Δεν έχει βρεθεί ένας άνθρωπος της αριστεράς να μας πει υπεύθυνα ποιό είναι το πρόβλημα με την Μάντισσα. Να μας ενημερώσει για το τι πρόβλημα υπάρχει τέλος πάντων με τα κορίτσια που χορεύουν ηπειρώτικα στο κέντρο της Αθήνας.
Η πρώτη γραμμή επίθεσης είναι φυσικά τα σχόλια για την εμφάνισή της. Ακόμα όμως και αν αγνοήσουμε τον σεξισμό των σχολίων τύπου “φωνάρα στο μάτι”, αυτά εξακολουθούν να ακούγονται αστεία. Η Μαρίνα Σάττι έχει δίπλωμα κλασικού τραγουδιού και πτυχίο κλασικού πιάνου, ενώ έχει σπουδάσει και ενορχήστρωση στο Μπέρκλι της Βοστώνης – αν γνωρίζετε τη σχολή έστω και επιπόλαια μέσω κάποιας ταινίας όπως το Whiplash ξέρετε πολύ καλά και τι σημαίνει αυτό.
Δεν πρόκειται φυσικά ούτε περί κακής μουσικής. Η Μάντισσα είναι ένα υπέρ το δέον εκτελεσμένο ηπειρώτικο τραγούδι και όχι μόνο: το κομμάτι εντοπίζει σωστά τις πιο αφυδατωμένες καταβολές της ηπειρώτικης μουσικής, όταν αυτή βασιζόταν κυρίως στη φωνή και στην πολυφωνία, δεν είχε πολλά κλαρίνα, και δεν ήταν αυτό το ανυπόφορο πανηγυρτζίδικο πράγμα που υπομένει από καιρό εις καιρόν ο διαβάτης αν από κακή του τύχη βρεθεί εγκλωβισμένος σε κάποιο χωριό της ελληνικής επαρχίας το Πάσχα.
Διαβάσαμε ακόμα και πως η αμαρτία της Μαρίνας Σάττι είναι ότι εμπορευματοποιεί μια σειρά από εναλλακτικά σημαινόμενα. Ότι δένει δηλαδή το μαλλί και φοράει παντελόνι τρία τέταρτα τραγουδώντας για τον έρωτα ντάουν-τάουν σε στίχους ενός ημί-ράπερ/μπίζνεσμαν του μουσικού κατεστημένου. Εδώ πλέον η κριτική είναι φανερά απελπισμένη: αυτού του είδους το «εναλλακτικό» περφόρμανς, πέραν του ότι δεν ήταν και ποτέ πολιτιστικά ή πολιτικά ιδιαίτερα ριζοσπαστικό, αποτελεί για τα καλά εμπόρευμα και έχει περιχαρακωθεί από τη μουσική βιομηχανία εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία – Πάνος Μουζουράκης στους Singles circa 2007, ο πρώτος διδάξας.
Άρα μάλλον το πρόβλημα είναι ότι η Μάντισσα έγινε χιτ. Ή ότι η Μαρίνα Σάττι είναι μια ξένη που δεν έχει περάσει από το βόθρο των θεσμικών και παραθεσμικών δικτύων από τα οποία πρέπει να περάσει κανείς με ό,τι κι αν ασχολείται για να φανεί στην Ελλάδα, και πώς τολμάει στην τελική να κόβει την ουρά. Ή απλώς ότι πρόκειται για μια νέα, ταλαντούχα, όμορφη γυναίκα που αρέσει στον κόσμο αλλά δεν της αρέσουν μάλλον οι αριστεροί, που τους κινητοποιεί ένα κάποιο άγχος ευνουχισμού.
Εμένα λοιπόν μου ψιλοαρέσει η Μάντισσα. Παρ’ όλο που δεν είναι κάτι εμπνευσμένο και αβαντ-γκαρντ, παρ’ όλο που βρίσκεται στον πυρήνα του μουσικού θεάματος όπως έχει σχηματιστεί από την ελληνική μουσική βιομηχανία τις τελευταίες δεκαετίες, και παρ’ όλο που πουλάει βέβαια μια κανονιστική γυναικεία επιτέλεση αποκλείοντας στο δρόμο όλες τις υπόλοιπες. Το τελευταίο κουτσά-στραβά εντωμεταξύ, βλέπε τα δύο κορίτσια στην πίσω γραμμή του κλιπ, το ένα ντυμένο στα φαρδιά και το άλλο σε στυλ squatting Slavette.
Έχει και πιο σοβαρά θέματα, όπως το ότι οικειοποιείται πολιτιστικά χορούς του ινδικού Bollywood και της αφρικάνικης zumba των γκέτο για να συντελέσει στο και να ωφεληθεί από το κύμα που θέλει μόνο εξωτικές παρουσίες στο κέντρο της Αθήνας της κρίσης – μιας Αθήνας που πρέπει φυσικά να είναι μόνιμα λουσμένη στο αττικό φως και να παραμένει ερωτική παρά τα δεινά (βλ. Γιώργος Μαζωνάκης – Καλώς σας βρήκα). Αλλά αυτά είναι φυσικά πράγματα που δεν υπογράμμισε κανείς αυτές τις μέρες, και οι τελευταίοι λόγοι που η Μαρίνα Σάττι δέχεται αυτήν την αριστερή επίθεση στην δημόσια σφαίρα. Τόσα και τόσα τραγούδια έχουν άλλωστε αυτά τα χαρακτηριστικά και η συντριπτική πλειοψηφία όχι μόνο αφέθηκε ήσυχη από την αριστερά, αλλά στεγάστηκε και σε διάφορα φεστιβάλ της.
Γι’ αυτό λοιπόν:
Θα πετώ, θα πετώ, θα πετώ για να σε βρω
Θα πετώ, θα πετώ, θα πετώ μες στον καιρό
Κόντρα σ’ όλους τους ανέμους και στον άστατο ουρανό
Θα πετώ, θα πετώ, θα πετώ μάτια μου για να σε δω.