια, ζωγραφίζοντας αθόρυβα ένα μυστικό τοπίο.

«Δεν είναι ρυθμός» Η μεγαλοφυής ιδέα εδώ είναι τα χειροκροτήματα που αγκαλιάζουν το τραγούδι, αλλά και το ευλύγιστα σίγουρο σόλο του Σαλέα που εμφανίζεται πάνοπλος, σαν μοναχικός καβαλάρης. Είναι περίεργο, αλλά αυτός ο λαϊκός ψαλμός μού φέρνει στο νου την Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού. Το ίδιο πάθος που περισσεύει, μια θεσπέσια και σχεδόν άναρθρη κατάσταση.

«Πρωτομαγιά» Αυτός είναι ένα πίνακας χωρίς καταπιεστική “τεχνοτροπία”. Κάθομαι μόνος στην αίθουσα του μουσείου και τον παρατηρώ. Πως μπορεί ένας άνθρωπος να ζωγραφίζει με τη φωνή του; Μήπως είμαι υπερβολικός; Μάλλον όχι, γιατί οι εικόνες κάποια σχέση πρέπει να έχουν με αυτό που υπάρχει μέσα μας. Κι αυτοί οι αφηρημένοι στίχοι είναι πετυχημένοι γιατί λειτουργούν σαν πινελιές κι όχι ως προγραμματικές δηλώσεις. Άλλωστε η ζωγραφική μου αρέσει γιατί μου λέει μια ιστορία, γιατί κάποιο ανθρώπινο χέρι είναι από πίσω. Το ίδιο και το τραγούδι που κλείνει όμορφα την πρώτη πλευρά.

«Φλόγες» Εσωστρεφής στιγμή που όμως σε παρασύρει, άλλο ένα κομμάτι που δεν γράφτηκε ποτέ από τους άτολμους εκπροσώπους του νέου κύματος. Το ακούω αργά το βράδυ όταν γυρνάω σπίτι κι έχουν κλείσει τα πάντα. Δεν είναι ακόμα η εποχή για να την πέσω στις βεράντες, ας χωθώ μέσα στο πικάπ. Τα γυναικεία φωνητικά θαυμάσια, σαν κοφτερά ξίφη, μπαινοβγαίνουν κλείνοντας με προσοχή πίσω τους τις πόρτες. Ο Σαββόπουλος, από τη Ρεζέρβα και μετά, έχει επιδοθεί σε μια απελπισμένη προσπάθεια να βγάλει ένα – ένα, με το τσιμπιδάκι, τα ανόητα φτιασίδια που κόλλησαν στις γυναικείες φωνές που διαθέτουμε, λογής λογής έντεχνοι.

«Ας κρατήσουν οι χοροί» Με συγκινεί αυτή η αντίληψη των ελλήνων εξωγήινων που έχουν μυριστεί ότι τα κόλπα είναι αλλού. Πολλοί από μας αισθανόμαστε έτσι, όπως αισθανόντουσαν πολλοί από τους προγόνους μας. Κι ας χορεύεις άρυθμα στα μπαρ του Παγκρατίου ή στις ντισκοτέκ της Γλυφάδας, κατά βάθος ξέρεις τι είναι οι συνάξεις μας, αγαπητή μου φίλη. Πέρασες κι εσύ από κει, δεν είναι δύσκολο να δεις ποιο είναι το τέρμα του δρόμου. Στο μεταξύ, βάλε σε λειτουργία τους πομπούς, ίσιωσε τις κεραίες!

«Canto» Το τραγούδι – κλειδί του δίσκου γιατί μιλάει για μια συγκεκριμένη παρέα και ταυτόχρονα για όλες τις παρέες, δηλαδή για τις ανώτερες μορφές οργανωμένης συνύπαρξης που γνωρίζει αυτός ο έρημος πολιτισμός. Κι ο δίσκος αυτός δεν θα υπήρχε χωρίς αυτές, όπως κι όλοι οι προηγούμενοι του τραγουδοποιού, αφού ότι κάνουμε το κάνουμε πρώτα απ’ όλα για τους φίλους μας κι ίσως μόνο γι’ αυτούς. Πως λοιπόν κάτι τυπικά περιορισμένο, απελευθερώνεται από τα όριά του και μιλάει σαν βέλος που χτυπάει τις καρδιές των αγνώστων; Αυτές είναι οι περιπέτειες της “γλώσσας”, αυτό είναι το θέμα του Canto, τραγουδιού που με αγγίζει ελαφρά στον ώμο.

«Το χειμώνα ετούτο» Ο Ντύλαν έχει γράψει ανάλογα πράγματα και τα έχει τραγουδήσει με την ίδια επαναληπτική μελαγχολική διάθεση. Βαλκανικό ροκ λοιπόν, το παλιό σχέδιο που δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλειφθεί, αυτό το μυρίζομαι και το ξέρω. Το κομμάτι που μου έρχεται στο νου είναι το Tombstone Blues, τρία ακόρντα συνέχεια και ο ηχολήπτης να έχει μείνει άναυδος. Τραγούδι που μπορεί να βάλει φωτιά στα ηχεία των ντισκοτέκ, οι τελευταίες όμως είναι αφιλόξενοι χώροι, σχεδόν φυλακές διασκέδασης. Κι ο Κηλαηδόνης θα έπρεπε να το ακούσει και πολλοί άλλοι που ενώ δεν είναι ούτε ΠΑΣΟΚ ούτε ΚΚΕ, δεν είναι ότι είναι κι ότι τραγουδούν γι’ αυτές, παρά με πολύ σπρώξιμο.

«Τσάμικο» Εδώ καταθέτω τα όπλα και ακούω. Δεν μπορώ να γράψω γιατί κάποιος τραγουδάει πραγματικά, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα γιατί κάποιος μου απευθύνεται. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να σου τηλεφωνήσω στο Παρίσι, εκεί που μπλέχτηκες με τους αποικιοκράτες και να σου βάλω αυτό το δίλεπτο κομμάτι.


Χρήστος Βακαλόπουλος: Ο διαμελιστής της πραγματικότητας